Του Γ.Γ
Είναι πραγματικά απίστευτη η περιπέτεια που βίωσε ο αγωνιστής Διον. Άναγνωστόπουλος όταν την περίοδο της Κατοχής πέφτει στα νύχια των καθαρμάτων της Ειδικής Ασφάλειας που υπηρετούσαν τους Γερμανούς.
Αρχικά τον βασανίζουν απάνθρωπα.
Στην συνέχεια εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούμενο από "Ελληνες", τον στήνει στον τοίχο, μαζί με άλλους πέντε αγωνιστές.
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, ονόματι Μιχαλέας, διατάζει "πυρ".
Την σφαίρα την δέχεται "στο κάτω χείλος και βγήκε από το δεξί μάγουλο, αφού του κατάστρεψε τα δόντια".
Ενας χωροφύλακας του δίνει χαριστική βολή η οποία τον "πήρε ξυστά και χώθηκε στο χώμα".
Μαζί με τους άλλους πέντε αγωνιστές, που είχαν δολοφονηθεί από το εκτελεστικό απόσπασμα της Ειδικής Ασφάλειας, τους φόρτωσαν σε νεκροφόρα και τους πήγαν σε νεκροθάλαμο για να τους θάψουν το πρωί στο Γ’ Νεκροταφείο.
Ο Αναγνωστόπουλος προσποιείται τον νεκρό.
Οι δολοφόνοι μάλιστα είχαν ετοιμάσει και τους τάφους, (Ο δικός του έφερε τον αριθμό 16) και θα ερχόταν το πρωί να τους οδηγήσουν στην τελευταία τους κατοικία.
Βρισκόμενος στον νεκροθάλαμο παραμερίζει τα πτώματα που ήταν δίπλα του και όταν νυχτώνει κατορθώνει να δραπετεύσει.
Λίγο καιρό μετά παρουσιάζεται μάρτυρας κατηγορίας στο δικαστήριο όπου γίνονται οι δίκες -παρωδία των δοσιλόγων, βασανιστών, εκτελεστών της Ειδικής Ασφάλειας.
Ας δούμε απόσπασμα της κατάθεσης του, που μοιάζει μέρος κινηματογραφικού σεναρίου.
Πηγή μας είναι το βιβλίο του Ν. Καρκάνη "Οι δοσίλογοι της κατοχής - Δίκες - Παρωδία"
Είναι πραγματικά απίστευτη η περιπέτεια που βίωσε ο αγωνιστής Διον. Άναγνωστόπουλος όταν την περίοδο της Κατοχής πέφτει στα νύχια των καθαρμάτων της Ειδικής Ασφάλειας που υπηρετούσαν τους Γερμανούς.
Αρχικά τον βασανίζουν απάνθρωπα.
Στην συνέχεια εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούμενο από "Ελληνες", τον στήνει στον τοίχο, μαζί με άλλους πέντε αγωνιστές.
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, ονόματι Μιχαλέας, διατάζει "πυρ".
Την σφαίρα την δέχεται "στο κάτω χείλος και βγήκε από το δεξί μάγουλο, αφού του κατάστρεψε τα δόντια".
Ενας χωροφύλακας του δίνει χαριστική βολή η οποία τον "πήρε ξυστά και χώθηκε στο χώμα".
Μαζί με τους άλλους πέντε αγωνιστές, που είχαν δολοφονηθεί από το εκτελεστικό απόσπασμα της Ειδικής Ασφάλειας, τους φόρτωσαν σε νεκροφόρα και τους πήγαν σε νεκροθάλαμο για να τους θάψουν το πρωί στο Γ’ Νεκροταφείο.
Ο Αναγνωστόπουλος προσποιείται τον νεκρό.
Οι δολοφόνοι μάλιστα είχαν ετοιμάσει και τους τάφους, (Ο δικός του έφερε τον αριθμό 16) και θα ερχόταν το πρωί να τους οδηγήσουν στην τελευταία τους κατοικία.
Βρισκόμενος στον νεκροθάλαμο παραμερίζει τα πτώματα που ήταν δίπλα του και όταν νυχτώνει κατορθώνει να δραπετεύσει.
Λίγο καιρό μετά παρουσιάζεται μάρτυρας κατηγορίας στο δικαστήριο όπου γίνονται οι δίκες -παρωδία των δοσιλόγων, βασανιστών, εκτελεστών της Ειδικής Ασφάλειας.
Ας δούμε απόσπασμα της κατάθεσης του, που μοιάζει μέρος κινηματογραφικού σεναρίου.
Πηγή μας είναι το βιβλίο του Ν. Καρκάνη "Οι δοσίλογοι της κατοχής - Δίκες - Παρωδία"
«Στις 10 Απριλίου 1944 είχα πάει σ' ένα τσαγκάρη να φτιάξω τα παπούτσια μου. Ο τσαγκάρης είχε πιαστεί από τα Τάγματα Ασφαλείας σαν κομμουνιστής.
Οι τσολιάδες που παρακολουθούσαν το μαγαζί με πιάσαν και μένα και με πήγαν στην αποθήκη Μαργαρίτη όπου στεγαζόταν. Με έδειραν άγρια και με έκλεισαν χωρίς ανάκριση επί 11 μέρες σ' ένα αποχωρητήριο.
Επικεφαλής του αποσπάσματος που με συνέλαβε ήταν ο ανθυπολοχαγός Γ. Μπαράτσας και διοικητής του τάγματος ο τότε ταγματάρχης και νυν λοχαγός εν ενεργεία Κ. Ίωαννίδης.
Μέσα στο τάγμα υπηρετούσαν Γερμανοί και άνδρες της Ειδικής Ασφαλείας.
Στις 22 του Απρίλη παραμονή του Άγ. Γεωργίου, στις 12 η ώρα με έβγαλαν από το κρατητήριο και μαζί με άλλους πέντε μας φόρτωσαν σ' ένα φορτηγό στο όποιο ήταν καμιά σαρανταριά χωροφύλακες και ξεκινήσαμε.
Μπροστά πήγαινε μια κούρσα με πολυβόλα και πίσω μια άλλη με έναν Ελληνα με πολιτικά, που άκουσα ένα χωροφύλακα να τον λέει κ. ταγματάρχα κι έναν άλλον κ. Μιχαλέα.
Φθάσαμε στη Σχολή Χωροφυλακής. Εκεί είδαμε μια νεκροφόρα του Δήμου που περίμενε. Εκεί περίμεναν και άλλοι 11 κρατούμενοι από του Χατζηκώστα. Κατέβηκε η μισή φρουρά και παρατάχθηκε.
Μας κατέβασαν κάτω και μας πήραν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε.
Πήρανε έξι από μας, τους πήγαν στο Γυμναστήριο της Σχολής και τούς εξετέλεσαν.
Στη δεύτερη εξάδα κ. Πρόεδρε ήμουνα κι εγώ.
Ενας χωροφύλακας αρνήθηκε να πάρει μέρος στο απόσπασμα. Αφού τον έδειραν τον συνέλαβαν.
Mας βάλανε σ’ ένα χαράκωμα και παρατάχθηκε το απόσπασμα.
- Λάβετε θέσιν! Επί σκοπόν! Πυρ! διέταξε ο Μιχαλέας.
Έπεσα κάτω. Με βρήκε μια σφαίρα στο κάτω χείλος και βγήκε από το δεξί μάγουλο, αφού μου κατάστρεψε τα δόντια. Πλημμύρισα στο αίμα. Εκλεισα τα μάτια μου! Κράτησα την αναπνοή μου.
Έπρεπε να είμαι νεκρός! Άκουσα ένα χωροφύλακα να λέει σ' ένα Γερμανό, δείχνοντας έναν που ήταν νεκρός δίπλα μου: Καμαράντ! Γκράν κομμουνίστ!
Ταυτόχρονα με το περίστροφό του έδωσε τη χαριστική βολή. Ο ίδιος πυροβόλησε και προς το κεφάλι μου. Η σφαίρα με πήρε ξυστά και χώθηκε στο χώμα.
Μας βγάλανε τα παπούτσια, μας φόρτωσαν στη νεκροφόρα, μας πήγαν στο Γ’ Νεκροταφείο και μας άφησαν στο νεκροθάλαμο για να μας θάψουν το πρωί.
Μόλις νύχτωσε, έσπασα το συρματόπλεγμα του παραθύρου και μέσα από τα χωράφια πήρα το δρόμο για την Αθήνα. Βρήκα άσυλο σ' ένα φτωχόσπιτο και την επομένη με πήγαν οι δικοί μου στην Κηφισιά....
Οι τσολιάδες που παρακολουθούσαν το μαγαζί με πιάσαν και μένα και με πήγαν στην αποθήκη Μαργαρίτη όπου στεγαζόταν. Με έδειραν άγρια και με έκλεισαν χωρίς ανάκριση επί 11 μέρες σ' ένα αποχωρητήριο.
Επικεφαλής του αποσπάσματος που με συνέλαβε ήταν ο ανθυπολοχαγός Γ. Μπαράτσας και διοικητής του τάγματος ο τότε ταγματάρχης και νυν λοχαγός εν ενεργεία Κ. Ίωαννίδης.
Μέσα στο τάγμα υπηρετούσαν Γερμανοί και άνδρες της Ειδικής Ασφαλείας.
Στις 22 του Απρίλη παραμονή του Άγ. Γεωργίου, στις 12 η ώρα με έβγαλαν από το κρατητήριο και μαζί με άλλους πέντε μας φόρτωσαν σ' ένα φορτηγό στο όποιο ήταν καμιά σαρανταριά χωροφύλακες και ξεκινήσαμε.
Μπροστά πήγαινε μια κούρσα με πολυβόλα και πίσω μια άλλη με έναν Ελληνα με πολιτικά, που άκουσα ένα χωροφύλακα να τον λέει κ. ταγματάρχα κι έναν άλλον κ. Μιχαλέα.
Φθάσαμε στη Σχολή Χωροφυλακής. Εκεί είδαμε μια νεκροφόρα του Δήμου που περίμενε. Εκεί περίμεναν και άλλοι 11 κρατούμενοι από του Χατζηκώστα. Κατέβηκε η μισή φρουρά και παρατάχθηκε.
Μας κατέβασαν κάτω και μας πήραν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε.
Πήρανε έξι από μας, τους πήγαν στο Γυμναστήριο της Σχολής και τούς εξετέλεσαν.
Στη δεύτερη εξάδα κ. Πρόεδρε ήμουνα κι εγώ.
Ενας χωροφύλακας αρνήθηκε να πάρει μέρος στο απόσπασμα. Αφού τον έδειραν τον συνέλαβαν.
Mας βάλανε σ’ ένα χαράκωμα και παρατάχθηκε το απόσπασμα.
- Λάβετε θέσιν! Επί σκοπόν! Πυρ! διέταξε ο Μιχαλέας.
Έπεσα κάτω. Με βρήκε μια σφαίρα στο κάτω χείλος και βγήκε από το δεξί μάγουλο, αφού μου κατάστρεψε τα δόντια. Πλημμύρισα στο αίμα. Εκλεισα τα μάτια μου! Κράτησα την αναπνοή μου.
Έπρεπε να είμαι νεκρός! Άκουσα ένα χωροφύλακα να λέει σ' ένα Γερμανό, δείχνοντας έναν που ήταν νεκρός δίπλα μου: Καμαράντ! Γκράν κομμουνίστ!
Ταυτόχρονα με το περίστροφό του έδωσε τη χαριστική βολή. Ο ίδιος πυροβόλησε και προς το κεφάλι μου. Η σφαίρα με πήρε ξυστά και χώθηκε στο χώμα.
Μας βγάλανε τα παπούτσια, μας φόρτωσαν στη νεκροφόρα, μας πήγαν στο Γ’ Νεκροταφείο και μας άφησαν στο νεκροθάλαμο για να μας θάψουν το πρωί.
Μόλις νύχτωσε, έσπασα το συρματόπλεγμα του παραθύρου και μέσα από τα χωράφια πήρα το δρόμο για την Αθήνα. Βρήκα άσυλο σ' ένα φτωχόσπιτο και την επομένη με πήγαν οι δικοί μου στην Κηφισιά....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου