«Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς. Αυτή παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, - «Οι Χαλασοχώρηδες»
Σαν σήμερα το 1911 πεθαίνει ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ.
Η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. Ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές.
Ο Αλέξανδρος βιώνει εξ απαλών ονύχων τη στέρηση, τη ζωή του χωριού και το εκκλησιαστικό τυπικό. Η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. Δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.
Για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Δουλεύει μεταφραστής στην «Εφημερίδα» του Δ. Κορομηλά και στο «Μη Χάνεσαι» του Βλ. Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον πάρει μαζί του και στην «Ακρόπολη» πάλι σαν μεταφραστή. Ο Γαβριηλίδης είναι αυτός που θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία.
Η «Ακρόπολη» θα δημοσιεύσει σε συνέχειες το μυθιστορήμά του «Η Γυφτοπούλα» (1884). Η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του. Το 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ».
Ακολουθούν τα ιστορικά - ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «Η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». Το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
Παρ' όλ' αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».
Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «Η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία. Δεν θα μείνει όμως εκεί. Με την πένα του θα στηλιτεύσει τα αστικά «ήθη» με έναν τρόπο που παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρος: «(...) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα». Και όλα αυτά μέσα από ένα ακατέργαστο μεν αλλά σαφές ταξικό ένστικτο: «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (...)». Ενώ στο διήγημα «Βενέτικα» αναφέρεται σαφώς σε έναν από τους τρόπους δημιουργίας και συσσώρευσης κεφαλαίου: «(...) Για ν' αποκτήσει κανείς γρόσια (...) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».
Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(...) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογίας διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (...)».
Είτε στην Αθήνα είτε στο νησί οι παρέες του είναι άνθρωποι του μόχθου. Η γλώσσα τους είναι η γλώσσα του ακόμη κι αν για άλλους λόγους - που δεν είναι του παρόντος - δεν την γράφει. Οταν η λογοτεχνική Αθήνα «γράφει» την εποποιία των καλλιτεχνικών καφενείων και των λογοτεχνικών σαλονιών, ο Παπαδιαμάντης συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και ψέλνει στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Στου Καχριμάνη, όπως αναφέρει ο Γιώργος Βαλέτας, ο Παπαδιαμάντης βρίσκει καλό κρασί, ανεπητίδευτη λαϊκή παρέα... και πίστωση από τον ιδιοκτήτη, τον κυρ-Δημήτρη. Ο οποίος σεβόταν τον λογοτέχνη πολύ και, εκτός από ευκολία στην πληρωμή, του είχε πάντα φυλαγμένο και φαγητό, εκτός από τις Τετάρτες και τις Παρασκευές που νήστευε. Τότε έτρωγε λαδερά από το γειτονικό μαγέρικο. Στο μπακάλικο του Καχριμάνη ο Παπαδιαμάντης θα περάσει δυο δεκαετίες στοχασμού, παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δημιουργίας.
Ακόμη και τις εποχές που έρχονται κάποια αξιοπρεπή χρήματα στα χέρια του από τις συνεργασίες του σε εφημερίδες και αφού ξεχρεώσει κάποια από τα προηγούμενα χρέη του, πάλι δεν θα φυλάξει δεκάρα, ενώ θα βοηθήσει και κόσμο φτωχότερο από εκείνον. Για το πώς εργαζόταν ο Παπαδιαμάντης στον Τύπο μας μεταφέρεται πάλι από τον Βαλέτα που παραθέτει μια συνομιλία του Π. Νιρβάνα με τον λογοτέχνη, όταν ο Παπαδιαμάντης δούλευε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη» το 1892. Ηταν μια εποχή που πληρωνόταν μεν καλύτερα, αλλά που... ξεχνούσε πώς είναι το φως του ήλιου, αφού εργαζόταν συνεχώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, μεταφράζοντας κομμάτια από αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες, ασταμάτητα και τις Κυριακές («σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα, μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις (...)»): «Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε. - Αφησέ με, του απάντησε ο Παπαδιαμάντης . Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Εχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει» (Γιώργος Βαλέτας «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις «ΓΙΟΒΑΝΗ»).
Μόλις το 1906, ο Βλαχογιάννης θα τον πάει στο καφενείο της Δεξαμενής (σ.σ. ένα από τα πλέον θρυλικά λογοτεχνικά στέκια με θαμώνες δημιουργούς όπως ο Βάρναλης και πολλούς άλλους) όπου τον φωτογραφίζει ο Νιρβάνας στην πασίγνωστη «ασκητική» φωτογραφία του. Παράλληλα, μεταφράζει - κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά - Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ.ά.
Το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. Το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. Στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του... τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»:«(...) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου (...)»...
Παρακάτω ένα σχετικό βίντεο από την τηλεοπτική εκπομπή που παρουσίαζαν ο Χρήστος Αβραμίδης και ο Αλέξανδρος Τριανταφύλλου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, - «Οι Χαλασοχώρηδες»
Σαν σήμερα το 1911 πεθαίνει ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ.
Η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. Ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές.
Ο Αλέξανδρος βιώνει εξ απαλών ονύχων τη στέρηση, τη ζωή του χωριού και το εκκλησιαστικό τυπικό. Η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. Δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.
Για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Δουλεύει μεταφραστής στην «Εφημερίδα» του Δ. Κορομηλά και στο «Μη Χάνεσαι» του Βλ. Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον πάρει μαζί του και στην «Ακρόπολη» πάλι σαν μεταφραστή. Ο Γαβριηλίδης είναι αυτός που θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία.
Η «Ακρόπολη» θα δημοσιεύσει σε συνέχειες το μυθιστορήμά του «Η Γυφτοπούλα» (1884). Η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του. Το 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ».
Ακολουθούν τα ιστορικά - ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «Η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». Το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
Παρ' όλ' αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».
Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «Η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία. Δεν θα μείνει όμως εκεί. Με την πένα του θα στηλιτεύσει τα αστικά «ήθη» με έναν τρόπο που παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρος: «(...) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα». Και όλα αυτά μέσα από ένα ακατέργαστο μεν αλλά σαφές ταξικό ένστικτο: «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (...)». Ενώ στο διήγημα «Βενέτικα» αναφέρεται σαφώς σε έναν από τους τρόπους δημιουργίας και συσσώρευσης κεφαλαίου: «(...) Για ν' αποκτήσει κανείς γρόσια (...) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».
Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(...) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογίας διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (...)».
Είτε στην Αθήνα είτε στο νησί οι παρέες του είναι άνθρωποι του μόχθου. Η γλώσσα τους είναι η γλώσσα του ακόμη κι αν για άλλους λόγους - που δεν είναι του παρόντος - δεν την γράφει. Οταν η λογοτεχνική Αθήνα «γράφει» την εποποιία των καλλιτεχνικών καφενείων και των λογοτεχνικών σαλονιών, ο Παπαδιαμάντης συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και ψέλνει στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Στου Καχριμάνη, όπως αναφέρει ο Γιώργος Βαλέτας, ο Παπαδιαμάντης βρίσκει καλό κρασί, ανεπητίδευτη λαϊκή παρέα... και πίστωση από τον ιδιοκτήτη, τον κυρ-Δημήτρη. Ο οποίος σεβόταν τον λογοτέχνη πολύ και, εκτός από ευκολία στην πληρωμή, του είχε πάντα φυλαγμένο και φαγητό, εκτός από τις Τετάρτες και τις Παρασκευές που νήστευε. Τότε έτρωγε λαδερά από το γειτονικό μαγέρικο. Στο μπακάλικο του Καχριμάνη ο Παπαδιαμάντης θα περάσει δυο δεκαετίες στοχασμού, παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δημιουργίας.
Ακόμη και τις εποχές που έρχονται κάποια αξιοπρεπή χρήματα στα χέρια του από τις συνεργασίες του σε εφημερίδες και αφού ξεχρεώσει κάποια από τα προηγούμενα χρέη του, πάλι δεν θα φυλάξει δεκάρα, ενώ θα βοηθήσει και κόσμο φτωχότερο από εκείνον. Για το πώς εργαζόταν ο Παπαδιαμάντης στον Τύπο μας μεταφέρεται πάλι από τον Βαλέτα που παραθέτει μια συνομιλία του Π. Νιρβάνα με τον λογοτέχνη, όταν ο Παπαδιαμάντης δούλευε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη» το 1892. Ηταν μια εποχή που πληρωνόταν μεν καλύτερα, αλλά που... ξεχνούσε πώς είναι το φως του ήλιου, αφού εργαζόταν συνεχώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, μεταφράζοντας κομμάτια από αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες, ασταμάτητα και τις Κυριακές («σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα, μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις (...)»): «Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε. - Αφησέ με, του απάντησε ο Παπαδιαμάντης . Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Εχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει» (Γιώργος Βαλέτας «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις «ΓΙΟΒΑΝΗ»).
Μόλις το 1906, ο Βλαχογιάννης θα τον πάει στο καφενείο της Δεξαμενής (σ.σ. ένα από τα πλέον θρυλικά λογοτεχνικά στέκια με θαμώνες δημιουργούς όπως ο Βάρναλης και πολλούς άλλους) όπου τον φωτογραφίζει ο Νιρβάνας στην πασίγνωστη «ασκητική» φωτογραφία του. Παράλληλα, μεταφράζει - κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά - Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ.ά.
Το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. Το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. Στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του... τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»:«(...) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου (...)»...
Παρακάτω ένα σχετικό βίντεο από την τηλεοπτική εκπομπή που παρουσίαζαν ο Χρήστος Αβραμίδης και ο Αλέξανδρος Τριανταφύλλου.
Κύρια πηγή της ανάρτησης ένα κείμενο του Γρηγόρης Τραγγανίδα που δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη»
Κοίτα να δεις κάτι πράγματα!ΚΚΕ ήταν κι ο κοσμοκαλόγερος;
ΑπάντησηΔιαγραφή