Πηγή: Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου - "Επίκαιρα"
Η αποκαθήλωση του Ταγίπ Ερντογάν σηματοδοτεί την κρίση της στρατηγικής Ομπάμα, που είχε επενδύσει στο πολιτικό Ισλάμ ως αποτελεσματικό εργαλείο ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή
Το 2013 είχε ανατείλει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο πιο ισχυρός ηγέτης της Τουρκίας μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ φαινόταν... ανοξείδωτος στα δύο απόλυτα διαβρωτικά, το χρόνο και την εξουσία, έχοντας κερδίσει τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις - την τελευταία με ποσοστό 50%.
Το Μάιο του περασμένου χρόνου, το άστρο του Ερντογάν βρέθηκε στο ζενίθ της εντυπωσιακής τροχιάς του. Στις 16 του μηνός ο Μπαράκ Ομπάμα τον υποδέχτηκε στο Λευκό Οίκο ως ηγέτη μεγάλης περιφερειακής δύναμης, αφιερώνοντας του μαραθώνιες συνομιλίες για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, προεξάρχοντος του Συριακού.
Ήταν ο ίδιος ο Ομπάμα που υποχρέωσε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, να ζητήσει συγγνώμη από τον Ερντογάν για τη φονική επιδρομή του 2010 εναντίον του τουρκικού σκάφους «Μαβί Μαρμαρα», που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα.
Αργότερα, ο σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού Γιτζίτ Μπουλούτ θα έγραφε ότι έχουν απομείνει μόνο... δυόμισι μεγάλοι ηγέτες στο σύγχρονο κόσμο - πρώτος ο Ερντογάν, δεύτερος ο Πούτιν και «μισός» ο Ομπάμα!
Οι κλασικοί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας προειδοποιούσαν ότι η Ύβρις της αλαζονείας προκαλεί τη Νέμεσι της πτώσης. Στην περίπτωση του Ερντογάν, η πτώση άρχισε αμέσως μετά την ευφορία της 15ης Μαΐου - πρώτα με την έκρηξη των διαδηλώσεων του Ιουνίου, που ξεκίνησαν από μια περιβαλλοντική διαμαρτυρία για το πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης για να πάρουν διαστάσεις πανεθνικής ειρηνικής εξέγερσης εναντίον του νέου «σουλτάνου», και ύστερα με το εν εξελίξει σκάνδαλο των δωροδοκιών, που ανάγκασε τον Ερντογάν να αποδυθεί σε πεισματικό αγώνα πολιτικής επιβίωσης με αβέβαιη έκβαση.
Η χρονιά που μόλις εξέπνευσε άφησε μια βαριά κληρονομιά για το 2014, στη διάρκεια του οποίου ο Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει δύο αναμετρήσεις που θα κρίνουν το πολιτικό του μέλλον: τις τοπικές εκλογές της 30ής Μαρτίου και τις προεδρικές του Αυγούστου. Από την έκβαση των πρώτων θα κριθεί εάν ο Τούρκος πρωθυπουργός θα πάρει το «πράσινο φως» για να γίνει ο πρώτος άμεσα εκλεγμένος από το λαό Πρόεδρος της χώρας του, αφού προηγουμένως αναθεωρήσει το Σύνταγμα διαμορφών-ντας ένα προεδρικό σύστημα. Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμη κι αν φτάσει στο τέλος της τρίτης πρωθυπουργικής του θητείας αυτό θα σημάνει την πολιτική του συνταξιοδότηση, δεδομένου ότι το Καταστατικό του κυβερνώντος κόμματος, του ΑΚΡ, του απαγορεύει να διεκδικήσει για τέταρτη φορά την εξουσία.
Η αλήθεια είναι ότι ο χαρισματικός ηγέτης που κατάφερε το ακατόρθωτο για τη μετακεμαλική Τουρκία, δηλαδή να περιορίσει τους πασάδες του Στρατού στους στρατώνες τους και να στείλει στρατηγούς στη φυλακή, δεν είχε μέχρι πρότινος σοβαρό πολιτικό αντίπαλο. Ακόμη και μετά την εξέγερση της κοσμικής μεσαίας τάξης το περασμένο καλοκαίρι, οι διαδηλώσεις των οπαδών του ήταν πολλαπλάσιες εκείνων των αντιπάλων του και οι δημοσκοπήσεις τον έφερναν στα ίδια αστρονομικά ύψη όπως και στις τελευταίες εκλογές. Ωστόσο, η υπόθεση των σκανδάλων απειλεί να πετύχει αυτό που δεν πέτυχαν ούτε οι κεμαλικοί αντίπαλοι του, οδηγώντας τον Ερντογάν στη γρήγορη απαξίωση. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι'αυτό.
Πρώτα απ' όλα, οι καταγγελίες για μίζες και λαδώματα που εμπλέκουν και γιους πρώην υπουργών, ακόμη και του ίδιου του Ερντογάν, αφαιρούν από τους ισλαμιστές το ηθικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα έναντι του διεφθαρμένου κεμαλικού κατεστημένου.
Η υπόθεση των δωροδοκιών αποκτά έτσι ευρύτερη συμβολική σημασία: καταδεικνύει ότι ο εκδημοκρατισμός και η πάταξη της διαφθοράς ήταν για το ΑΚΡ και τον ηγέτη του απλώς σημαίες ευκαιρίας, μέσα για να εκδιώξουν τους αντιπάλους τους και να γίνουν οι ίδιοι «χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη», φέρνοντας νέα, πιο διεφθαρμένα τζάκια στη θέση των παλιών.
Έπειτα, η υπόθεση των σκανδάλων οδηγεί σε παροξυσμό τον υφέρποντα, καιρό τώρα, διχασμό στο εσωτερικό του ίδιου του ισλαμικού στρατοπέδου. Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι πίσω από τις έρευνες των διωκτικών Αρχών για τα σκάνδαλα του ΑΚΡ κρύβεται η πολυπλόκαμη ισλαμική αδελφότητα του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ενός μέχρι προ τίνος σημαντικού συμμάχου του Ερνταγκάν που κάποια στιγμή στράφηκε έναντιον του. Έχοντας πραγματοποιήσει βαθιά διείσδηση στη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία η Αδελφότητα Γκιουλέν έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις αποκαλύψεις για τα συνωμοτικά δίκτυα των στρατιωτικών «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα».Τον περασμένο μήνα οι ίδιοι εισαγγελείς και αστυνομικοί διευθυντές που καταδίωκαν στρατηγούς για την υπόθεση «Εργκένεκον» άνοιγαν τους φακέλους της διαφθοράς υπουργών του Ερντογάν.
Προσπαθώντας να συσπειρώσει τη λαϊκή του βάση, ο Ερντογάν απέδωσε τη σκαδαλολογία σε συνωμοσία ξένων κέντρων με μοχλό τον Γκιουλέν, φωτογραφίζοντας τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Δεν αποκλείεται οι καταγγελίες αυτές να έχουν μια ορισμένη βάση.
Από τη δεκαετία του 1960, όταν ήταν ιεροκήρυκας στα τζαμιά της Σμύρνης, ο Γκιουλέν συνδέθηκε με την Ένωση για την Καταπολέμηση του Κομουνισμού, τουρκικό παρακλάδι της νατοϊκής παραστρατιωτικής οργάνωσης Gladio (στην Ελλάδα, «Κόκκινη Προβιά»).
Οι σχέσεις του με την Αμερική ήταν πάντα άριστες. Το 2011 ο Οσμάν Νούρι Γκουντές, αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙΤ στην Κωνσταντινούπολη επί δικτατορίας Κενάν Εβρέν και σύμβουλος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τη δεκαετία του '90, ισχυρίστηκε στα Απομνημονεύματα του ότι ο Γκιουλέν συνδεόταν με τη CIA. Συγκεκριμένα, κατήγγειλε ότι εκατόν τριάντα πράκτορες της CIA δρούσαν σε πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας με κάλυμμα σχολεία της Αδελφότητας Γκιουλέν. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο Γκιουλέν είχε πάντα πολύ καλές σχέσεις με το Ισραήλ και διαφώνησε κατηγορηματικά με τη στροφή του Ερντογάν εναντίον των Ισραηλινών, ιδιαίτερα μετά την υπόθεση του «Μαβί Μαρμαρά».
Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν δεν έχει να κατηγορεί παρά μόνο τον εαυτό του. Ήταν ο ίδιος που επένδυσε στον Γκιουλέν και στους Αμερικανούς - στον πρώτο προκειμένου να καρατομήσει τους στρατιωτικούς και στους δεύτερους για να εξυπηρετήσει το μεγαλοϊδεατισμό του στην εξωτερική πολιτική. Αν αυτό το παιχνίδι υψηλού ρίσκου δεν του βγήκε και αν οι χθεσινοί υποστηρικτές του αρχίζουν σήμερα να τον βλέπουν σαν περιττό βάρος, το φταίξιμο είναι εξ ολοκλήρου δικό του.
Τα πράγματα πήγαιναν καλά για τον Ερντογάν όσο ο Μπαράκ Ομπάμα επένδυε στο χαρτί του πολιτικού Ισλάμ για να ελέγξει το χάος που του κληροδότησε στη Μέση Ανατολή ο προκάτοχος του, Τζορτζ Μπους.
Η Τουρκία του Ερντογάν φαινόταν τότε να ενσαρκώνει ένα πρότυπο προς μίμηση για τον αραβικό κόσμο, σε αντιδιαστολή με το σουνιτικό εξτρεμισμό της Αλ Κάιντα και το σιιτικό ριζοσπαστισμό του Ιράν. Η αξία χρήσης της ανέβηκε κατακόρυφα με την περίφημη «αραβική άνοιξη», που ανέτρεψε τα φιλοαμερικανικά απολυταρχικά καθεστώτα στην Τυνησία και κυρίως στη χώρα-οδηγό του αραβικού κόσμου, την Αίγυπτο, φέρνοντας στην εξουσία τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Ο «άξονας» του Ερντογάν με τον ισλαμιστή Αιγύπτιο Πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι εξυπηρετούσε εξίσου τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό και την Pax Americana. Παράλληλα, η Τουρκία έπαιζε ρόλο-κλειδί στις προσπάθειες ανατροπής του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, στηρίζοντας και καθοδηγώντας άμεσα την αρχικά κυρίαρχη ομάδα των αντικαθεστωτικών ανταρτών.
Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί όμως κατέρρευσαν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα το δεύτερο εξάμηνο του 2013.
Καθώς ο Ερντογάν ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στη Γάζα μέσω Αιγύπτου προκαλώντας το Ισραήλ, το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου που ανέτρεψε τον Μόρσι άλλαξε δραματικά το τοπίο. Οι κατηγορίες του Ερντογάν περί ισραηλινού δακτύλου στο πραξικόπημα προκάλεσαν ρήξη με το νέο καθεστώς της Αιγύπτου, το οποίο έφτασε στο σημείο να απελάσει τον πρεσβευτή της Τουρκίας. Λίγο αργότερα, η στροφή της Αμερικής στο Συριακό, με την ακύρωση των πολεμικών σχεδίων για την ανατροπή του Άσαντ, άφησε απομονωμένη την Τουρκία, ενώ στους κόλπους της ένοπλης αντιπολίτευσης κέρδιζαν έδαφος οι ακραίοι ισλαμιστές που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.
Μ'αυτά και μ'αυτά, η κυβέρνηση Ερντογάν έχασε την εμπιστοσύνη των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης και από αναντικατάστατος σύμμαχος άρχισε να μοιάζει με ενοχλητικό βάρος. Η «ανταρσία» της Αδελφότητας Γκιουλέν, ακόμη κι αν δεν οργανώθηκε από αυτούς τους κύκλους, ενθαρρύνθηκε πάντως από την αλλαγή της ατμόσφαιρας.
Ωστόσο, η αποκαθήλωση του Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί από μια άποψη ήττα και για τον Μπαράκ Ομπάμα, καθώς αντανακλά τη χρεοκοπία μιας ολόκληρης αμερικανικής στρατηγικής που είχε οικοδομηθεί πάνω στο χαρτί του πολιτικού Ισλάμ και ιδιαίτερα του τουρκικού μοντέλου. Σε τι θα δώσει τη θέση της αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο δεν είναι ακόμη ορατό.
Η αποκαθήλωση του Ταγίπ Ερντογάν σηματοδοτεί την κρίση της στρατηγικής Ομπάμα, που είχε επενδύσει στο πολιτικό Ισλάμ ως αποτελεσματικό εργαλείο ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή
Το 2013 είχε ανατείλει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο πιο ισχυρός ηγέτης της Τουρκίας μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ φαινόταν... ανοξείδωτος στα δύο απόλυτα διαβρωτικά, το χρόνο και την εξουσία, έχοντας κερδίσει τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις - την τελευταία με ποσοστό 50%.
Το Μάιο του περασμένου χρόνου, το άστρο του Ερντογάν βρέθηκε στο ζενίθ της εντυπωσιακής τροχιάς του. Στις 16 του μηνός ο Μπαράκ Ομπάμα τον υποδέχτηκε στο Λευκό Οίκο ως ηγέτη μεγάλης περιφερειακής δύναμης, αφιερώνοντας του μαραθώνιες συνομιλίες για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, προεξάρχοντος του Συριακού.
Ήταν ο ίδιος ο Ομπάμα που υποχρέωσε τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, να ζητήσει συγγνώμη από τον Ερντογάν για τη φονική επιδρομή του 2010 εναντίον του τουρκικού σκάφους «Μαβί Μαρμαρα», που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα.
Αργότερα, ο σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού Γιτζίτ Μπουλούτ θα έγραφε ότι έχουν απομείνει μόνο... δυόμισι μεγάλοι ηγέτες στο σύγχρονο κόσμο - πρώτος ο Ερντογάν, δεύτερος ο Πούτιν και «μισός» ο Ομπάμα!
Οι κλασικοί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας προειδοποιούσαν ότι η Ύβρις της αλαζονείας προκαλεί τη Νέμεσι της πτώσης. Στην περίπτωση του Ερντογάν, η πτώση άρχισε αμέσως μετά την ευφορία της 15ης Μαΐου - πρώτα με την έκρηξη των διαδηλώσεων του Ιουνίου, που ξεκίνησαν από μια περιβαλλοντική διαμαρτυρία για το πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης για να πάρουν διαστάσεις πανεθνικής ειρηνικής εξέγερσης εναντίον του νέου «σουλτάνου», και ύστερα με το εν εξελίξει σκάνδαλο των δωροδοκιών, που ανάγκασε τον Ερντογάν να αποδυθεί σε πεισματικό αγώνα πολιτικής επιβίωσης με αβέβαιη έκβαση.
Η χρονιά που μόλις εξέπνευσε άφησε μια βαριά κληρονομιά για το 2014, στη διάρκεια του οποίου ο Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει δύο αναμετρήσεις που θα κρίνουν το πολιτικό του μέλλον: τις τοπικές εκλογές της 30ής Μαρτίου και τις προεδρικές του Αυγούστου. Από την έκβαση των πρώτων θα κριθεί εάν ο Τούρκος πρωθυπουργός θα πάρει το «πράσινο φως» για να γίνει ο πρώτος άμεσα εκλεγμένος από το λαό Πρόεδρος της χώρας του, αφού προηγουμένως αναθεωρήσει το Σύνταγμα διαμορφών-ντας ένα προεδρικό σύστημα. Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμη κι αν φτάσει στο τέλος της τρίτης πρωθυπουργικής του θητείας αυτό θα σημάνει την πολιτική του συνταξιοδότηση, δεδομένου ότι το Καταστατικό του κυβερνώντος κόμματος, του ΑΚΡ, του απαγορεύει να διεκδικήσει για τέταρτη φορά την εξουσία.
Η αλήθεια είναι ότι ο χαρισματικός ηγέτης που κατάφερε το ακατόρθωτο για τη μετακεμαλική Τουρκία, δηλαδή να περιορίσει τους πασάδες του Στρατού στους στρατώνες τους και να στείλει στρατηγούς στη φυλακή, δεν είχε μέχρι πρότινος σοβαρό πολιτικό αντίπαλο. Ακόμη και μετά την εξέγερση της κοσμικής μεσαίας τάξης το περασμένο καλοκαίρι, οι διαδηλώσεις των οπαδών του ήταν πολλαπλάσιες εκείνων των αντιπάλων του και οι δημοσκοπήσεις τον έφερναν στα ίδια αστρονομικά ύψη όπως και στις τελευταίες εκλογές. Ωστόσο, η υπόθεση των σκανδάλων απειλεί να πετύχει αυτό που δεν πέτυχαν ούτε οι κεμαλικοί αντίπαλοι του, οδηγώντας τον Ερντογάν στη γρήγορη απαξίωση. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι'αυτό.
Πρώτα απ' όλα, οι καταγγελίες για μίζες και λαδώματα που εμπλέκουν και γιους πρώην υπουργών, ακόμη και του ίδιου του Ερντογάν, αφαιρούν από τους ισλαμιστές το ηθικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα έναντι του διεφθαρμένου κεμαλικού κατεστημένου.
Η υπόθεση των δωροδοκιών αποκτά έτσι ευρύτερη συμβολική σημασία: καταδεικνύει ότι ο εκδημοκρατισμός και η πάταξη της διαφθοράς ήταν για το ΑΚΡ και τον ηγέτη του απλώς σημαίες ευκαιρίας, μέσα για να εκδιώξουν τους αντιπάλους τους και να γίνουν οι ίδιοι «χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη», φέρνοντας νέα, πιο διεφθαρμένα τζάκια στη θέση των παλιών.
Έπειτα, η υπόθεση των σκανδάλων οδηγεί σε παροξυσμό τον υφέρποντα, καιρό τώρα, διχασμό στο εσωτερικό του ίδιου του ισλαμικού στρατοπέδου. Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι πίσω από τις έρευνες των διωκτικών Αρχών για τα σκάνδαλα του ΑΚΡ κρύβεται η πολυπλόκαμη ισλαμική αδελφότητα του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, ενός μέχρι προ τίνος σημαντικού συμμάχου του Ερνταγκάν που κάποια στιγμή στράφηκε έναντιον του. Έχοντας πραγματοποιήσει βαθιά διείσδηση στη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία η Αδελφότητα Γκιουλέν έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις αποκαλύψεις για τα συνωμοτικά δίκτυα των στρατιωτικών «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα».Τον περασμένο μήνα οι ίδιοι εισαγγελείς και αστυνομικοί διευθυντές που καταδίωκαν στρατηγούς για την υπόθεση «Εργκένεκον» άνοιγαν τους φακέλους της διαφθοράς υπουργών του Ερντογάν.
Η αρχή του τέλους;
Προσπαθώντας να συσπειρώσει τη λαϊκή του βάση, ο Ερντογάν απέδωσε τη σκαδαλολογία σε συνωμοσία ξένων κέντρων με μοχλό τον Γκιουλέν, φωτογραφίζοντας τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Δεν αποκλείεται οι καταγγελίες αυτές να έχουν μια ορισμένη βάση.
Από τη δεκαετία του 1960, όταν ήταν ιεροκήρυκας στα τζαμιά της Σμύρνης, ο Γκιουλέν συνδέθηκε με την Ένωση για την Καταπολέμηση του Κομουνισμού, τουρκικό παρακλάδι της νατοϊκής παραστρατιωτικής οργάνωσης Gladio (στην Ελλάδα, «Κόκκινη Προβιά»).
Οι σχέσεις του με την Αμερική ήταν πάντα άριστες. Το 2011 ο Οσμάν Νούρι Γκουντές, αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙΤ στην Κωνσταντινούπολη επί δικτατορίας Κενάν Εβρέν και σύμβουλος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τη δεκαετία του '90, ισχυρίστηκε στα Απομνημονεύματα του ότι ο Γκιουλέν συνδεόταν με τη CIA. Συγκεκριμένα, κατήγγειλε ότι εκατόν τριάντα πράκτορες της CIA δρούσαν σε πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας με κάλυμμα σχολεία της Αδελφότητας Γκιουλέν. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο Γκιουλέν είχε πάντα πολύ καλές σχέσεις με το Ισραήλ και διαφώνησε κατηγορηματικά με τη στροφή του Ερντογάν εναντίον των Ισραηλινών, ιδιαίτερα μετά την υπόθεση του «Μαβί Μαρμαρά».
Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν δεν έχει να κατηγορεί παρά μόνο τον εαυτό του. Ήταν ο ίδιος που επένδυσε στον Γκιουλέν και στους Αμερικανούς - στον πρώτο προκειμένου να καρατομήσει τους στρατιωτικούς και στους δεύτερους για να εξυπηρετήσει το μεγαλοϊδεατισμό του στην εξωτερική πολιτική. Αν αυτό το παιχνίδι υψηλού ρίσκου δεν του βγήκε και αν οι χθεσινοί υποστηρικτές του αρχίζουν σήμερα να τον βλέπουν σαν περιττό βάρος, το φταίξιμο είναι εξ ολοκλήρου δικό του.
Τα πράγματα πήγαιναν καλά για τον Ερντογάν όσο ο Μπαράκ Ομπάμα επένδυε στο χαρτί του πολιτικού Ισλάμ για να ελέγξει το χάος που του κληροδότησε στη Μέση Ανατολή ο προκάτοχος του, Τζορτζ Μπους.
Η Τουρκία του Ερντογάν φαινόταν τότε να ενσαρκώνει ένα πρότυπο προς μίμηση για τον αραβικό κόσμο, σε αντιδιαστολή με το σουνιτικό εξτρεμισμό της Αλ Κάιντα και το σιιτικό ριζοσπαστισμό του Ιράν. Η αξία χρήσης της ανέβηκε κατακόρυφα με την περίφημη «αραβική άνοιξη», που ανέτρεψε τα φιλοαμερικανικά απολυταρχικά καθεστώτα στην Τυνησία και κυρίως στη χώρα-οδηγό του αραβικού κόσμου, την Αίγυπτο, φέρνοντας στην εξουσία τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.
Ο «άξονας» του Ερντογάν με τον ισλαμιστή Αιγύπτιο Πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι εξυπηρετούσε εξίσου τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό και την Pax Americana. Παράλληλα, η Τουρκία έπαιζε ρόλο-κλειδί στις προσπάθειες ανατροπής του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, στηρίζοντας και καθοδηγώντας άμεσα την αρχικά κυρίαρχη ομάδα των αντικαθεστωτικών ανταρτών.
Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί όμως κατέρρευσαν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα το δεύτερο εξάμηνο του 2013.
Καθώς ο Ερντογάν ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στη Γάζα μέσω Αιγύπτου προκαλώντας το Ισραήλ, το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου που ανέτρεψε τον Μόρσι άλλαξε δραματικά το τοπίο. Οι κατηγορίες του Ερντογάν περί ισραηλινού δακτύλου στο πραξικόπημα προκάλεσαν ρήξη με το νέο καθεστώς της Αιγύπτου, το οποίο έφτασε στο σημείο να απελάσει τον πρεσβευτή της Τουρκίας. Λίγο αργότερα, η στροφή της Αμερικής στο Συριακό, με την ακύρωση των πολεμικών σχεδίων για την ανατροπή του Άσαντ, άφησε απομονωμένη την Τουρκία, ενώ στους κόλπους της ένοπλης αντιπολίτευσης κέρδιζαν έδαφος οι ακραίοι ισλαμιστές που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.
Μ'αυτά και μ'αυτά, η κυβέρνηση Ερντογάν έχασε την εμπιστοσύνη των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης και από αναντικατάστατος σύμμαχος άρχισε να μοιάζει με ενοχλητικό βάρος. Η «ανταρσία» της Αδελφότητας Γκιουλέν, ακόμη κι αν δεν οργανώθηκε από αυτούς τους κύκλους, ενθαρρύνθηκε πάντως από την αλλαγή της ατμόσφαιρας.
Ωστόσο, η αποκαθήλωση του Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί από μια άποψη ήττα και για τον Μπαράκ Ομπάμα, καθώς αντανακλά τη χρεοκοπία μιας ολόκληρης αμερικανικής στρατηγικής που είχε οικοδομηθεί πάνω στο χαρτί του πολιτικού Ισλάμ και ιδιαίτερα του τουρκικού μοντέλου. Σε τι θα δώσει τη θέση της αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο δεν είναι ακόμη ορατό.
Δημοσίευση σχολίου