Του Δημήτρη Μπελαντή*
Η Ν.Δ. του 2014 είναι το κόμμα του αστικού ολοκληρωτισμού.
Η πρόσφατη επίθεση της Ν.Δ. στον ΣΥΡΙΖΑ για τη δήθεν σχέση του με την τρομοκρατία, αν και ανακίνησε μια παλιά πολεμική αυτού του κόμματος κατά της Αριστεράς, προσέλαβε και νέα χαρακτηριστικά. Ξεκίνησε με την ανακοίνωση της 8/1, όπου στοχοποιούνταν ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο γράφων και συνέχισε με ολόκληρους καταλόγους στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι μετείχαν με κάποια ιδιότητα στις «δίκες της τρομοκρατίας» κατά την γνωστή περίοδο 2003-2005. Ουσιαστικά, η στρατηγική της Δεξιάς επιδιώκει να απομονώσει στελέχη -αλλά και απόψεις και πρακτικές- εντός του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία επικρίνονται ως «ακραία» και φιλικά προς την ακροαριστερή βίαιη πολιτική πρακτική αλλά και να διασπάσει τον ιστό πολιτικής και ηθικής συνοχής εντός της Αριστεράς.
Η πρόσφατη επίθεση της Νέας Δημοκρατίας καταδεικνύει μια βαθιά κρίση πολιτικής ηγεμονίας αυτού του κόμματος στην ελληνική κοινωνία και μια συνείδηση απόγνωσης και πανικού. Παρά το ότι η Δεξιά χρησιμοποιεί ως κοινωνικό στήριγμα είτε τον φόβο (ότι θα βγούμε από το ευρώ, ότι κοινωνία και οικονομία υπό αριστερή διακυβέρνηση θα καταρρεύσουν κ.λπ.), είτε την απογοήτευση ευρύτερων στρωμάτων για τη δυνατότητα βελτίωσης της κατάστασης, είτε τον κοινωνικό αυτοματισμό, εργαλεία όλα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού φαίνεται ότι η νεοφιλελεύθερη νομιμοποίηση καταντά ισχνή και οδηγεί σε μια ψευδοηγεμονία και σε μια εκβιασμένη και καταναγκαστικά αποσπασμένη κοινωνική συναίνεση.
Η Ν.Δ. μετατοπίζει, έτσι, για μια ακόμη φορά την ατζέντα στο νεοσυντηρητικό έως και ακροδεξιό «νόμο και τάξη», στην τρομοϋστερία και στην αντιδημοκρατική στρατηγική. Οι επιθέσεις των εκπροσώπων Τύπου της Νέας Δημοκρατίας θυμίζουν έντονα το «μαύρο καλοκαίρι» του 2002.
Κατά τη γνωστή διαδικασία εξάρθρωσης των ενόπλων οργανώσεων οι αστικές δυνάμεις και ιδίως το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ των Σημίτη/ Χρυσοχοΐδη επιχείρησαν να αποδυναμώσουν καίρια τον δημοκρατικό νομικό πολιτισμό και την ισχύ των συνταγματικών δικαιωμάτων. Οι κατηγορούμενοι ως «τρομοκράτες» όχι μόνο δικάσθηκαν με έναν ειδικό νόμο που είχε τεθεί έναν χρόνο πριν (τον «τρομονόμο» του 2001) αλλά αντιμετωπίσθηκαν ως άτομα χωρίς δικαιώματα και χωρίς το τεκμήριο αθωότητας, τέθηκαν εξ αρχής όλοι ανεξαιρέτως σε απομόνωση και οι συνήγοροί τους λοιδορήθηκαν από τα ΜΜΕ και τα κρατικά στελέχη ως συνεργοί και φίλοι της τρομοκρατίας κατά τις γνωστές γερμανικές και βρετανικές συνταγές, ενώ τα τηλεδικεία ενέτασσαν κάθε μέρα και νέα πρόσωπα στον κατάλογο υπόπτων.
Παρά το γεγονός ότι η έννοια του «πολιτικού κρατουμένου» προσιδιάζει βασικά σε όσους κατηγορούνται για τις απόψεις τους και όχι για εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, η πολιτεία έδωσε μια τόσο μεγάλη έμφαση στο ειδικό καθεστώς των κατηγορουμένων και στη σχέση πολιτικής εχθρότητας με αυτούς, ώστε να αντιμετωπίζει η ίδια τους κατηγορουμένους (και φυσικά και αυτούς που αθωώθηκαν όπως ο Γιάννης Σερίφης και άλλοι) ως πολιτικούς κρατουμένους. Το ότι κάποιοι αριστεροί ή και δημοκράτες νομικοί ανταποκρίθηκαν στον θεσμικό και επιστημονικό τους ρόλο επί χρόνια και μάλιστα σε κρίσιμες περιόδους θεωρείται, σήμερα, σκάνδαλο από το κυβερνητικό κόμμα.
Περί πολιτικού εγκλήματος
Ένα ζήτημα που τέθηκε και τίθεται μέχρι σήμερα σε πείσμα των αντιδραστικών αντιλήψεων και πρακτικών είναι όχι μόνο η κριτική προς τις παραβιάσεις ατομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά και η προστασία της συνταγματικής έννοιας του πολιτικού εγκλήματος (άρθρο 97 Συντάγματος) καθώς και της αρμοδιότητας των μικτών δικαστηρίων ενόρκων για τα πολιτικά εγκλήματα. Πράγματι, οι μειοψηφικές ένοπλες πρακτικές που προέρχονται είτε από αριστερές ή αναρχικές ή ακόμη και από ακροδεξιές ομάδες, αποτελούν τον πυρήνα του πολιτικού εγκλήματος, παρά την επιμονή των ποινικών δικαστηρίων να αρνούνται αυτήν την σχέση και να συρρικνώνουν μέχρις εξαφάνισης το πολιτικό έγκλημα, και δεν είναι απλώς μια μορφή Μαφίας.
Αν περιορίσεις το πολιτικό έγκλημα την στιγμή της επανάστασης ή του πραξικοπήματος, καμία πράξη δεν θα εκδικάζεται ποτέ ως πολιτικό έγκλημα. Αυτή η ευρύτερη λογική περί πολιτικού εγκλήματος δεν πηγάζει από μια μαρξιστική-λενινιστική εμμονή, αλλά από μια αντίληψη των ίδιων των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και των τότε εκπροσώπων τους, η οποία αναγνώριζε διαφορετικού τύπου κίνητρα και διαβαθμισμένες ηθικοπολιτικές αξιολογήσεις μεταξύ πολιτικού και κοινού εγκλήματος και, άρα, και διαβαθμισμένη κοινωνική απαξία (αστοί ποινικολόγοι όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς μιλούσαν τη δεκαετία του 1920 στην Ελλάδα για την «ευγενή μορφή του πολιτικού εγκληματίου»). Διαφορετικής τάξης είναι το ζήτημα ότι η μαζική Αριστερά επικρίνει αυτές τις μορφές δράσης με σκεπτικό που αφορά είτε την πολιτική τους αποτελεσματικότητα είτε τις αρνητικές τους συνέπειες είτε την ηθικοπολιτική τους αξιολόγηση.
Όμως, η φιλοσοφία της Δεξιάς δεν είναι μια ειρηνιστική και ανθρωπιστική ιδεολογία. Πρόκειται για μια δύναμη, η οποία εξυμνεί τον πόλεμο, την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα αλλά και τη βία, όταν ασκείται εντός του πεδίου του κρατικού μονοπωλίου και μάλιστα ακόμη και τις εξόφθαλμα αυθαίρετες και έκνομες πρακτικές των κρατικών οργάνων ασφαλείας.
Απαγορεύεται και η… σκέψη
Επίσης, είναι εντυπωσιακή η σκοταδιστική επίθεση στην κριτική επιστήμη και την έρευνα. Θεωρείται απαράδεκτο το να ερευνά, να συζητά, να διαλέγεται ένας κοινωνικός επιστήμονας πάνω σε φαινόμενα όπως η πολιτική και κοινωνική βία και να αποκαλύπτει την ένταση της βίας, η οποία ενυπάρχει στην καπιταλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση αλλά και στην ειδικότερη προγραμματική βία του σημερινού ύστερου καπιταλισμού, καθώς και να ερευνά τις αιτίες της γένεσης μορφών κοινωνικής και πολιτικής αντιβίας.
Θεωρείται αδιανόητη, ακόμη και πέραν του επιστημονικού λόγου, η φιλοσοφική, υπαρξιακή ή και λογοτεχνική ακόμη προσέγγιση στα φαινόμενα της παραβατικότητας και της βίας και ιδίως εκείνες οι προσεγγίσεις που εμπεριέχουν αντιφάσεις και δεν είναι στερεοτυπικές («με το νόμο»/ «με τον κακούργο εγκληματία»). Ουσιαστικά, οι άνθρωποι, οι άντρες και γυναίκες, που εκπροσωπούν τη Ν.Δ. θα έπρεπε να πάψουν να διαβάζουν ακόμη και αστυνομικά μυθιστορήματα ή να βλέπουν αστυνομικές ταινίες, αν ήθελαν να είναι πολιτικά συνεπείς. Αυτή η κατάληξη μας λέει κάποια πράγματα και για την αντιδραστική ιστορική εξέλιξη της αστικής τάξης από τον πολιτικό φιλελευθερισμο του 18ου αιώνα ώς τον νεοφιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό χειμώνα του 21ου αιώνα.
Ένα κόμμα που επικαλείται τον «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό» (ο οποίος κατά τους ίδιους οδήγησε στην «σοβιετική Ελλάδα» της μεταπολίτευσης - αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι, όμως) και την προστασία της αστικής δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καλεί την «σταλινική» Αριστερά να διαγράψει τα φιλοτρομοκρατικά στελέχη της και να γίνει πιο «ομοιογενής» και πιο «καθαρή», σε συστημική πάντοτε βάση, και να επιζητεί τον πολιτιστικό, ιδεολογικό και κοινωνικό παγετώνα. Η Ν.Δ. του 2014 είναι το κόμμα του αστικού ολοκληρωτισμού. Την ίδια στιγμή η Ν.Δ. έρχεται να επικυρώσει τις πρακτικές κρατικής ασφάλειας που εισήγαγε μετά το 2001 η ελληνική σοσιαλδημοκρατία. Δεν βρισκόμαστε πια στη βάση της πολιτικής πολεμικής και αντιπαράθεσης, αλλά της έξαρσης του ανορθολογισμού και του πολιτικού σουρεαλισμού.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι δρ Νομικής, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς"
Η Ν.Δ. του 2014 είναι το κόμμα του αστικού ολοκληρωτισμού.
Η πρόσφατη επίθεση της Ν.Δ. στον ΣΥΡΙΖΑ για τη δήθεν σχέση του με την τρομοκρατία, αν και ανακίνησε μια παλιά πολεμική αυτού του κόμματος κατά της Αριστεράς, προσέλαβε και νέα χαρακτηριστικά. Ξεκίνησε με την ανακοίνωση της 8/1, όπου στοχοποιούνταν ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο γράφων και συνέχισε με ολόκληρους καταλόγους στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι μετείχαν με κάποια ιδιότητα στις «δίκες της τρομοκρατίας» κατά την γνωστή περίοδο 2003-2005. Ουσιαστικά, η στρατηγική της Δεξιάς επιδιώκει να απομονώσει στελέχη -αλλά και απόψεις και πρακτικές- εντός του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία επικρίνονται ως «ακραία» και φιλικά προς την ακροαριστερή βίαιη πολιτική πρακτική αλλά και να διασπάσει τον ιστό πολιτικής και ηθικής συνοχής εντός της Αριστεράς.
Η πρόσφατη επίθεση της Νέας Δημοκρατίας καταδεικνύει μια βαθιά κρίση πολιτικής ηγεμονίας αυτού του κόμματος στην ελληνική κοινωνία και μια συνείδηση απόγνωσης και πανικού. Παρά το ότι η Δεξιά χρησιμοποιεί ως κοινωνικό στήριγμα είτε τον φόβο (ότι θα βγούμε από το ευρώ, ότι κοινωνία και οικονομία υπό αριστερή διακυβέρνηση θα καταρρεύσουν κ.λπ.), είτε την απογοήτευση ευρύτερων στρωμάτων για τη δυνατότητα βελτίωσης της κατάστασης, είτε τον κοινωνικό αυτοματισμό, εργαλεία όλα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού φαίνεται ότι η νεοφιλελεύθερη νομιμοποίηση καταντά ισχνή και οδηγεί σε μια ψευδοηγεμονία και σε μια εκβιασμένη και καταναγκαστικά αποσπασμένη κοινωνική συναίνεση.
Η Ν.Δ. μετατοπίζει, έτσι, για μια ακόμη φορά την ατζέντα στο νεοσυντηρητικό έως και ακροδεξιό «νόμο και τάξη», στην τρομοϋστερία και στην αντιδημοκρατική στρατηγική. Οι επιθέσεις των εκπροσώπων Τύπου της Νέας Δημοκρατίας θυμίζουν έντονα το «μαύρο καλοκαίρι» του 2002.
Κατά τη γνωστή διαδικασία εξάρθρωσης των ενόπλων οργανώσεων οι αστικές δυνάμεις και ιδίως το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ των Σημίτη/ Χρυσοχοΐδη επιχείρησαν να αποδυναμώσουν καίρια τον δημοκρατικό νομικό πολιτισμό και την ισχύ των συνταγματικών δικαιωμάτων. Οι κατηγορούμενοι ως «τρομοκράτες» όχι μόνο δικάσθηκαν με έναν ειδικό νόμο που είχε τεθεί έναν χρόνο πριν (τον «τρομονόμο» του 2001) αλλά αντιμετωπίσθηκαν ως άτομα χωρίς δικαιώματα και χωρίς το τεκμήριο αθωότητας, τέθηκαν εξ αρχής όλοι ανεξαιρέτως σε απομόνωση και οι συνήγοροί τους λοιδορήθηκαν από τα ΜΜΕ και τα κρατικά στελέχη ως συνεργοί και φίλοι της τρομοκρατίας κατά τις γνωστές γερμανικές και βρετανικές συνταγές, ενώ τα τηλεδικεία ενέτασσαν κάθε μέρα και νέα πρόσωπα στον κατάλογο υπόπτων.
Παρά το γεγονός ότι η έννοια του «πολιτικού κρατουμένου» προσιδιάζει βασικά σε όσους κατηγορούνται για τις απόψεις τους και όχι για εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, η πολιτεία έδωσε μια τόσο μεγάλη έμφαση στο ειδικό καθεστώς των κατηγορουμένων και στη σχέση πολιτικής εχθρότητας με αυτούς, ώστε να αντιμετωπίζει η ίδια τους κατηγορουμένους (και φυσικά και αυτούς που αθωώθηκαν όπως ο Γιάννης Σερίφης και άλλοι) ως πολιτικούς κρατουμένους. Το ότι κάποιοι αριστεροί ή και δημοκράτες νομικοί ανταποκρίθηκαν στον θεσμικό και επιστημονικό τους ρόλο επί χρόνια και μάλιστα σε κρίσιμες περιόδους θεωρείται, σήμερα, σκάνδαλο από το κυβερνητικό κόμμα.
Περί πολιτικού εγκλήματος
Ένα ζήτημα που τέθηκε και τίθεται μέχρι σήμερα σε πείσμα των αντιδραστικών αντιλήψεων και πρακτικών είναι όχι μόνο η κριτική προς τις παραβιάσεις ατομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά και η προστασία της συνταγματικής έννοιας του πολιτικού εγκλήματος (άρθρο 97 Συντάγματος) καθώς και της αρμοδιότητας των μικτών δικαστηρίων ενόρκων για τα πολιτικά εγκλήματα. Πράγματι, οι μειοψηφικές ένοπλες πρακτικές που προέρχονται είτε από αριστερές ή αναρχικές ή ακόμη και από ακροδεξιές ομάδες, αποτελούν τον πυρήνα του πολιτικού εγκλήματος, παρά την επιμονή των ποινικών δικαστηρίων να αρνούνται αυτήν την σχέση και να συρρικνώνουν μέχρις εξαφάνισης το πολιτικό έγκλημα, και δεν είναι απλώς μια μορφή Μαφίας.
Αν περιορίσεις το πολιτικό έγκλημα την στιγμή της επανάστασης ή του πραξικοπήματος, καμία πράξη δεν θα εκδικάζεται ποτέ ως πολιτικό έγκλημα. Αυτή η ευρύτερη λογική περί πολιτικού εγκλήματος δεν πηγάζει από μια μαρξιστική-λενινιστική εμμονή, αλλά από μια αντίληψη των ίδιων των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και των τότε εκπροσώπων τους, η οποία αναγνώριζε διαφορετικού τύπου κίνητρα και διαβαθμισμένες ηθικοπολιτικές αξιολογήσεις μεταξύ πολιτικού και κοινού εγκλήματος και, άρα, και διαβαθμισμένη κοινωνική απαξία (αστοί ποινικολόγοι όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς μιλούσαν τη δεκαετία του 1920 στην Ελλάδα για την «ευγενή μορφή του πολιτικού εγκληματίου»). Διαφορετικής τάξης είναι το ζήτημα ότι η μαζική Αριστερά επικρίνει αυτές τις μορφές δράσης με σκεπτικό που αφορά είτε την πολιτική τους αποτελεσματικότητα είτε τις αρνητικές τους συνέπειες είτε την ηθικοπολιτική τους αξιολόγηση.
Όμως, η φιλοσοφία της Δεξιάς δεν είναι μια ειρηνιστική και ανθρωπιστική ιδεολογία. Πρόκειται για μια δύναμη, η οποία εξυμνεί τον πόλεμο, την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα αλλά και τη βία, όταν ασκείται εντός του πεδίου του κρατικού μονοπωλίου και μάλιστα ακόμη και τις εξόφθαλμα αυθαίρετες και έκνομες πρακτικές των κρατικών οργάνων ασφαλείας.
Απαγορεύεται και η… σκέψη
Επίσης, είναι εντυπωσιακή η σκοταδιστική επίθεση στην κριτική επιστήμη και την έρευνα. Θεωρείται απαράδεκτο το να ερευνά, να συζητά, να διαλέγεται ένας κοινωνικός επιστήμονας πάνω σε φαινόμενα όπως η πολιτική και κοινωνική βία και να αποκαλύπτει την ένταση της βίας, η οποία ενυπάρχει στην καπιταλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση αλλά και στην ειδικότερη προγραμματική βία του σημερινού ύστερου καπιταλισμού, καθώς και να ερευνά τις αιτίες της γένεσης μορφών κοινωνικής και πολιτικής αντιβίας.
Θεωρείται αδιανόητη, ακόμη και πέραν του επιστημονικού λόγου, η φιλοσοφική, υπαρξιακή ή και λογοτεχνική ακόμη προσέγγιση στα φαινόμενα της παραβατικότητας και της βίας και ιδίως εκείνες οι προσεγγίσεις που εμπεριέχουν αντιφάσεις και δεν είναι στερεοτυπικές («με το νόμο»/ «με τον κακούργο εγκληματία»). Ουσιαστικά, οι άνθρωποι, οι άντρες και γυναίκες, που εκπροσωπούν τη Ν.Δ. θα έπρεπε να πάψουν να διαβάζουν ακόμη και αστυνομικά μυθιστορήματα ή να βλέπουν αστυνομικές ταινίες, αν ήθελαν να είναι πολιτικά συνεπείς. Αυτή η κατάληξη μας λέει κάποια πράγματα και για την αντιδραστική ιστορική εξέλιξη της αστικής τάξης από τον πολιτικό φιλελευθερισμο του 18ου αιώνα ώς τον νεοφιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό χειμώνα του 21ου αιώνα.
Ένα κόμμα που επικαλείται τον «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό» (ο οποίος κατά τους ίδιους οδήγησε στην «σοβιετική Ελλάδα» της μεταπολίτευσης - αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι, όμως) και την προστασία της αστικής δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καλεί την «σταλινική» Αριστερά να διαγράψει τα φιλοτρομοκρατικά στελέχη της και να γίνει πιο «ομοιογενής» και πιο «καθαρή», σε συστημική πάντοτε βάση, και να επιζητεί τον πολιτιστικό, ιδεολογικό και κοινωνικό παγετώνα. Η Ν.Δ. του 2014 είναι το κόμμα του αστικού ολοκληρωτισμού. Την ίδια στιγμή η Ν.Δ. έρχεται να επικυρώσει τις πρακτικές κρατικής ασφάλειας που εισήγαγε μετά το 2001 η ελληνική σοσιαλδημοκρατία. Δεν βρισκόμαστε πια στη βάση της πολιτικής πολεμικής και αντιπαράθεσης, αλλά της έξαρσης του ανορθολογισμού και του πολιτικού σουρεαλισμού.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι δρ Νομικής, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Δρόμος της Αριστεράς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου