Σε λίγες μέρες ανοίγει τις πύλες της η έκθεση «Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής» στο Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη (15/1-15/4), με έργα του ζωγράφου από διαφορετικές εποχές, κάποια από τα οποία σπάνια έχει την ευκαιρία να δει το κοινό. Με αυτή την αφορμή, σταχυολογούμε σκέψεις του Γιάννη Τσαρούχη για την τέχνη από το εξαντλημένο βιβλίο «Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» (εκδ. Καστανιώτη).
«Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή ή τουλάχιστον έτσι ονειρεύομαι να γίνεται και εκτιμούσα πάντοτε τους σιωπηλούς ανθρώπους. Η σιωπή γύρω από το έργο τέχνης είτε το κάνουμε εμείς είτε το κάνουν οι άλλοι, είναι η καλύτερη συνοδεία. Κάποτε όμως αισθάνομαι την ανάγκη να διακόψω τη σιωπή και να μιλήσω σαν δημοσιογράφος μάλλον παρά σαν ποιητής. Μετανιώνω όμως πάντοτε γιατί έκανα μια περιττή και ίσως παρεξηγήσιμη πράξη» (από την εισαγωγή του βιβλίου)
«Καθαρή τέχνη για μένα είναι η τέχνη αυτή που δεν καταπιάνεται, πρώτα απ’ όλα, με το έργο μιας άλλης τέχνης, και που δεν παραλείπει τίποτα για να ολοκληρώσει το σκοπό της […] Άλλωστε η καθαρή τέχνη μόνο σαν σύμβολο ακέραιου χαρακτήρα έχει σημασία. Δεν θα ήθελα να ανακατέψω ηθικά κριτήρια με τη λέξη καθαρός. Η ηθική συνυφασμένη με την κοινωνία έχει κάτι το συμβατικό που παρέχεται μαζί με την κοινωνά που τη γέννησε. Η ακεραιότητα όμως ενός καλλιτέχνη σχετίζεται με την επαφή του με τις αιώνιες δυνάμεις, που δίνουν στους λιγόζωους ανθρώπους το αίσθημα της αθανασίας» (από συνομιλία με τον Γιώργο Πετρή για την Επιθεώρηση τέχνης», τεύχος 25, Ιανουάριος 1957)
«Θα ’θελα να σχεδιάζω λεπτά και με λεπτομέρειες όπως οι αρχιτέκτονες. Ζηλεύω και θαυμάζω τους ζωγράφους που σχεδιάζουν τόσο λεπτά, κι όμως εν τέλει αυτό δεν με ικανοποιεί. Εκείνο που μ’ αρέσει πιο πολύ είναι να ζωγραφίζω με ορμή. Το άφθαστο ιδεώδες μου είναι μια ζωγραφική που να φαίνεται καμωμένη βιαστικά και σχεδόν με αδιαφορία κι όμως να είναι σωστή. Τώρα μη με ρωτάς τι θα πει σωστή γιατί δεν ξέρω τι να σου απαντήσω» (απόσπασμα από επιστολή σε φίλο, Αύγουστος 1929)
«Είμαι ευτυχής και περήφανος που υπήρξα μαθητής του Κόντογλου. Όχι μόνο μαθητής αλλά και συνεργάτης. Ούτε η φιλία ούτε η συνεργασία έμεινε παντοτινή· μετά τέσσερα χρόνια πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μια συμβατική φράση που δεν μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα. Διαμάχη για ιδέες και για την πίστη χωρίς ίχνος συμφερόντων υλικών δείχνει απλούστατα πως η επιστροφή στην ευλογημένη αλήθεια της πίστης είχε πετύχει χάρις στον Κόντογλου. Ποιος ήταν αιρετικός και ποιος ορθόδοξος ας το κρίνει ο Χριστός ο ίδιος. Δεν έπαψα ποτέ να τον θεωρώ μεγάλο και σπουδαίο και ο Κόντογλου έλεγε για μένα “παρ’ όλα ταύτα ήταν ο καλύτερος βοηθός μου”» (από το κείμενο «Ο Κόντογλου»)
«Μεγάλος και υψηλός σκοπός του καλλιτέχνη είναι να ξυπνήσει μέσα στους άλλους ανθρώπους τα αισθήματα που τον συγκλονίζουν. Η επαφή με το κοινό είναι απαραίτητη. Μερικοί υποστηρίζουν ότι είναι δονκιχωτισμός αυτή η επιθυμία να συνεννοηθούμε με τους άλλους. Νομίζω ότι την έχουν όλοι οι καλλιτέχνες. Αλλιώς γιατί δουλεύουν; Για τον καλλιτέχνη, ακόμη και οι σνομπ, οι αγράμματοι και οι ενοχλητικοί θαυμαστές είναι κι αυτοί άνθρωποι. Ο αληθινός και μεγάλος καλλιτέχνης πρέπει να τους ελευθερώσει και να τους αποκαλύψει αυτό που αποφεύγουν. Βέβαια, πολλοί απ’ αυτούς θέλουν να τον παρασύρουν, πληρώνοντάς τον ή δοξάζοντάς τον, για να τον έχουν παρέα στη μικρότητά τους, στην υποκρισία τους και στο βόλεμά τους. Αλλά δεν μπορώ να γίνω και ψυχίατρος! Αυτό είναι αδύνατο…» (συνομιλία με τη Λίντα Πετρίδη για τον «Ταχυδρόμο», πιθανότατα 1979)
Πηγή: Εμυ Ντούρου - Documento
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου