Pages

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Σλάβοϊ Ζίζεκ: Shoplifters of the World Unite


Η επανάληψη, σύμφωνα με τον Χέγκελ, παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στην ιστορία: όταν κάτι συμβαίνει μόνο μία φορά, μπορεί να εκληφθεί ως ατύχημα, κάτι που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η κατάσταση ήταν διαφορετική. Αλλά όταν το ίδιο γεγονός επαναλαμβάνεται είναι ένα σημάδι ότι εκτυλίσσεται μια βαθύτερη ιστορική διαδικασία. Όταν ο Ναπολέων έχασε στη Λειψία το 1813, φάνηκε σαν ατυχία. Όταν έχασε ξανά στο Βατερλό, ήταν σαφές ότι ο χρόνος του τελείωσε. Το ίδιο ισχύει και για τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Τον Σεπτέμβριο του 2008, παρουσιάστηκε από κάποιους ως μια ανωμαλία που θα μπορούσε να διορθωθεί μέσω καλύτερων κανόνων κλπ. Τώρα, που τα σημάδια των επαναλαμβανόμενων χρηματιστικών καταρρεύσεων συσσωρεύονται, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δομικό φαινόμενο.

Μας λένε ξανά και ξανά ότι ζούμε σε μια κρίση χρέους, και ότι όλοι πρέπει να μοιραστούμε το βάρος και να σφίξουμε το ζωνάρι μας. Όλοι, δηλαδή, εκτός από τους (πολύ) πλούσιους. Η ιδέα της μεγαλύτερης φορολόγησής τους είναι ταμπού: αν το κάναμε, συνεχίζει το επιχείρημα, οι πλούσιοι δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να επενδύσουν, λιγότερες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν και όλοι θα υποφέραμε. Ο μόνος τρόπος για να σωθούμε από τους δύσκολους καιρούς είναι οι φτωχοί να γίνουν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Τι πρέπει να κάνουν οι φτωχοί; Τι μπορούν να κάνουν;

Αν και οι ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο προκλήθηκαν από τον ύποπτο πυροβολισμό του Mark Duggan, όλοι συμφωνούν ότι εκφράζουν μια βαθύτερη αναταραχή – αλλά τι είδους; Όπως και στους πυρπολισμούς αυτοκινήτων στα παρισινά banlieues το 2005, οι ταραξίες του Ηνωμένου Βασιλείου [UK rioters] δεν είχαν κανένα μήνυμα να παραδώσουν. (Υπάρχει σαφής αντίθεση με τις μαζικές διαδηλώσεις των φοιτητών το Νοέμβριο του 2010, οι οποίες στράφηκαν επίσης στη βία. Οι φοιτητές έκαναν σαφές ότι απέρριπταν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τους ταραξίες με μαρξιστικούς όρους, ως μια στιγμή της ανάδυσης του επαναστατικού υποκειμένου. Ταιριάζουν πολύ καλύτερα στην εγελιανή έννοια του “όχλου”, εκείνων που βρίσκονται εκτός οργανωμένου κοινωνικού χώρου, που μπορούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους μόνο μέσα από “παράλογα” ξεσπάσματα καταστροφικής βίας – αυτό που ο Χέγκελ αποκαλούσε “αφηρημένη αρνητικότητα”.

Υπάρχει μια παλιά ιστορία για έναν εργάτη ύποπτο κλοπής: κάθε βράδυ, καθώς φεύγει από το εργοστάσιο, το καροτσάκι που σπρώχνει μπροστά του ελέγχεται προσεκτικά. Οι φρουροί δεν βρίσκουν τίποτα, είναι πάντα άδειο. Τελικά, η αλήθεια αποκαλύπτεται: αυτό που κλέβει ο εργάτης είναι τα ίδια τα καρότσια. Διέφευγε από τους φρουρούς η προφανής αλήθεια, όπως ακριβώς κι από τους σχολιαστές των ταραχών. Μας έλεγαν ότι η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σήμανε το τέλος της ιδεολογίας: η περίοδος των μεγάλων ιδεολογικών σχεδίων που έφταναν στο αποκορύφωμά τους με ολοκληρωτική [totalitarian] καταστροφή είχε παρέλθει. Είχαμε εισέλθει σε μια νέα εποχή ορθολογικής, πραγματιστικής πολιτικής. Εάν ο κοινός τόπος ότι ζούμε σε μια μετά-ιδεολογική εποχή αληθεύει υπό οποιαδήποτε έννοια, μπορούμε να το δούμε σε αυτό το πρόσφατο ξέσπασμα βίας. Ήταν μια διαμαρτυρία μηδενικού βαθμού, μια βίαιη δράση που δεν απαιτούσε τίποτα. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βρουν νόημα στις ταραχές, οι κοινωνιολόγοι και οι συντάκτες συσκότισαν το αίνιγμα που παρουσιάστηκε στις ταραχές.

Οι διαδηλωτές, αν και μη προνομιούχοι και ντε φάκτο κοινωνικά αποκλεισμένοι, δε ζούσαν στα όρια της λιμοκτονίας. Άνθρωποι με πολύ χειρότερους υλικούς περιορισμούς, μη πούμε για τις συνθήκες φυσικής και ιδεολογικής καταπίεσης, ήταν σε θέση να οργανωθούν σχηματίζοντας πολιτικές δυνάμεις με σαφές πρόγραμμα. Το γεγονός ότι οι ταραξίες δεν έχουν πρόγραμμα είναι επομένως από μόνο του κάτι που πρέπει να ερμηνευτεί: μας λέει πολλά για την ιδεολογικό-πολιτική δυσχέρειά μας και για το είδος της κοινωνίας που ζούμε, μια κοινωνία που εξυμνεί την επιλογή, αλλά στην οποία η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική επιλογή απέναντι στην επιβεβλημένη δημοκρατική συναίνεση είναι η τυφλές υστερικές πράξεις [acting out]. Η αντίθεση με το σύστημα δεν μπορεί πλέον να πάρει τη μορφή μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης, ή έστω ενός ουτοπικού σχεδίου, αλλά μονάχα να λάβει τη μορφή ενός ξεσπάσματος χωρίς νόημα. Ποιο το νόημα της εξυμνούμενης ελευθερίας μας στην επιλογή, όταν η μόνη επιλογή είναι μεταξύ της τήρησης των νόμων και της (αυτο)καταστροφικής βίας;

Ο Alain Badiou έχει υποστηρίξει ότι ζούμε σε έναν κοινωνικό χώρο που βιώνεται ολοένα και περισσότερο σαν “ά-κοσμος” [“wordless”]: σε έναν τέτοιο χώρο, η μόνη μορφή που μπορεί να πάρει η διαμαρτυρία είναι η βία άνευ νοήματος. Ίσως αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους του καπιταλισμού: αν και χάρη στο γεγονός ότι είναι παγκόσμιος περικλείει όλο το κόσμο, διατηρεί έναν “ά-κοσμο” ιδεολογικό αστερισμό στον οποίο οι άνθρωποι στερούνται τους τρόπους εντοπισμού [locating] νοήματος. Το θεμελιώδες δίδαγμα της παγκοσμιοποίησης είναι ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ταιριάξει σε όλους τους πολιτισμούς, από τους χριστιανούς μέχρι τους ινδουιστές και τους βουδιστές, από τη Δύση μέχρι την Ανατολή. Δεν υπάρχει παγκόσμια “καπιταλιστική κοσμοθεωρία”, ούτε καθαυτό “καπιταλιστικός πολιτισμός”. Η παγκόσμια διάσταση του καπιταλισμού αντιπροσωπεύει την αλήθεια δίχως νόημα.

Το πρώτο συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε από τις ταραχές, συνεπώς, είναι ότι και οι συντηρητικές και οι φιλελεύθερες αντιδράσεις στην αναταραχή είναι ανεπαρκείς. Η συντηρητική αντίδραση ήταν αναμενόμενη: δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για τέτοιο βανδαλισμό˙ οφείλει κανείς να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για την επαναφορά της τάξης˙ για να αποτραπούν επιπλέον εκρήξεις αυτού του είδους δεν χρειαζόμαστε περισσότερη ανοχή και κοινωνική βοήθεια αλλά περισσότερη πειθαρχία, σκληρή δουλειά και αίσθηση υπευθυνότητας. Το λάθος αυτής της προσέγγισης δεν είναι μόνο ότι αγνοεί την απελπιστική κοινωνική κατάσταση που ωθεί τους νέους σε βίαια ξεσπάσματα αλλά, ίσως πιο σημαντικό, αγνοεί ότι σε αυτά τα ξεσπάσματα αντηχούν οι κρυφές προκείμενες της ίδιας της συντηρητικής ιδεολογίας. Όταν τη δεκαετία του 1990, οι Συντηρητικοί λάνσαραν την καμπάνια “επιστροφή στα βασικά” ["back to basics"], το αισχρό της συμπλήρωμα αποκαλύφθηκε από τον Norman Tebbitt: “Ο άνθρωπος δεν είναι απλά ένα κοινωνικό ζώο αλλά και ένα ζώο με μαρκαρισμένη περιοχή [terittorial]. Πρέπει να αποτελέσει μέρος της ατζέντας μας η ικανοποίηση εκείνων των βασικών ενστίκτων του πρωτόγονου φυλετισμού [tribalism] και του εδαφικού τοπικισμού [territoriality]“. Αυτό αφορούσε πραγματικά η “επιστροφή στα βασικά”: η αποδέσμευση του βαρβάρου που καιροφυλαχτούσε κάτω από την φαινομενικά πολιτισμένη, αστική κοινωνία, μέσω της ικανοποίησης των “βασικών ενστίκτων” του βαρβάρου. Στη δεκαετία του 1960, ο Herbert Marcuse εισήγαγε την έννοια της “καταπιεστικής απομεταρσίωσης” [repressive desublimation] για να εξηγήσει την “σεξουαλική απελευθέρωση”: οι ανθρώπινες ορμές θα μπορούσαν να απομεταρσιωθούν [desublimated] , και ακόμα να υπόκεινται στον καπιταλιστικό έλεγχο – βλέπε, βιομηχανία πορνό. Στους βρετανικούς δρόμους κατά τη διάρκεια της αναταραχής αυτό που είδαμε δεν ήταν άνθρωποι υποβιβασμένοι σε “κτήνη”, αλλά την απογυμνωμένη μορφή του “κτήνους” που παράγεται από την καπιταλιστική ιδεολογία.

Εν τω μεταξύ οι αριστεροί φιλελεύθεροι, ακόμη λιγότερο αναπάντεχα, παρέμειναν πιστοί στην επωδό τους για κοινωνικά προγράμματα και πρωτοβουλίες για την ένταξη, η παραμέληση των οποίων έχει στερήσει από τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς τις οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές τους: τα βίαια ξεσπάσματα είναι το μόνο μέσο που έχουν για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Αντί να παραδινόμαστε σε φαντασίωσης εκδίκησης, θα έπρεπε να κάνουμε μια προσπάθεια να καταλάβουμε τις βαθύτερες αιτίες των ξεσπασμάτων. Μπορούμε καν να φανταστούμε τι σημαίνει να είσαι νέος σε μια φτωχή, φυλετικά μικτή περιοχή, ύποπτος εκ των προτέρων, με την αστυνομία να σε παρενοχλεί, όχι μονάχα μη απασχολούμενος αλλά συχνά μη απασχολήσιμος, δίχως ελπίδα ή μέλλον; Συνεπάγεται ότι οι συνθήκες στις οποίες βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αναπόφευκτο το ότι θα το ρίξουν στους δρόμους. Το πρόβλημα αυτής της προσέγγισης, όμως, είναι ότι παραθέτει μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες που οδηγούν στις ταραχές. Όταν κάνει κανείς ταραχές, κάνει μια υποκειμενική δήλωση, υπόρρητα, για να δηλώσει πώς σχετίζεται με τις αντικειμενικές συνθήκες [στις οποίες βρίσκεται].

Ζούμε σε κυνικούς καιρούς, και είναι εύκολο να φανταστούμε έναν διαδηλωτή ο οποίος, όταν θα τον έπιαναν να λεηλατεί και να πυρπολεί ένα κατάστημα και πιεζόταν να δικαιολογηθεί., θα απαντούσε με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι κοινωνιολόγοι, επικαλούμενος τη μειωμένη κοινωνική κινητικότητα, την αυξανόμενη ανασφάλεια, την αποσύνθεση της πατρικής φιγούρας, την έλλειψη μητρικής αγάπης στα πρώτα παιδικά χρόνια. Ξέρει τι κάνει, λοιπόν, αλλά, παρόλ’ αυτά, το κάνει.

Δεν έχει νόημα να προβληματιζόμαστε ποιά από τις δύο αντιδράσεις, η συντηρητική ή η φιλελεύθερη, είναι η χειρότερη: όπως θα το έθετε ο Στάλιν, είναι και οι δύο χειρότερες, και αυτό περιλαμβάνει την προειδοποίηση αμφότερων πως ο πραγματικός κίνδυνος από αυτά τα ξεσπάσματα έγκειται στην αναμενόμενη ρατσιστική αντίδραση της “σιωπηλής πλειοψηφίας”. Μια από τις μορφές που πήρε αυτή η αντίδραση ήταν η ‘πρωτόγονη φυλετική’ [tribal] δραστηριότητα των τοπικών (τουρκικών, καραϊβικών, Σιχ) κοινοτήτων οι οποίες οργάνωσαν γρήγορα τις δικές τους μονάδες περιφρούρησης για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Οι καταστηματάρχες είναι μικροαστοί που υπερασπίζονται την ιδιοκτησία απέναντι σε μια γνήσια, αν και βίαιη, διαμαρτυρία κατά του συστήματος; Ή εκπροσωπούν την εργατική τάξη αντιπαλεύοντας τις δυνάμεις της κοινωνικής αποσύνθεσης; Κι εδώ επίσης κανείς θα έπρεπε να απορρίψει τις απαιτήσεις να επιλέξει πλευρά. Η αλήθεια είναι πως η διαμάχη ήταν ανάμεσα σε δύο πόλους των μη προνομιούχων: εκείνων που έχουν πετύχει να λειτουργούν εντός του συστήματος εναντίον εκείνων που είναι πάρα πολύ αγανακτισμένοι για να συνεχίσουν να προσπαθούν. Η βία των ταραξιών κατευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά κατά των δικών τους. Τα αμάξια που πυρπολήθηκαν και τα μαγαζιά που λεηλατήθηκαν δεν ήταν σε πλούσιες γειτονιές, αλλά σε αυτές των ταραξιών. Η διαμάχη δεν είναι μεταξύ διαφορετικών κομματιών της κοινωνίας· είναι, στην πιο ριζική της μορφή, η διαμάχη μεταξύ κοινωνίας και κοινωνίας, μεταξύ εκείνων που έχουν τα πάντα και εκείνων χωρίς τίποτα, να χάσουν· μεταξύ εκείνων που δε διακυβεύεται τίποτα στην κοινότητά τους και εκείνων που διακυβεύονται τα πάντα.

Ο Zygmunt Bauman χαρακτήρισε τις ταραχές ως πράξεις “ελαττωματικών και ακατάλληλων καταναλωτών”: πάνω απ’ όλα, ήταν εκδήλωση μιας καταναλωτικής επιθυμίας πραγματωμένης βίαια όταν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με “ορθό” τρόπο – με ψώνια. Ως εκ τούτου, περιέχουν επίσης μια στιγμή γνήσιας διαμαρτυρίας, με τη μορφή μιας ειρωνικής απάντησης στην καπιταλιστική ιδεολογία: “Μας καλείτε να καταναλώσουμε ενώ ταυτόχρονα μας στερείτε τα μέσα να το κάνουμε ορθά – έτσι εδώ το κάνουμε με τον μόνο τρόπο που μπορούμε!” Οι ταραχές είναι ένα παράδειγμα της υλικής δύναμης της ιδεολογίας – αυτά, μάλλον, όσον αφορά την “μετα-ιδεολογική κοινωνία”. Από μια επαναστατική οπτική γωνία, το πρόβλημα με τις ταραχές δεν είναι η βία ως τέτοια, αλλά το γεγονός ότι η βία δεν είναι αληθινά αυτο-επιβεβαιούμενη. Είναι ανίκανη οργή και απελπισία μασκαρεμένες ως επίδειξη δύναμης· είναι ζήλεια μασκαρεμένη ως θριαμβευτικό καρναβάλι.

Οι ταραχές πρέπει να τοποθετηθούν [situated] σε σχέση με ένα άλλο είδος βίας που η σημερινή φιλελεύθερη πλειοψηφία αντιλαμβάνεται ως απειλή για τον τρόπο ζωής μας: τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Και στις δύο περιστάσεις, η βία και η αντιβία μπλέκονται σε ένα φαύλο κύκλο γεννώντας η κάθε μία τις δυνάμεις που προσπαθεί να καταπολεμήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με τυφλά passages à l’acte [περάσματα στην πράξη], στα οποία η βία είναι η υπόρρητη παραδοχή της ανικανότητας. Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τις ταραχές στη Μεγάλη Βρετανία ή στο Παρίσι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις διενεργούνται στην υπηρεσία του απόλυτου Νοήματος που παρέχει η θρησκεία.

Όμως, οι Αραβικές εξεγέρσεις δεν ήταν μια συλλογική πράξη αντίστασης που απέφυγε την ψεύτικη εναλλακτική της αυτοκαταστροφικής βίας και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού; Δυστυχώς, το αιγυπτιακό καλοκαίρι του 2011 θα μνημονεύεται πως σήμανε το τέλος της επανάστασης, η περίοδος στην οποία καταπνίχθηκε το χειραφετητικό δυναμικό της. Οι νεκροθάφτες της είναι ο στρατός και οι Ισλαμιστές. Το περίγραμμα της συμφωνίας μεταξύ στρατού (που είναι ο στρατός του Μουμπάρακ) και Ισλαμιστών (που είχαν περιθωριοποιηθεί τους πρώτους μήνες του ξεσηκωμού αλλά τώρα κερδίζουν έδαφος) ξεκαθαρίζει όλο και περισσότερο: οι Ισλαμιστές θα ανεχθούν τα υλικά προνόμια του στρατού και ως αντάλλαγμα θα διασφαλίσουν την ιδεολογική ηγεμονία. Οι χαμένοι θα είναι οι φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι, πολύ αδύναμοι – παρά τη χρηματοδότηση της CIA που λαμβάνουν – για να “προωθήσουν τη δημοκρατία”, καθώς και οι πραγματικοί φορείς των συμβάντων της άνοιξης, η αναδυόμενη κοσμική αριστερά που προσπαθεί να στήσει ένα δίκτυο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, από σωματεία μέχρι φεμινιστές. Η γοργή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αργά ή γρήγορα θα φέρει τους φτωχούς, που ήταν κατά κόρον απόντες από τις διαδηλώσεις της άνοιξης, στους δρόμους. Θα υπάρξει μάλλον μια νέα έκρηξη , και το δύσκολο ερώτημα για τα πολιτικά υποκείμενα της Αιγύπτου είναι ποιος θα πετύχει να κατευθύνει την οργή των φτωχών; Ποιος θα τη μεταφράσει σε πολιτικό πρόγραμμα: η νέα κοσμική αριστερά ή οι Ισλαμιστές;

Η κυρίαρχη αντίδραση της δυτικής κοινής γνώμης απέναντι στη συμφωνία μεταξύ Ισλαμιστών και στρατού χωρίς αμφιβολία θα είναι μια θριαμβευτική επίδειξη κυνικής σοφίας: θα μας πούνε ότι, όπως ξεκαθαρίστηκε με την περίπτωση του (μη Αραβικού) Ιράν οι λαϊκοί ξεσηκωμοί στις αραβικές χώρες καταλήγουν πάντα στον στρατευμένο Ισλαμισμό. Ο Μουμπάρακ θα εμφανιστεί σαν να ήταν ένα πολύ μικρότερο κακό – καλύτερα να κρατήσεις το διάβολο που ξέρεις παρά να πειραματίζεσαι με τη χειραφέτηση. Απέναντι σε τέτοιον κυνισμό, πρέπει κανείς να παραμείνει χωρίς προϋποθέσεις πιστός στο ριζοσπαστικό-χειραφετητικό πυρήνα του αιγυπτιακής εξέγερσης.

Αλλά θα πρέπει να αποφύγουμε και τον πειρασμό του ναρκισσισμού της χαμένης υπόθεσης: είναι πάρα πολύ εύκολο να θαυμάζεις την υψηλή [sublime] ομορφιά των καταδικασμένων σε αποτυχία εξεγέρσεων. Η σημερινή αριστερά αντιμετωπίζει το πρόβλημα της “καθορισμένης άρνησης”: ποιά νέα τάξη θα πρέπει να αντικαταστήσει την παλιά μετά την εξέγερση, όταν ο υψηλός ενθουσιασμός της πρώτης στιγμής έχει τελειώσει; Σε αυτό το πλαίσιο, το μανιφέστο των Ισπανών indignados, που εκδόθηκε μετά τις διαδηλώσεις τους το Μάιο, είναι αποκαλυπτικό. Το πρώτο πράγμα που χτυπά στο μάτι είναι ο στοχευμένα απολίτικος τόνος: “Μερικοί από εμάς θεωρούμε τους εαυτούς μας προοδευτικούς, άλλοι συντηρητικούς. Μερικοί από εμάς είναι πιστοί, άλλοι όχι. Μερικοί από εμάς έχουν σαφώς καθορισμένη ιδεολογία, άλλοι είναι απολίτικοι, αλλά είμαστε όλοι ανήσυχοι και θυμωμένοι για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική προοπτική που βλέπουμε γύρω μας: η διαφθορά μεταξύ των πολιτικών, επιχειρηματιών, τραπεζιτών, μας αφήνει αβοήθητους, χωρίς φωνή”. Διαμαρτύρονται για λογαριασμό των “αναφαίρετων αληθειών που πρέπει να τηρούνται στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη προσωπική ανάπτυξη και τα δικαιώματα των καταναλωτών για μια υγιή και ευτυχισμένη ζωή”. Απορρίπτοντας τη βία, ζητούν μια “ηθική επανάσταση. Αντί να τοποθετούνται τα χρήματα πάνω από τους ανθρώπους, να τοποθετηθούν εκ νέου στην υπηρεσία τους. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι προϊόν αυτού που αγοράζω, του λόγου που το αγοράζω και του από ποιόν το αγοράζω”. Ποιος θα είναι οι φορείς αυτής της επανάστασης; Οι indignados [αγανακτισμένοι] έχουν απορρίψει το σύνολο της πολιτικής τάξης, δεξιά και αριστερά, ως διεφθαρμένη και ελεγχόμενη από τη δίψα για εξουσία, παρόλ’ αυτά το μανιφέστο αποτελείται από μια σειρά αιτημάτων που απευθύνεται σε –ποιόν; Όχι στους ίδιους τους ανθρώπους: οι indignados δεν υποστηρίζουν (μέχρι στιγμής) ότι κανένας άλλος δεν θα το κάνει για αυτούς, ότι οι ίδιοι πρέπει να γίνουν η αλλαγή που θέλουν να δουν. Και αυτή είναι η θανάσιμη αδυναμία των πρόσφατων διαμαρτυριών: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που δεν είναι σε θέση να μεταμορφωθεί σε ένα θετικό πρόγραμμα κοινωνικοπολιτικής αλλαγής. Εκφράζουν ένα πνεύμα της εξέγερσης, χωρίς επανάσταση.

Η κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται πιο ελπιδοφόρα, κάτι που οφείλεται μάλλον στην πρόσφατη παράδοση προοδευτικής αυτό-οργάνωσης (η οποία εξαφανίστηκε στην Ισπανία μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο). Αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας δείχνει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο ισότητας και ελευθερίας χωρίς κεντρική αρχή να τον ρυθμίζει, ένα δημόσιο χώρο όπου σε όλους παραχωρούνται ίσα χρονικά διαστήματα για να μιλήσουν και ούτω καθεξής. Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητούν τι να κάνουν στη συνέχεια, πώς να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία, η πλειοψηφική άποψη ήταν ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια άμεση απόπειρα κατάληψης της κρατικής εξουσίας, αλλά ένα κίνημα που θα έχει ως στόχο να ασκήσει πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν είναι αρκετό για να επιβάλει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, κανείς χρειάζεται ένα ισχυρό σώμα σε θέση να καταλήξει σε γρήγορες αποφάσεις και να τις υλοποιήσει με όλη την απαραίτητη σκληρότητα.

Αναδημοσίευση από ilesxi

1 σχόλιο:

  1. Μεταφρασμένες και κάποιες σκέψεις κριτικής προς το κείμενο του από τον Aliz Alizadeh

    http://ilesxi.wordpress.com/2011/08/22/aliz-alizadeh-%ce%ba%ce%ac%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b5%cf%82-%cf%80%cf%81%cf%8e%cf%84%ce%b5%cf%82-%ce%b2%cf%81%ce%b1%ce%b4%ce%b9%ce%bd%ce%ad%cf%82-%cf%83%ce%b7%ce%bc%ce%b5%ce%b9%cf%8e%cf%83%ce%b5%ce%b9/

    ΑπάντησηΔιαγραφή