Pages

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Ο 22χρονος Γάλλος αναρχικός Εμίλ Ανρύ, σαν σήμερα το 1894 οδηγείται στην κρεμάλα ζητωκραυγάζοντας για τα πιστεύω του

Ο βιομήχανος ο οποίος δημιούργησε κολοσσιαία περιουσία απ’ το μόχθο των εργατών που στερούνται τα πάντα, ήταν ένας τίμιος κύριος.

Ο βουλευτής και ο υπουργός, με τα χέρια τους πάντα ανοιχτά στις δωροδοκίες, ήταν αφοσιωμένοι στο κοινό καλό.

Ο αξιωματικός που δοκίμασε ένα νέο τύπο όπλου πάνω σε εφτάχρονα παιδιά, έκανε το καθήκον του και, μπροστά στο κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός του έδωσε συγχαρητήρια!

Κάθε τι που έβλεπα με εξέγειρε και το μυαλό μου στράφηκε προς την κριτική της υπάρχουσας κοινωνικής οργάνωσης …

Απαγχονίσατε στο Σικάγο, αποκεφαλίσατε στη Γερμανία, στραγγαλίσατε στο Ζερέζ, τουφεκίσατε στη Βαρκελώνη, αποκεφαλίσατε στο Μομπριζόν και στο Παρίσι, αλλά αυτό που δεν θα μπορέσετε να καταστρέψετε ποτέ είναι η αναρχία.

Οι ρίζες της είναι πολύ βαθιές, γεννήθηκε στο στέρνο μιας κοινωνίας σάπιας, που εξαρθρώνεται, είναι μια βίαιη αντίδραση εναντίον της καθεστηκυίας τάξης. Αντιπροσωπεύει τον πόθο για ισότητα και ελευθερία, που έρχεται να καταστρέψει η παρούσα εξουσία. Είναι παντού, πράγμα που την κάνει άπιαστη. Η κατάληξη θα είναι να σας σκοτώσει.


Τα παραπάνω είναι λόγια του Γάλλου αναρχικού Εμίλ Ανρί (Emile Henry) όταν βρέθηκε μπροστά στο δικαστήριο κατηγορούμενος για τις ενέργειες που είχε κάνει.

«Δεν είναι απολογία αυτό που σας παρουσιάζω. Σε καμία περίπτωση δεν προσπαθώ να ξεφύγω από τα αντίποινα της κοινωνίας στην οποία επιτέθηκα. Εξάλλου, αναγνωρίζω μόνο έναν κριτή -τον εαυτό μου- και η ετυμηγορία οποιουδήποτε άλλου δεν έχει καμία σημασία για μένα. Θέλω απλώς να σας δώσω μια εξήγηση για τις πράξεις μου και να σας πω πώς οδηγήθηκα στην εκτέλεσή τους», τόνισε προς τους δικαστές στην τοποθέτησή του, απαντώντας στο κατηγορητήριο.

Ο Mitch Abidor, συγγραφέας και βασικός μεταφραστής του Marxists Internet Archive, γράφει για τον αναρχικό Εμίλ Ανρύ. (Το συγκεκριμένο κείμενο το βρήκαμε εδώ)

 Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΜΙΛ ΑΝΡΥ

Στις 21 Μαΐου 1894 o 22χρονος Εμίλ Ανρύ οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα, τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κουράγιο σύντροφοι! Ζήτω η αναρχία!».
 Ο Ανρύ ήταν ο τρίτος μιας σειράς Γάλλων αναρχικών που εκτελέστηκαν ύστερα από την εφαρμογή της «προπαγάνδας μέσα από τη δράση», μετά τον Ραβασόλ το 1892 και τον Ωγκύστ Βαγιάν νωρίτερα το 1894. Θα ακολουθούσε ο Σάντο Καζέριο, ένας ιταλογεννημένος αναρχικός που θα δολοφονούσε τον Πρόεδρο Σαντί Καρνό στις 24 Ιουνίου 1894.
Όλοι υποκινούνταν από το ίδιο ιδανικό, και όλοι έδρασαν ωσάν, όπως ο Ραβασόλ δήλωσε: «Το μόνο που χρειάζεται…είναι μια σπρωξιά…και η επανάσταση θα λάβει χώρα». Το ιστορικό του Ανρύ, ωστόσο, διέφερε από εκείνο των άλλων.

O Καζέριο είχε ζήσει σε διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις αναζητώντας δουλειά. Ο Ραβασόλ είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε απόλυτη φτώχεια, ήταν αυτοδίδακτος, και είχε εμπλακεί στην παρανομία προτού προβεί σε πολιτικές επιθέσεις, χτυπώντας τα σπίτια ενός δικαστή και ενός δικηγόρου οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε διώξεις αναρχικών συντρόφων. Ο Ωγκύστ Βαγιάν, που είχε επίσης υποφέρει από τη φτώχεια και είχε τσαλαβουτήξει στην παρανομία, έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να μετεγκατασταθεί στην Αργεντινή. Είχε βρει το δρόμο του προς τον αναρχισμό στα νιάτα του και επιμελήθηκε ένα αναρχικό περιοδικό. Αηδιασμένος από το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της Τρίτης Δημοκρατίας, είχε τοποθετήσει μια βόμβα στη Βουλή των Αντιπροσώπων η οποία εξεράγει, χωρίς να προκληθούν θάνατοι. Παρά την απουσία θανάτων, ο Βαγιάν καταδικάστηκε σε θάνατο και, παρά τη δημόσια κατακραυγή εναντίον της εκτέλεσης ενός ανθρώπου που δεν είχε σκοτώσει κανέναν, οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα στις 5 Φεβρουαρίου 1894.

Ο Ανρύ προερχόταν από επαναστατική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εξόριστος Κομμουνάρος, και ο αδελφός του, ο Φορτουνέ, ήταν ένα πρόσωπο κλειδί στους αναρχικούς κύκλους ο οποίος αργότερα ίδρυσε μια αναρχική κοινότητα στη Γαλλική ύπαιθρο. Δεκτός στη διάσημη Ecole Polytechnique, ο Εμίλ αποβλήθηκε και βρήκε δουλειά σε ένα υφασματοπωλείο. Όπως και τόσοι πολλοί από τους συντρόφους του, είχε εξοργιστεί με την εκτέλεση Βαγιάν.

Για να εκδικηθεί το θάνατο, ο Εμίλ Ανρύ αναζήτησε ένα διαφορετικό είδος στόχου. Στις 12 Φεβρουαρίου 1894 μια βόμβα εξερράγη στο Café Terminus στο Gare St — Lazare, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας 20. Δεν ήταν το πολιτικό σύστημα ή το σύστημα δικαιοσύνης στο οποίο επιτέθηκε ο Ανρύ· ήταν η ίδια η αστική τάξη, όπως είπε αργότερα, «δεν υπάρχουν αθώοι αστοί». Και η πρόθεσή του σε αυτό το χτύπημα ήταν να σκοτώσει δεκάδες, όχι μόνο έναν.

Ήδη στις 8 Νοεμβρίου 1892 είχε τοποθετήσει μία ωρολογιακή βόμβα στα γραφεία της Carmaux Mining Company, η οποία εξεράγει, κατά τη μετακίνησή της από την αστυνομία, σκοτώνοντας πέντε αξιωματικούς στο Κομισαριάτο στην rue des Bons-enfants. Πράγματι, μετά τη σύλληψή του για τη βομβιστική επίθεση στο Terminus, ο Ανρύ ανέλαβε την ευθύνη για μια σειρά από άλλες βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι, και στο διαμέρισμά του βρέθηκε υλικό για πολλούς περισσότερους εκρηκτικούς μηχανισμούς.

Στη δίκη του τον Απρίλιο του 1894 δεν έκανε τίποτα για να κρύψει την ενοχή του, αντίθετα χρησιμοποίησε τη δίκη του σαν βήμα προπαγάνδας: η απολογία του δημοσιεύτηκε αργότερα «Γιατί χτύπησα το πλήθος». Προειδοποίησε ότι «η αστική τάξη πρέπει να καταλάβει πως εκείνοι που έχουν υποφέρει έχουν κουραστεί πια απ’ τα βάσανά τους· δείχνουν τα δόντια τους και, όπως βάναυσα έχουν μεταχειριστεί, ανταποδίδουν όλο και πιο βάναυσα…. Εμείς που σπέρνουμε το θάνατο ξέρουμε πώς να τον λαμβάνουμε … (Ο αναρχισμός) είναι σε βίαιη αντίδραση εναντίον της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Θα καταλήξει αφανίζοντάς σας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου