Eφημερίδα «Πριν» 25/12/2009
Η δίκη του Γιάννη Δημητράκη παρουσιάζει δυο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το πρώτο από αυτά είναι ότι ο Δημητράκης δεν είναι ένας κοινός ληστής –αν και όπως έχει αποδειχτεί από τη ιστορία μας και πιο ειδικά από την επανάσταση του 1821, η πλειονότητα και των κοινών ληστών, σε αντίθεση από τους κοτζαμπάσηδες, στάθηκε πατριωτικά και αντρίκια και σήκωσε σημαντικό βάρος του αγώνα- αλλά ένας δηλωμένος αναρχικός-αντιεξουσιαστής, ο οποίος αντιμετωπίζει τη ληστεία ως απαλλοτρίωση .
Ο Γιάννης Δημητράκης με την πράξη του αυτή πλήττει συνειδητά την ιδιωτική ιδιοκτησία των τραπεζιτών, την οποία και θεωρεί προϊόν κλοπής και εκμετάλλευσης. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ληστεία ως άρνηση της άρνησης, ως απαλλοτρίωση πια, έχει για αυτόν θετικό και δίκαιο χαρακτήρα.
Αν όμως αυτή είναι συνοπτικά η συλλογιστική του Δημητράκη, όπως προκύπτει από τις τοποθετήσεις του , από τη μια είναι βέβαιο ότι η κοινή περί τραπεζών-κλεφτών αντίληψη, ταυτίζεται με αυτήν, από την άλλη δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις τράπεζες ως πιο σημαντικούς εγκληματίες από εκείνους που τις ληστεύουν.
Και αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό αυτής της δίκης, ότι δηλαδή, υπάρχει ένα κοινό περί δικαίου αίσθημα, όσον αφορά στις τράπεζες και την αντιμετώπιση τους, το οποίο μάλλον είναι σύμφωνο, παρά έρχεται σε αντίθεση με εκείνο του κατηγορούμενου.
Αυτή λοιπόν η κοινή αντίληψη περί των τραπεζών-κλεφτών-ληστών , είναι μια αντίληψη που ξεκινά από πολύ παλιά, υποστηρίζεται όχι μόνον από επικριτές του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και από κορυφαίους υποστηρικτές του, εδραιώνεται ακόμη βαθύτερα στην κοινή-λαϊκή συνείδηση στα πλαίσια της σύγχρονης κρίσης.
Θυμίζω ενδεικτικά και μόνο, ότι ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του χαρακτηρίζει ως «παρά φύσιν» τη χρηματιστική εκείνη η οποία αποσκοπεί στην δια της ανταλλαγής μέσω χρήματος αποκόμιση κέρδους, ενώ υποστηρίζει ότι ο τόκος και η τοκογλυφία είναι κατʼ εξοχήν «παρά φύσιν».
Πολύ αργότερα, αναφερόμενος στην καπιταλιστική περίοδο, ο μεν πρόεδρος των ΗΠΑ Θωμάς Τζέφερσον έκανε λόγο για τις «τράπεζες ως πιο επικίνδυνες για τις ελευθερίες μας απʼ ότι ολόκληροι εποιμοπόλεμοι στρατοί», ο δε επίσης πρόεδρος των ΗΠΑ Γουίλσον δήλωνε, ότι είναι «ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος [διότι] δίχως να το θέλει κατέστρεψε τη χώρα του», από τη στιγμή που αυτή «ελέγχεται από το πιστωτικό σύστημα», δηλαδή «από τη θέληση και τη βία μιας μικρής ομάδας κυρίαρχων ανθρώπων [τραπεζιτών]».
Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο μεγαλοτραπεζίτης Άμσελ Ρότσιλντ ιδρυτής της ομώνυμης τραπεζικής αυτοκρατορίας, δήλωνε ξεδιάντροπα :«αφήστε με να έχω τον έλεγχο του χρήματος ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος φτιάχνει τους νόμους του».
Τον περασμένο μόλις μήνα, το έγκριτο γαλλογερμανικό τηλεοπτικό κανάλι «Άρτε», απʼ αφορμή το ρόλο των τραπεζών κατά τη διάρκεια της σύγχρονης κρίσης, αφιέρωσε μια σειρά εκπομπών με τίτλο :«είναι οι τραπεζίτες κλέφτες;». και η απάντηση που προέκυπτε ήταν σαφώς καταφατική.
Όσο για τους επικριτές του καπιταλιστικού συστήματος, αυτοί στη βάση της προυντονικής αντίληψης περί ταύτισης της εκμεταλλεύτριας ιδιοκτησίας με την κλοπή, προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και διερωτώνται όπως ο νεαρός Μαρξ, πριν ακόμη καταδείξει επιστημονικά ότι οι τραπεζίτες, όπως άλλωστε όλοι οι κεφαλαιοκράτες είναι ληστές του ανθρώπινου μόχθου, « αν κάθε παραβίαση της ιδιοκτησίας δίχως διάκριση και δίχως πιο ακριβή καθορισμό ονομάζεται κλοπή, μήπως κάθε ιδιοκτησία δεν θα ήταν κλοπή;»
Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε «τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στη ίδρυση της;» όπως διερωτάται ο ήρωας του Μπρεχτ Μακχίθ στην «Όπερα της πεντάρας»; Μήπως αλήθεια, η δεύτερη είναι πιο σημαντικό κακούργημα από την πρώτη; Και αν ναι, τότε με ποια λογική, αν όχι με εκείνη της υπεροχής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των πραγμάτων πάνω στους ανθρώπους, δηλαδή αν όχι με τη λογική της υπεράσπισης των ληστών ιδιοκτητών , μένουν ατιμώρητοι και μάλιστα μας κυβερνούν και μας εκβιάζουν ως άτομα και ως χώρες, οι μεγαλοτραπεζίτες, και καταδικάζεται εξοντωτικά ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος επέλεξε έμπρακτα να πλήξει τον πιο απεχθή πυρήνα αυτής της ιδιοκτησίας;
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας τη μη ουδετερότητα της δικαιοσύνης απέναντι στο σύστημα, έκρινε τον Γιάννη Δημητράκη ως κοινό κακοποιό –τρομοκράτη, και έκρινε σε αντίθεση με το κοινό, περί δικαίου αίσθημα. Το ερώτημα είναι αν θα το ακολουθήσει και το εφετείο, ή αν αυτό θα αποτελέσει μια τιμητική για το ίδιο εξαίρεση.
Όσο για εμάς, σε αντίθεση από την απούσα και σε τούτη την περίπτωση καθωσπρέπει Αριστερά, δεν μπορούμε παρά στα χνάρια του μεγάλου Λένιν, να εκφράσουμε τη συμπαράσταση μας σʼ έναν αναρχικό αγωνιστή, με τον οποίο παρά τις όποιες διαφωνίες μας, νοιώθουμε να βρισκόμαστε στην ίδια, απέναντι σʼ εκείνη του συστήματος, όχθη.
Δημοσίευση σχολίου