Της Μαρίας Π.
Άκου Έλληνα, με κάνεις να ασφυκτιώ τόσο πολύ, ώστε είπα να μοιραστώ μαζί σου τις σκέψεις μου. Δεν τρέφω καμιά ελπίδα ότι θα τις διαβάσεις ή ότι θα διορθωθείς ή ότι θα σκιρτήσει μέσα στο αδρανοποιημένο νοητικό σου σύστημα μια ικμάδα αντίδρασης, όμως θα γεμίσω αυτό το μικρό λευκό χαρτί που ’χω μπροστά μου με μολυβιές και θα το κλείσω σ’ένα μπουκάλι. Και θα στείλω το μπουκαλάκι μου στο διαδικτυακό ωκεανό, δίχως να ελπίζω σε τίποτα, όπως οι ναυαγοί που’χουν χάσει κάθε ελπίδα να ξαναγυρίσουν στο παλιό τους κόσμο και αποφασίζουν να διασκεδάσουν με ό,τι απλό τους περιτριγυρίζει.
Θα σου απευθύνω το λόγο σε πρώτο πρόσωπο, γιατί σε γνωρίζω θαρρώ καλά, ζω μαζί σου βλέπεις από στατιστικό ατύχημα αρκετά χρόνια. Αποβάλλω κάθε έπαρση ή ελιτισμό, μακριά από μένα αυτά. Ίσως είμαι η πιο αμόρφωτη απ’όλους τους μορφωμένους, η πιο φοβισμένη απ’όλους τους γενναίους, αλλά είμαι περήφανη που δεν έχω καμία σχέση με τα μούτρα σου και δεν θέλω να αναπνέω μαζί σου ούτε το ίδιο οξυγόνο.
Από πού θα ’θελες να ξεκινήσουμε Ελληνάκο; Από το μακρινό παρελθόν, το πρόσφατο ή το παρόν; Μα τι σημασία έχει; Ο διαχρονικά δούλος μόνο την υφή των αλυσίδων αλλάζει. Θα σε σκορπίσω πάνω στο τραπέζι σαν σημαδεμένη τράπουλα και θα σ’ αποδομήσω χαρτί χαρτί.
Συνήθισες τόσο στη σκλαβιά που έγινες εχθρός της ελευθερίας. Η αγαπημένη σου παροιμία είναι το «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη». Γι’αυτό λοιπόν, ζεις στον αιώνιο χειμώνα σου ξορκίζοντας τους κούκους. «Εγώ θα βγάλω το φίδι από τη τρύπα;», λες και ξαναλές. Και τώρα ήρθε το φίδι στη δική σου τρύπα.
Σε φαντάζομαι στο χνουδωτό καναπέ σου να κρατάς σφιχτά το τηλεκοντρόλ σου και ακουμπώντας το στη σαπιοκοιλιά σου να αναφωνείς ανάμεσα σε ρεψίματα «όλοι ίδιοι είναι», καθώς μόλις πριν λίγο δέχτηκες μία ακόμα πλύση εγκεφάλου από το αγαπημένο σου δελτίο ειδήσεων.
Παλαιότερα ήλπιζα ότι δεν είναι δυνατό, κάτι θα σε έκανε να σκεφτείς, θα σε κινητοποιούσε. Τώρα πια απλά σε λυπάμαι. Είσαι το πιο παθητικό και άξιο λύπησης πλάσμα από το ζωικό βασίλειο γύρω μου. Είσαι πιο ελεεινός από τα σκατά που ψηφίζεις. Είσαι πιο θλιβερός ακόμα και από τους ζάμπλουτους δημοσιογράφους που έμαθες να παπαγαλίζεις. Αφού το λένε αυτοί, δεν γίνεται, έτσι θα’ναι.
Φυτοζωείς με σκυμμένο το κεφάλι σου, κρυμμένος μες την τρύπα σου, βολεμένος στα ψίχουλα που σου πετάν, ζητιάνος και ικέτης, άβουλο και πειθαρχημένο πιόνι, χειροκροτητής της ίδιας μόνιμης παράστασης που’χει κομπάρσο εσένα. Ολόκληρη η κοσμοθεωρεία σου συμπυκνώνεται σε ένα τρίπτυχο, από το οποίο για πατρίδα σου εννοείς το δικό σου σπιτάκι ή, στην καλύτερη, τα γεωγραφικά όρια που με συρματόσκοινα έφραξαν τα όνειρά σου, για θρησκεία σου το φόβο, την υποταγή, την εγκράτεια και τη προσμονή για μια άλλη ζωή καλύτερη που δεν υπάρχει ρε κορόιδο και για οικογένειά σου την εξουσία. Εκεί μπορείς και εσύ σαν σωστός ελληναράς να βγάλεις το άχτι σου.
Και φέρνεις και παιδιά στο κόσμο για να τα κάνεις σαν τα δικά σου χάλια. Δε φτάνει που είσαι φύρα για την ίδια τη ζωή ελληνάκο, θέλεις να σκοτώσεις και την ελπίδα, κάνεις παιδιά και τα βαφτίζεις στο όνομα της αγίας τριάδας, τους διδάσκεις την αξία της δουλείας και κοπιάζεις πολύ γι’αυτά τα παιδιά. Έκτοτε έχεις και άλλοθι, πανάθεμά σε. Μονολογείς ότι εσύ πια δεν μπορείς να αγωνιστείς γιατί έχεις ευθύνες. Πρέπει να γλύψεις κατουρημένες ποδιές για να βολέψεις το θρεφτάρι σου σε μια σίγουρη θεσούλα. Η πρώτιστη ευθύνη σου κακομοίρη είναι να μη σου μοιάσουν τα παιδιά σου.
Σε θυμάμαι να κυματίζεις πλαστικά σημαιάκια, στο πέρασμα των καιρών η πράσινη σημαία σου έγινε μπλε, μετά τη ξαναβούτηξες στη πράσινη μπογιά, πάλι ξανά στη θαλασσιά έως ότου αποφάσισες ότι ήρθε η στιγμή να αισθανθείς αριστερός, τρομάρα σου, και περήφανα ψήφισες την ελπίδα. Μια ελπίδα που εσύ πρώτος έχεις φροντίσει με το δικό σου βίο να σβήσεις. Οι πιο τιποτένιοι από το συνάφι σου στράφηκαν στους ναζί. Για εκείνους δεν ξοδεύω μελάνι. Ανέκαθεν υπήρχαν εφιάλτες και προδότες, τώρα απέκτησαν και το εγκληματικό κόμμα που αξίζει στους απογόνους των ταγματασφαλιτών. Μα που βρέθηκαν περίπου μισό εκατομμύριο σκατόμυαλοι ξαφνικά ελληνάκο;
Μήπως ενέδωσες και εσύ στο πειρασμό να ξεβρομίσει η Ελλάδα; Μα τι σε ρωτώ; Μήπως θα το’λεγες; Είναι σα να σε ακούω…. «αφού είναι όλοι ίδιοι γιατί να μη δοκιμάσουμε και τους ναζί!». Αν θέλεις να ξεβρομίσει η Ελλάδα ελληνάκο ετοίμασε βαλίτσες και ξεκουμπίσου μια ώρα αρχύτερα.
Ελληνάκο, μη βιάζεσαι, δεν τελείωσα. Στο χώμα που πατάς χύθηκε ποτάμι αίματος από ανθρώπους διαφορετικής πάστας από τη δική σου. Κάθε ανάσα που παίρνεις οφείλεται σε αγώνες άλλων που δεν τους φτάνεις ούτε στο χιλιοστό του ίσκιου τους ακόμα και αν εκείνοι είναι ξαπλωμένοι και εσύ όρθιος. Προτίμησες όμως ποταπό ανθρωπάκι πάντοτε τον πλουτισμό από τη σοφία, την ασφάλειά σου από τον αγώνα.
Αντί να ακούσεις τι έλεγε ο Άρης προτίμησες τον Τσώρτσιλ, σκότωσες τον Μπελογιάννη και έχεις πάντα μια καλή κουβέντα στα χείλη σου για κάθε Μεταξά και Παπαδόπουλο.
Όλα γίνονται για την ασφάλειά σου. Από μικρό παιδί έμαθες να μην αντιμιλάς στους δασκάλους σου, να μην έχεις διαφορετική γνώμη έως ότου κατέληξες να μην έχεις καθόλου γνώμη. Ανάθεσες ό,τι σε αφορά σε άλλους. Ανάθεση, ελληνάκο. Λέξη κλειδί. Ανάθεσες την ίδια σου τη ζωή σε χέρια ξένα. Ανάθεσες τα όνειρά σου. Σκότωσες όση παιδικότητα και ανθρωπιά σου απέμεινε, έπνιξες την όποια εξεγερτικότητα φώλιαζε μέσα σου και τώρα, κενός και περίλυπος, οχτρεύεις όσους αγωνίζονται.
Οι χτεσινοί ληστοσυμμορίτες μετατράπηκαν σε τρομοκράτες, ταραχοποιά στοιχεία, αναρχοκομμουνιστές, οι οποίοι τολμούν να διαταράξουν την αιώνια γαλήνη σου. Ποιοι είναι αυτοί που θα αμφισβητήσουν την κεκτημένη σου σκλαβιά; Γι’αυτό ζήτησες περισσότερη ασφάλεια. Τώρα πια θα πρέπει να αισθάνεσαι ήσυχος. Μυριάδες κάμερες παρακολουθούν ό,τι κινείται και αναρίθμητοι μπάτσοι κάθε λογής πληρώνονται για να είσαι ασφαλείς εσύ, αρκεί βέβαια να μην διαβείς το κατώφλι σου, γιατί τότε θα γίνεις μέρος του κινδύνου.
Στη συνομοταξία σου όμως δεν θα αφήσω εκτός και τους «αριστερούς». Εκείνους τους τύπους με τις γεμάτες τσέπες και την επαναστατική φρασεολογία που προσπαθούν ματαίως να εισέλθουν και να μπαστακωθούν στα έδρανα της βουλής. Οι αριστεροί χαλίφηδες που αναζητούν το θρόνο του Βεζίρη, οι πυροσβέστες της οργής που περιμένουν τις συνθήκες να ωριμάσουν και έως τότε βολεύονται στα γρανάζια του συστήματος.
Σε είδα ελληνάκο να μπαίνεις σε υπουργικά γραφεία, να συναλλάσσεσαι με την εξουσία, να ζητάς ρουσφέτια για να ανταλλάξεις τη ψήφο σου, σε άκουσα να χειροκροτείς και να ζητωκραυγάζεις κοινούς απατεώνες, μύρισα ξανά και ξανά την αηδία που αποπέμπεις στον αέρα. Περνάς δίπλα από τους άστεγους και σταυροκοπιέσαι που εσύ έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και ένα πιάτο φαγητό. Αισθάνθηκα τη θλιβερή σου παρουσία σαν αγανακτισμένος πολίτης ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Είπες ότι σου παίρνουν τη δουλειά. Ότι αυτοί φταίνε για τη κρίση.
Έκανες μάλιστα τον μάγκα και τον καμπόσο απέναντι στους φτωχοδιάβολους. Αναπολείς τις μέρες της ευδαιμονίας, όταν η καπιταλιστική φούσκα ήταν στα φόρτε της, όταν ζούσες με δανεικά και κλεμμένα. Πως θα’θελες να είχες εκείνο το πορτοφόλι με τις πιστωτικές σου και πάλι, ε ελληνάκο; Πως θα ήθελες να έπαιζες ξανά στο χρηματιστήριο;
Τελικά ξέρεις κάτι ελληνάκο; Αυτός είναι ο καπιταλισμός. Και επειδή ο καπιταλισμός δεν είναι κάτι υπερφυσικό, μάθε ότι εσύ τον στηρίζεις. ΕΣΥ και κανένας άλλος. Εσύ καταναλώνεις, εσύ υποκύπτεις, εσύ ψηφίζεις, εσύ εν τέλει πληρώνεις. Τι είπες; Δεν έχεις πια χρήματα; Δεν πειράζει, έχουν άλλοι. Εσύ αρκεί να ζεις σαν δούλος και όλα θα λειτουργούν στην εντέλεια. Έχει προνοήσει και για εσένα το σύστημα. Θα ζεις μία ελάχιστα εγγυημένη ζωή με κάποιο ελάχιστα εγγυημένο εισόδημα. Γιατί αν πεινάσεις πολύ ίσως στροφάρει αλλιώς το μυαλό σου υποκινούμενο απ’το στομάχι σου και αυτό είναι επικίνδυνο. Έχουν γνώση βλέπεις οι καπιταλιστικοί φύλακες…
Πολλά χρόνια πίστευα ότι θα αλλάξεις. Δεν είναι ότι απογοητεύτηκα. Είναι ότι προσπάθησα πολύ μαζί με πολλούς ακόμα ανθρώπους να σου δείξω μια άλλη λύση, μα πρέπει να το πάρω απόφαση ότι δεν θέλεις. Δεν είναι ότι δεν μπορείς. Είναι ότι δεν θέλεις. Γράφει ο Primo Levi στο «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» για την απελευθέρωση των τελευταίων κρατούμενων στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου από του Σοβιετικούς: «Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρούνε υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει. Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε Γερμανοί.»
Γι’αυτό λοιπόν μάθε πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει χωρίς εσένα. Εσύ εκμηδενίστηκες. Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι ελληνάκο. Άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με σένα. Και εκείνοι πιθανόν έκαναν πολλά λάθη, όμως έμαθαν από τα λάθη τους. Εσύ φροντίζεις να τα επαναλαμβάνεις. Υπάρχουν άνθρωποι που ρίχνονται στη φωτιά, εγώ θα πέσω μαζί τους. Εσύ όταν δεις τη φλόγα πάρε πυροσβεστήρα. Κάποτε πίστευα ότι θα ξεκολλούσες από το καναπέ σου, τώρα θέλω μόνο το καναπέ σου, για το οδόφραγμα. Πολύ φοβάμαι ότι και τότε δεν θα σηκωθείς.
Ξέρω τι σκέφτεσαι ελληνάκο, ότι εγώ είμαι μία αθεράπευτα ρομαντική βλαμμένη που θα πεθάνω στη ψάθα ρισκάροντας τα πάντα, ενώ εσύ θα είσαι στο απυρόβλητο. Αφού μπορείς και κοιμάσαι ήσυχα, να’σαι καλά.
Κράτα πάντως ελληνάκο στο μυαλό σου τα λόγια του Χρήστου Τσιγαρίδα (τρομοκράτης ήταν και τούτος ελληνάκο), ο οποίος είπε:
«Δεν φτάνει που είμαστε μια χούφτα που πολεμάμε τη προστυχιά, μας ασκούν και κριτική όσοι βρίσκονται στο καναπέ».
Άκου Έλληνα, με κάνεις να ασφυκτιώ τόσο πολύ, ώστε είπα να μοιραστώ μαζί σου τις σκέψεις μου. Δεν τρέφω καμιά ελπίδα ότι θα τις διαβάσεις ή ότι θα διορθωθείς ή ότι θα σκιρτήσει μέσα στο αδρανοποιημένο νοητικό σου σύστημα μια ικμάδα αντίδρασης, όμως θα γεμίσω αυτό το μικρό λευκό χαρτί που ’χω μπροστά μου με μολυβιές και θα το κλείσω σ’ένα μπουκάλι. Και θα στείλω το μπουκαλάκι μου στο διαδικτυακό ωκεανό, δίχως να ελπίζω σε τίποτα, όπως οι ναυαγοί που’χουν χάσει κάθε ελπίδα να ξαναγυρίσουν στο παλιό τους κόσμο και αποφασίζουν να διασκεδάσουν με ό,τι απλό τους περιτριγυρίζει.
Θα σου απευθύνω το λόγο σε πρώτο πρόσωπο, γιατί σε γνωρίζω θαρρώ καλά, ζω μαζί σου βλέπεις από στατιστικό ατύχημα αρκετά χρόνια. Αποβάλλω κάθε έπαρση ή ελιτισμό, μακριά από μένα αυτά. Ίσως είμαι η πιο αμόρφωτη απ’όλους τους μορφωμένους, η πιο φοβισμένη απ’όλους τους γενναίους, αλλά είμαι περήφανη που δεν έχω καμία σχέση με τα μούτρα σου και δεν θέλω να αναπνέω μαζί σου ούτε το ίδιο οξυγόνο.
Από πού θα ’θελες να ξεκινήσουμε Ελληνάκο; Από το μακρινό παρελθόν, το πρόσφατο ή το παρόν; Μα τι σημασία έχει; Ο διαχρονικά δούλος μόνο την υφή των αλυσίδων αλλάζει. Θα σε σκορπίσω πάνω στο τραπέζι σαν σημαδεμένη τράπουλα και θα σ’ αποδομήσω χαρτί χαρτί.
Συνήθισες τόσο στη σκλαβιά που έγινες εχθρός της ελευθερίας. Η αγαπημένη σου παροιμία είναι το «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη». Γι’αυτό λοιπόν, ζεις στον αιώνιο χειμώνα σου ξορκίζοντας τους κούκους. «Εγώ θα βγάλω το φίδι από τη τρύπα;», λες και ξαναλές. Και τώρα ήρθε το φίδι στη δική σου τρύπα.
Σε φαντάζομαι στο χνουδωτό καναπέ σου να κρατάς σφιχτά το τηλεκοντρόλ σου και ακουμπώντας το στη σαπιοκοιλιά σου να αναφωνείς ανάμεσα σε ρεψίματα «όλοι ίδιοι είναι», καθώς μόλις πριν λίγο δέχτηκες μία ακόμα πλύση εγκεφάλου από το αγαπημένο σου δελτίο ειδήσεων.
Παλαιότερα ήλπιζα ότι δεν είναι δυνατό, κάτι θα σε έκανε να σκεφτείς, θα σε κινητοποιούσε. Τώρα πια απλά σε λυπάμαι. Είσαι το πιο παθητικό και άξιο λύπησης πλάσμα από το ζωικό βασίλειο γύρω μου. Είσαι πιο ελεεινός από τα σκατά που ψηφίζεις. Είσαι πιο θλιβερός ακόμα και από τους ζάμπλουτους δημοσιογράφους που έμαθες να παπαγαλίζεις. Αφού το λένε αυτοί, δεν γίνεται, έτσι θα’ναι.
Φυτοζωείς με σκυμμένο το κεφάλι σου, κρυμμένος μες την τρύπα σου, βολεμένος στα ψίχουλα που σου πετάν, ζητιάνος και ικέτης, άβουλο και πειθαρχημένο πιόνι, χειροκροτητής της ίδιας μόνιμης παράστασης που’χει κομπάρσο εσένα. Ολόκληρη η κοσμοθεωρεία σου συμπυκνώνεται σε ένα τρίπτυχο, από το οποίο για πατρίδα σου εννοείς το δικό σου σπιτάκι ή, στην καλύτερη, τα γεωγραφικά όρια που με συρματόσκοινα έφραξαν τα όνειρά σου, για θρησκεία σου το φόβο, την υποταγή, την εγκράτεια και τη προσμονή για μια άλλη ζωή καλύτερη που δεν υπάρχει ρε κορόιδο και για οικογένειά σου την εξουσία. Εκεί μπορείς και εσύ σαν σωστός ελληναράς να βγάλεις το άχτι σου.
Και φέρνεις και παιδιά στο κόσμο για να τα κάνεις σαν τα δικά σου χάλια. Δε φτάνει που είσαι φύρα για την ίδια τη ζωή ελληνάκο, θέλεις να σκοτώσεις και την ελπίδα, κάνεις παιδιά και τα βαφτίζεις στο όνομα της αγίας τριάδας, τους διδάσκεις την αξία της δουλείας και κοπιάζεις πολύ γι’αυτά τα παιδιά. Έκτοτε έχεις και άλλοθι, πανάθεμά σε. Μονολογείς ότι εσύ πια δεν μπορείς να αγωνιστείς γιατί έχεις ευθύνες. Πρέπει να γλύψεις κατουρημένες ποδιές για να βολέψεις το θρεφτάρι σου σε μια σίγουρη θεσούλα. Η πρώτιστη ευθύνη σου κακομοίρη είναι να μη σου μοιάσουν τα παιδιά σου.
Σε θυμάμαι να κυματίζεις πλαστικά σημαιάκια, στο πέρασμα των καιρών η πράσινη σημαία σου έγινε μπλε, μετά τη ξαναβούτηξες στη πράσινη μπογιά, πάλι ξανά στη θαλασσιά έως ότου αποφάσισες ότι ήρθε η στιγμή να αισθανθείς αριστερός, τρομάρα σου, και περήφανα ψήφισες την ελπίδα. Μια ελπίδα που εσύ πρώτος έχεις φροντίσει με το δικό σου βίο να σβήσεις. Οι πιο τιποτένιοι από το συνάφι σου στράφηκαν στους ναζί. Για εκείνους δεν ξοδεύω μελάνι. Ανέκαθεν υπήρχαν εφιάλτες και προδότες, τώρα απέκτησαν και το εγκληματικό κόμμα που αξίζει στους απογόνους των ταγματασφαλιτών. Μα που βρέθηκαν περίπου μισό εκατομμύριο σκατόμυαλοι ξαφνικά ελληνάκο;
Μήπως ενέδωσες και εσύ στο πειρασμό να ξεβρομίσει η Ελλάδα; Μα τι σε ρωτώ; Μήπως θα το’λεγες; Είναι σα να σε ακούω…. «αφού είναι όλοι ίδιοι γιατί να μη δοκιμάσουμε και τους ναζί!». Αν θέλεις να ξεβρομίσει η Ελλάδα ελληνάκο ετοίμασε βαλίτσες και ξεκουμπίσου μια ώρα αρχύτερα.
Ελληνάκο, μη βιάζεσαι, δεν τελείωσα. Στο χώμα που πατάς χύθηκε ποτάμι αίματος από ανθρώπους διαφορετικής πάστας από τη δική σου. Κάθε ανάσα που παίρνεις οφείλεται σε αγώνες άλλων που δεν τους φτάνεις ούτε στο χιλιοστό του ίσκιου τους ακόμα και αν εκείνοι είναι ξαπλωμένοι και εσύ όρθιος. Προτίμησες όμως ποταπό ανθρωπάκι πάντοτε τον πλουτισμό από τη σοφία, την ασφάλειά σου από τον αγώνα.
Αντί να ακούσεις τι έλεγε ο Άρης προτίμησες τον Τσώρτσιλ, σκότωσες τον Μπελογιάννη και έχεις πάντα μια καλή κουβέντα στα χείλη σου για κάθε Μεταξά και Παπαδόπουλο.
Όλα γίνονται για την ασφάλειά σου. Από μικρό παιδί έμαθες να μην αντιμιλάς στους δασκάλους σου, να μην έχεις διαφορετική γνώμη έως ότου κατέληξες να μην έχεις καθόλου γνώμη. Ανάθεσες ό,τι σε αφορά σε άλλους. Ανάθεση, ελληνάκο. Λέξη κλειδί. Ανάθεσες την ίδια σου τη ζωή σε χέρια ξένα. Ανάθεσες τα όνειρά σου. Σκότωσες όση παιδικότητα και ανθρωπιά σου απέμεινε, έπνιξες την όποια εξεγερτικότητα φώλιαζε μέσα σου και τώρα, κενός και περίλυπος, οχτρεύεις όσους αγωνίζονται.
Οι χτεσινοί ληστοσυμμορίτες μετατράπηκαν σε τρομοκράτες, ταραχοποιά στοιχεία, αναρχοκομμουνιστές, οι οποίοι τολμούν να διαταράξουν την αιώνια γαλήνη σου. Ποιοι είναι αυτοί που θα αμφισβητήσουν την κεκτημένη σου σκλαβιά; Γι’αυτό ζήτησες περισσότερη ασφάλεια. Τώρα πια θα πρέπει να αισθάνεσαι ήσυχος. Μυριάδες κάμερες παρακολουθούν ό,τι κινείται και αναρίθμητοι μπάτσοι κάθε λογής πληρώνονται για να είσαι ασφαλείς εσύ, αρκεί βέβαια να μην διαβείς το κατώφλι σου, γιατί τότε θα γίνεις μέρος του κινδύνου.
Στη συνομοταξία σου όμως δεν θα αφήσω εκτός και τους «αριστερούς». Εκείνους τους τύπους με τις γεμάτες τσέπες και την επαναστατική φρασεολογία που προσπαθούν ματαίως να εισέλθουν και να μπαστακωθούν στα έδρανα της βουλής. Οι αριστεροί χαλίφηδες που αναζητούν το θρόνο του Βεζίρη, οι πυροσβέστες της οργής που περιμένουν τις συνθήκες να ωριμάσουν και έως τότε βολεύονται στα γρανάζια του συστήματος.
Σε είδα ελληνάκο να μπαίνεις σε υπουργικά γραφεία, να συναλλάσσεσαι με την εξουσία, να ζητάς ρουσφέτια για να ανταλλάξεις τη ψήφο σου, σε άκουσα να χειροκροτείς και να ζητωκραυγάζεις κοινούς απατεώνες, μύρισα ξανά και ξανά την αηδία που αποπέμπεις στον αέρα. Περνάς δίπλα από τους άστεγους και σταυροκοπιέσαι που εσύ έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και ένα πιάτο φαγητό. Αισθάνθηκα τη θλιβερή σου παρουσία σαν αγανακτισμένος πολίτης ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Είπες ότι σου παίρνουν τη δουλειά. Ότι αυτοί φταίνε για τη κρίση.
Έκανες μάλιστα τον μάγκα και τον καμπόσο απέναντι στους φτωχοδιάβολους. Αναπολείς τις μέρες της ευδαιμονίας, όταν η καπιταλιστική φούσκα ήταν στα φόρτε της, όταν ζούσες με δανεικά και κλεμμένα. Πως θα’θελες να είχες εκείνο το πορτοφόλι με τις πιστωτικές σου και πάλι, ε ελληνάκο; Πως θα ήθελες να έπαιζες ξανά στο χρηματιστήριο;
Τελικά ξέρεις κάτι ελληνάκο; Αυτός είναι ο καπιταλισμός. Και επειδή ο καπιταλισμός δεν είναι κάτι υπερφυσικό, μάθε ότι εσύ τον στηρίζεις. ΕΣΥ και κανένας άλλος. Εσύ καταναλώνεις, εσύ υποκύπτεις, εσύ ψηφίζεις, εσύ εν τέλει πληρώνεις. Τι είπες; Δεν έχεις πια χρήματα; Δεν πειράζει, έχουν άλλοι. Εσύ αρκεί να ζεις σαν δούλος και όλα θα λειτουργούν στην εντέλεια. Έχει προνοήσει και για εσένα το σύστημα. Θα ζεις μία ελάχιστα εγγυημένη ζωή με κάποιο ελάχιστα εγγυημένο εισόδημα. Γιατί αν πεινάσεις πολύ ίσως στροφάρει αλλιώς το μυαλό σου υποκινούμενο απ’το στομάχι σου και αυτό είναι επικίνδυνο. Έχουν γνώση βλέπεις οι καπιταλιστικοί φύλακες…
Πολλά χρόνια πίστευα ότι θα αλλάξεις. Δεν είναι ότι απογοητεύτηκα. Είναι ότι προσπάθησα πολύ μαζί με πολλούς ακόμα ανθρώπους να σου δείξω μια άλλη λύση, μα πρέπει να το πάρω απόφαση ότι δεν θέλεις. Δεν είναι ότι δεν μπορείς. Είναι ότι δεν θέλεις. Γράφει ο Primo Levi στο «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» για την απελευθέρωση των τελευταίων κρατούμενων στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου από του Σοβιετικούς: «Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρούνε υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει. Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε Γερμανοί.»
Γι’αυτό λοιπόν μάθε πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει χωρίς εσένα. Εσύ εκμηδενίστηκες. Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι ελληνάκο. Άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με σένα. Και εκείνοι πιθανόν έκαναν πολλά λάθη, όμως έμαθαν από τα λάθη τους. Εσύ φροντίζεις να τα επαναλαμβάνεις. Υπάρχουν άνθρωποι που ρίχνονται στη φωτιά, εγώ θα πέσω μαζί τους. Εσύ όταν δεις τη φλόγα πάρε πυροσβεστήρα. Κάποτε πίστευα ότι θα ξεκολλούσες από το καναπέ σου, τώρα θέλω μόνο το καναπέ σου, για το οδόφραγμα. Πολύ φοβάμαι ότι και τότε δεν θα σηκωθείς.
Ξέρω τι σκέφτεσαι ελληνάκο, ότι εγώ είμαι μία αθεράπευτα ρομαντική βλαμμένη που θα πεθάνω στη ψάθα ρισκάροντας τα πάντα, ενώ εσύ θα είσαι στο απυρόβλητο. Αφού μπορείς και κοιμάσαι ήσυχα, να’σαι καλά.
Κράτα πάντως ελληνάκο στο μυαλό σου τα λόγια του Χρήστου Τσιγαρίδα (τρομοκράτης ήταν και τούτος ελληνάκο), ο οποίος είπε:
«Δεν φτάνει που είμαστε μια χούφτα που πολεμάμε τη προστυχιά, μας ασκούν και κριτική όσοι βρίσκονται στο καναπέ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου