Του Κώστα Μ.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 έσβησε «εν όρμω» ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε με μια «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες» ο ποιητής που σ’ όλη του τη ζωή ονειρεύτηκε έναν γαλάζιο τάφο. Και τα μόνα θαλασσινά λουλούδια που τον συνόδεψαν, τα λόγια ενός ναυτεργάτη φίλο του στις θάλασσες και στα λιμάνια.
«Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή. Ο χθεσινός άνεμος έφερε σε μας τους ναυτεργάτες το πιο θλιβερό ραπόρτο… Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο από το πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκυρες τραγουδώντας δικά τους τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σερβέυ σε λίγο τελειώνει… Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο του στα αγαπημένα σου μαραμπού να μη γρυλίζουν πια.
« Αν ο Κολόμβος ανεκάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δική μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε…» έλεγες. Μα εσύ τη βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελα σου φουντάρησες, ετοίμασε για μας ένα ντοκ να δέσουμε πριμάτσα… Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κινούμε τα μαντήλια μας.
Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια. Τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ’χουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδερφέ μας ποιητή. Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι αν βρει τη ρότα που θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοι σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…».
Από το βιβλίο του Τάσου Κόρφη ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ εκδόσεις ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 έσβησε «εν όρμω» ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε με μια «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες» ο ποιητής που σ’ όλη του τη ζωή ονειρεύτηκε έναν γαλάζιο τάφο. Και τα μόνα θαλασσινά λουλούδια που τον συνόδεψαν, τα λόγια ενός ναυτεργάτη φίλο του στις θάλασσες και στα λιμάνια.
«Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή. Ο χθεσινός άνεμος έφερε σε μας τους ναυτεργάτες το πιο θλιβερό ραπόρτο… Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο από το πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκυρες τραγουδώντας δικά τους τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σερβέυ σε λίγο τελειώνει… Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο του στα αγαπημένα σου μαραμπού να μη γρυλίζουν πια.
« Αν ο Κολόμβος ανεκάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δική μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε…» έλεγες. Μα εσύ τη βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελα σου φουντάρησες, ετοίμασε για μας ένα ντοκ να δέσουμε πριμάτσα… Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κινούμε τα μαντήλια μας.
Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια. Τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ’χουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδερφέ μας ποιητή. Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι αν βρει τη ρότα που θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοι σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…».
Από το βιβλίο του Τάσου Κόρφη ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ εκδόσεις ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ
Δημοσίευση σχολίου