Γαλάζια τρολλ τρελάθηκαν, απ το κακό λυσσάξαν, Αναρχικοί σαν έγραψαν συνθήματα σε τοίχο.
Σε τοίχο πλούσιου πολύ, σε τοίχο ενός κηφήνα, που μέσα στο κεφάλι του κουράδες κολυμπάνε, σε βοθρολύματα πολλά, κι η μπόχα είναι περίσσια.
Μπάμπη, τον παίρνεις είπανε, τον παίρνεις κι ειν' μεγάλος! Όλων των άλλων κόψατε τον έρμο τον μισθό τους. Ήταν που ήτανε μικρός, τώρα εξηφανίσθει.
Κι εγώ δεν παίρνω τίποτα, κάθομαι και κοιτάω. Κοιτάω λαμόγια να μασάν, να κλέβουμε το χρήμα, απ το δημόσιο κορβανά, να τρώνε και οι κάμπιες.
Κι εγώ να μένω νηστικός, να είμαι χρεωμένος για χρέη άλλων, πλούσιων, πολύ απατεώνων.
Κλαίγεται ο Μπάμπης ο Σουγιάς πάει να βρει Γκαντέμη.
“Πως έμαθαν το μυστικό, πως τρώω τόσο χρήμα;”
“- Όλοι το ξέρουν Μπάμπη μου, όλοι μαζί τον τρώμε. Τον τρώμε καθημερινά, τον τρώμε, το μασάμε. Αυτό δεν είναι μυστικό, το ξέρουνε κι οι πέτρες”.
“- Ναι αλλά μου την είπανε, με είπαν μισθοφόρο”.
“- Δεν είσαι; Δεν πληρώνεσαι; Δεν είσαι μισθοφόρος; Δούλος κακού αφεντικού, κι η φωνή πλουσίων;”
“- Αν είναι αρχηγάκο μου, να λέμε την αλήθεια, κι εσύ τι είσαι; Χουντικός; Ψεύτης; Ανθρωποφάγος;”
“- Καλά, κατάλαβα τι λες. Θα βάλω τους δικούς μου να γράψουν αθλιότητες, κι άλλες πολλές βλακείες. Νεογιδοκράτες κίνδυνος! Μας έχουνε κυκλώσει οι έντιμοι Ρουβίκωνες και θέλουν να μας κόψουν τη μάσα, να μη τρώμε! Μην τρώμε τον περίδρομο, τα πόμολα, τις κάλτσες...”
Και βγήκαν οι ελεεινοί και είπανε στο θύμα “να μη φωνάζεις, ενοχλείς τον κόσμο που κοιμάται! Άσε να σε βιάζουμε, άσε να σε χτυπάμε. Γιατί τι θέλεις τις φωνές, δε θα συγκινηθούμε. Στο τέλος θα σε ρίξουμε μέσα σε ένα καζάνι, να βράζεις με λαχανικά, να γίνεις μια σουπίτσα”.
Δεν απευθύνεται σε σας, κανίβαλοι και δράκοι, κανένα απ' τα συνθήματα κανένα απ' τα γραπτά μας. Φωνή μεγάλη βγάζουμε για να ξυπνούν οι σκλάβοι. Να μην πιαστούν στον ύπνο τους και να μη γαμηθούνε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου