Home » , » Μενέλαος Λουντέμης, ο συγγραφέας της παιδικής μας ψυχής

Μενέλαος Λουντέμης, ο συγγραφέας της παιδικής μας ψυχής

Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ , Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014 | 4:25 μ.μ.

Πηγή: Κοίτα τον ουρανό

Στις 22 Ιανουαρίου του 1977 πέθανε ο Μενέλαος Λουντέμης. Ο συγγραφέας του "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα", του "Συννεφιάζει" και άλλων πολύ γνωστών βιβλίων. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την απολογία του στην δίκη που διεξήχθη εναντίον του για το βιβλίο του "Βουρκωμένες μέρες", εξ’ αιτίας του οποίου κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Επίσης, στην συνέχεια, παραθέτουμε το απόσπασμα από το "Συννεφιάζει" που παραπέμπει σε αρκετά από αυτά που ανέφερε συγγραφέας στην δίκη του. Τα ορθογραφικά λάθη διατυπώθηκαν ως τέτοια από τον Λουντέμη πιθανότατα για να αναδείξει την πολυπολιτισμικότητα της Ελλάδας.

Tα συγκεκριμένα αποσπάσματα όμως, γίνονται σήμερα επίκαιρα για έναν ακόμα λόγο, καθώς μιλούν για τα απροστάτευτα φτωχά παιδάκια που δεν έχουν στέγη και φαγητό. Και με βάση τις μαρτυρίες, σήμερα, 23 Ιανουαρίου, το Ελληνικό κράτος, σκότωσε μερικά από αυτά στο Φαρμακονήσι, για να “ανακόψει τις μεταναστευτικές ροές”.
Που είναι τελικά αυτό το μέρος, που όλα τα μικρά παιδιά, έχουν στέγη και φαγητό; αναρωτιέται στο “Συννεφιάζει”, 68 χρόνια πριν, ο Μενέλαος Λουντέμης...

Απολογία Λουντέμη

Με κατηγορούν, κύριοι Δικαστές, ότι είμαι ένοχος. Και ναι ομολογώ ότι είμαι ένοχος. Είμαι ένοχος, μα όχι για αυτά που έγραψα, αλλά για αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κύριοι θα μου επιτρέψετε να κάνω μια μικρή διαδρομή μες τη ζωή μου. Όλοι φυσικά περάσαμε κάποτε απ'τα θρανία, κάναμε τη μικρή μας θητεία στη μάθηση. Και όμως, στην ηλικία των επτά ετών, που όλοι περνούν το κατώφλι του σχολείου, εγώ περνούσα το κατώφλι της βιοπάλης. Τα γράμματα, που η εκμάθηση τους είναι υποχρεωτική από το Νόμο, εγώ τ'αγόραζα με το αίμα μου, δουλεύοντας σκλαβάκι σε ξένα χέρια και όμως ο Νόμος το απαγόρευε ρητά. Είδατε από πόσο μικρός είχα αρχίσει να παραβαίνω τους νόμους;...

Ο Πρόεδρος τον διακόπτει.

-Καλά...προχωρείστε στην απολογία σας.

-Στην ηλικία των οχτώ χρονών ήμουνα πια κανονικός υπάλληλος, σένα φαρμακείο της Αίγινας, στου Κυρίου Λογοθέτη.

Υπάλληλος είπα; Μακάρι να ήμουν τέτοιος. Γιατί στιε ώρες της μεσημβρινής ανάπαυσης και μετά το βραδυνό σκόλασμα, ήμουν υπηρέτης στο σπίτι του. Άναβα φωτιά, έκανα τα ψώνια στην αγορά, έπλενα τα πιάτα, σφουγγάριζα... Αυτό συνεχιζόταν ως αργά τα μεσάνυχτα, όπου,ένα μικρό πτώμα, μάρπαζε ο ύπνος και αποκοιμιόμουν όπου βρισκόμουνα. Αλλά, και μόλα τούτα, και παρά την έλλειψη και του πιο στοιχειώδους χρόνου, κατάφερνα και έκλεβα μερικές στιγμές και πάσκιζα, κρυμμένος στο πίσω μέρος του φαρμακείου, να ξεκολλήσω κάποια γράμματα από το Ελληνικό Αλφάβητο. Αυτές είναι και οι μόνες κλοπές που έκανα σ'ολόκλητη τη ζωή μου. Αλλά αυτές γρήγορα τελείωσαν. Μια μέρα μ'έπιασαν με το βιβλίο στο χέρι και το πέταξαν στη σόμπα. Είχα κάνει βλέπετε φοβερή βεβήλωση, εγώ ο πατρίας να αγγίζω βιβλία...

Ο Πρόεδρος προσπάθησε να τον διακόψει, ο Λουντέμης όμως συνέχισε την απολογία του
-Αφήστε με παρακαλώ να συνεχίσω. Είναι αυτά που δεν έγραψα. Είχα μια αδερφούλα, που είχε μπει βαριά άρρωστη στο μικρό νοσοκομείο της Αίγινας. Κείνες τις μέρες, η κυρία μου είχε χάσει το γάντι της- ένα κοινό πάνινο μαύρο γάντι- και με βασάνιζε απ'το πρωί ως το βράδυ. Τώρα τι μπορούσα να το κάνω ένα μόνο παλιό γάντι;

Αυτό ήταν μια φιλοσοφία της κυρίας μου, που εγώ δε μπορούσα ακόμη να συλλάβω. Μετά από λίγες μέρες η αδερφούλα μου πέθανε. Ήταν η μέρα που -κατά τύχη- βρήκα κάτι από ένα έπιπλο το γάντι. "Είσαι ένας κλέφτης, μου λέει η κυρία. Φοβήθηκες το ξύλο και τόφερες, όμως το ξύλο θα το φας". Κι ήταν η μέρα που πέθανε η αδερφή μου. Και η κυρία, και ο κύριος- που τη βοήθησε στο ξύλο- το ήξεραν. Για πρόσθετη δε τιμωρία, δε μ'άφησαν να τη συνοδεύσω στον τελευταίο της παιδικό περίπατο ως το νεκροταφείο. Είχα για πολλά να κλάψω. Και πως, μόνο με δυο μάτια και με τόσα λίγα χρόνια, να κλάψεις για τόσα πολλά πράματα!...



"Συννεφιάζει"

-Το γαιδουράκι γύρισε και με κοίταξε λίγο πειραγμένο και ξανατράβηξε πάλι το δρόμο του. Ο γεράκος κάτι του είπε σταυτί , κάποιο παίνεμα, και τόκανε να το πάρει απάνω του. Γύρισα και τον κοίταξα παρακαλεστικά σαν μια γέρικη τελευταία ελπίδα.

-Μπάιτσε... του λέω. Μην ξέρεις κανένα μέρος που να'χει δουλειά για μικρά παιδιά;

Ο γέρος με κοίταξε ήμερα ήμερα σαν παλιό κόνισμα:

-Όκι... μου λέει λυπημένος. Όκι, Τσκ.

-Κανένα μέρος που να μη δουλεύουνε τα μικρά παιδιά, ξέρεις;

-Κσέρω... Όλα... Όλα τα μέρα. Τα μεγκάλοι ντουλεύουνε, τα μαλέτσκα τρώνε.

-Όμως... ξέρεις κανένα μέρος που τα παιδιά να μην έχουνε ούτε πατέρα, ούτε δουλειά και να τρώνε;

-Όκι Τέτοιο μέρο ντε κσέρω. Άκουσα πο έλεγε ένα άντρωπο, ένα ζεβζέκη... πο έλεε δεότι έκει ένα τέχιο κωριό. Ένα γκούλεμα κωριό. Μάικωβο [Μόσχα] ... Πσέματα.

-Ε τι έλεγε;

-Έλεγε δεότι όλα τα παιντιά τρώει πσωμί. Πσέματα

-Κι άμα δεν έχουν δουλειά;

-Kιάμα!

-Κι άμα δεν έχουνε πατέρα;
-Κιάμα!...κιάμα... Πσέματα-
-Μπας και τον λέγανε Δημητρό;
-Ντε κσέρω...
-Και που είναι τώρα αυτός ο άνθρωπος μπάιτσε; Θέλω να μου δείξει το δρόμο.
-Α... Το πήραν κωροφυλάκοι. Ήταν ζεβζέκ.
-Κρίμας...

Ορίστε ατυχία. Έναν άνθρωπο έκανε όλο όλο ο Θεός που ήξερε το Μάικωβο και κείνον τον πήραν οι "κωροφυλάκοι". Τι ατυχία...
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger