Σαν σήμερα 22 Γενάρη του 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, ο Μενέλος Λουντέμης. Το παρακάτω κείμενο που υπογράφει η Σοφία Αδαμίδου δημοσιεύτηκε στον "Ριζοσπάστη¨:
Καρτερικός και αλύγιστος. Αγωνίστηκε για όλα τα πανανθρώπινα ιδανικά, που συνοψίζονται στο έργο του. Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για το «όραμα». Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Εργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ σέλερ «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Πολυγραφότατος, ο πιο πολυδιαβασμένος Ελληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας, o Μενέλαος Λουντέμης (Δημήτρης Βαλασιάδης, το πραγματικό του όνομα), γεννήθηκε τo 1912, στην Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας, ενώ φέτος συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από τον θάνατό του (22/1/1977). Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία.
Η οικογένειά του που ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αρχικά στην Αίγινα, ύστερα στην Εδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας όπου έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Ετσι, αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού. Η στράτευσή του και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Εδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Φθάνοντας μετά από οδύσσεια μετακινήσεων στην Αθήνα, συνδέθηκε στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Αγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση, ενώ ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Νίκος Βέης τον βοήθησε να παρακολουθήσει μαθήματα ως ακροατής. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας.
Στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα «φρονήματα», δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο.
Το 1947 ο Λουντέμης συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Μακρόνησο, ενώ η γυναίκα του Εμυ με την τρίχρονη κόρη τους Μυρτώ εξορίζεται στη Χίο και μετά στο Τρίκερι. Από την εξορία ο Λουντέμης γράφει:
(Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά) Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. τριάντα χρόνια μικρότερο απ' τον Χριστό, Αντίο ...
Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει - κρυώνει κάτω απ' τον βοριά και τα σίδερα.
Τώρα μας χωρίζουν οι θολές νεροποντές. Βουνά θυμωμένα κι απερπάτητα. Τώρα μας χωρίζουν, οι σαστισμένοι μες στον άνεμο καπνοί, και τ' αρμυρό κλάμα του Αιγαίου.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε. Σκορπώ στα μονοπάτια του παραμυθιού μικρά ψίχουλα απ' την καρδιά μου - για να μη χάσει το δρόμο η Μυρτώ.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε. Να σκεπάζεστε τις νύχτες δυνατά. Να σκεπάζεστε πολύ με τη στοργή μου... Γιατί κάνει κρύο εφέτος, μάνα... Κάνει μίσος εφέτος, μάνα... Εφέτος κάνει θάνατο»...
Στη Μακρόνησο γράφει επίσης το «Είμαι καλά».
Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά...
... "Πρώτον, Σεβαστή μου ..."
"Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω ..." Και δεν ρωτώ τίποτα.
Εδώ δεν ρωτούν. Ολοι "Είναι καλά ..."
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ' τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά...
... Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
"Είμαι καλά".
Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω ...
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα "Είμαι καλά"'
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου...
... Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
"Είμαι καλά".
Ξέρω, αχ, Μητερούλα ...
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου ...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω ...
"Είμαι καλά"...
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ' αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ' αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκροί του
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ».
... αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης
Γραμμένο στη Μακρόνησο για τον Ναζίμ Χικμέτ: «Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης. Σ' άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα. Ηταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας. Ηταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας. Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ' ακούσουμε. Να σ' ακούσουμε -απ' το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ- Να βογκάς μες σ' όλα τα μπουντρούμια του κόσμου. Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω. Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο. Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά. Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω: Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου αισθάνομαι το χέρι το δικό σου. Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου. Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ. Σαν ένα πουλί που έφυγε απ' το κλουβί του. Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα. Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά, κάτω απ' το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου. Και πήραμε τον όρκο: Να σου κεντήσουμε στο ρούχο τη στάμπα του Μακρονησιώτη. Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας. Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ. Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα. Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί. Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου; Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές - παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες. Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου; Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς, δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα, κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γρικιέται»...
Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» υπάρχουν «....προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας....». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς).
Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς». Οταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού και της γυναίκας του ο πρόεδρος παρατηρεί: «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ». Αλλωστε το γράφει και στο «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα»: «Ζωντανός θα πει περήφανος»!
Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ για τον Λουντέμη. Εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την Ελλάδα. Μετά την μεταπολίτευση και μετά από μεγάλες περιπέτειες ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Οπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας... «Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά»;
Καρτερικός και αλύγιστος. Αγωνίστηκε για όλα τα πανανθρώπινα ιδανικά, που συνοψίζονται στο έργο του. Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για το «όραμα». Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Εργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ σέλερ «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Πολυγραφότατος, ο πιο πολυδιαβασμένος Ελληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας, o Μενέλαος Λουντέμης (Δημήτρης Βαλασιάδης, το πραγματικό του όνομα), γεννήθηκε τo 1912, στην Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας, ενώ φέτος συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από τον θάνατό του (22/1/1977). Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία.
Στρατευμένος στο δίκιο αγώνα του λαού
Η οικογένειά του που ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αρχικά στην Αίγινα, ύστερα στην Εδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας όπου έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Ετσι, αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού. Η στράτευσή του και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Εδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Φθάνοντας μετά από οδύσσεια μετακινήσεων στην Αθήνα, συνδέθηκε στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Αγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση, ενώ ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Νίκος Βέης τον βοήθησε να παρακολουθήσει μαθήματα ως ακροατής. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας.
Στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα «φρονήματα», δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο.
Το 1947 ο Λουντέμης συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Μακρόνησο, ενώ η γυναίκα του Εμυ με την τρίχρονη κόρη τους Μυρτώ εξορίζεται στη Χίο και μετά στο Τρίκερι. Από την εξορία ο Λουντέμης γράφει:
(Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά) Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. τριάντα χρόνια μικρότερο απ' τον Χριστό, Αντίο ...
Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει - κρυώνει κάτω απ' τον βοριά και τα σίδερα.
Τώρα μας χωρίζουν οι θολές νεροποντές. Βουνά θυμωμένα κι απερπάτητα. Τώρα μας χωρίζουν, οι σαστισμένοι μες στον άνεμο καπνοί, και τ' αρμυρό κλάμα του Αιγαίου.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε. Σκορπώ στα μονοπάτια του παραμυθιού μικρά ψίχουλα απ' την καρδιά μου - για να μη χάσει το δρόμο η Μυρτώ.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε. Να σκεπάζεστε τις νύχτες δυνατά. Να σκεπάζεστε πολύ με τη στοργή μου... Γιατί κάνει κρύο εφέτος, μάνα... Κάνει μίσος εφέτος, μάνα... Εφέτος κάνει θάνατο»...
Στη Μακρόνησο γράφει επίσης το «Είμαι καλά».
Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά...
... "Πρώτον, Σεβαστή μου ..."
"Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω ..." Και δεν ρωτώ τίποτα.
Εδώ δεν ρωτούν. Ολοι "Είναι καλά ..."
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ' τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά...
... Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
"Είμαι καλά".
Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω ...
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα "Είμαι καλά"'
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου...
... Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
"Είμαι καλά".
Ξέρω, αχ, Μητερούλα ...
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου ...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω ...
"Είμαι καλά"...
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ' αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ' αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκροί του
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ».
... αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης
Γραμμένο στη Μακρόνησο για τον Ναζίμ Χικμέτ: «Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης. Σ' άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα. Ηταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας. Ηταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας. Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ' ακούσουμε. Να σ' ακούσουμε -απ' το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ- Να βογκάς μες σ' όλα τα μπουντρούμια του κόσμου. Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω. Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο. Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά. Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω: Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου αισθάνομαι το χέρι το δικό σου. Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου. Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ. Σαν ένα πουλί που έφυγε απ' το κλουβί του. Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα. Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά, κάτω απ' το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου. Και πήραμε τον όρκο: Να σου κεντήσουμε στο ρούχο τη στάμπα του Μακρονησιώτη. Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας. Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ. Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα. Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί. Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου; Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές - παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες. Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου; Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς, δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα, κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γρικιέται»...
Ζωντανός θα πει περήφανος!
Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» υπάρχουν «....προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας....». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς).
Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς». Οταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού και της γυναίκας του ο πρόεδρος παρατηρεί: «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ». Αλλωστε το γράφει και στο «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα»: «Ζωντανός θα πει περήφανος»!
Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ για τον Λουντέμη. Εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την Ελλάδα. Μετά την μεταπολίτευση και μετά από μεγάλες περιπέτειες ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Οπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας... «Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου