Η Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών αποτελεί μία από τις σημαντικότερες επιστημονικές θεωρίες, που επηρέασαν τον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης των επιστημονικών προβλημάτων στο δυτικό κόσμο και όχι μόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κάρολος Δαρβίνος, ανακαλύπτοντας και προτείνοντας το μηχανισμό της Εξέλιξης, δεν τροποποίησε μόνο τον τρόπο σκέψης των σύγχρονων βιοεπιστημόνων, αλλά επηρέασε σημαντικά και την αντίληψη του «μέσου ανθρώπου» για το περιβάλλον του (Mayr, 1999). Γράφει ο Μιχάλης Σαριγγέλης*
Καθώς το HMS Beagle επισκοπούσε τις άγριες ακτές της Νότιας
Αμερικής, ο Δαρβίνος άρχισε να φτιάχνει θεωρίες για τα θαύματα της φύσης
γύρω του.
Ο T. Dobzhansky (1973), στο άρθρο του «Τίποτα στη Βιολογία δεν έχει νόημα, παρά μόνο υπό το φως της Εξέλιξης», σημειώνει ότι: «Υπό
το φως της Εξέλιξης, η Βιολογία είναι ίσως η επιστήμη που προσφέρει τη
μεγαλύτερη έμπνευση και ικανοποίηση. Χωρίς το φως της Εξέλιξης, γίνεται
ένας σωρός από διάφορα γεγονότα, μερικά από τα οποία είναι ενδιαφέροντα ή
αξιοπερίεργα, αλλά που δε συγκροτούν ως σύνολο μια εικόνα με νόημα…».
Είναι
γεγονός ότι η κατανόηση της Θεωρίας της Εξέλιξης μετατρέπει τη Βιολογία
από μια στείρα περιγραφή φυτικών και ζωικών οργανισμών με ασύνδετη
ανάπτυξη των επιμέρους κλάδων της Φυσιολογίας, Εμβρυολογίας κλπ., σε μια
σύνθετη επιστήμη. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Θεωρία της Εξέλιξης
αποτελεί την κεντρική θεωρία στη Βιολογία, καθώς η διατύπωση της
αποτέλεσε το βασικό ενωτικό ιστό, ώστε η Βιολογία να «ενηλικιωθεί» ως
επιστήμη βρίσκοντας ένα βασικό πρίσμα μέσω του οποίου είναι δυνατή η
ολόπλευρη εξέταση του αντικειμένου της (Καστρίτσης, 1998). O Stephen Jay
Gould (1999) παρατηρεί ότι «η εκπαίδευση στη Βιολογία, χωρίς την
κεντρική έννοια της Εξέλιξης, είναι κάτι σαν την εκπαίδευση στη Χημεία
χωρίς τον περιοδικό πίνακα…». Όπως γίνεται αντιληπτό, η Θεωρία της
Εξέλιξης χαρακτηρίζεται ως ο θεμέλιος λίθος της σύγχρονης Βιολογίας
(American Association for the Advancement of Science, 1989; National
Association of Biology Teachers, 1995; National Research Council, 1985;
Moore, 2000; Nelson & Skehan, 2000; Rutledge & Warden, 1999).
Έτσι, προκύπτει ένα εντελώς νέο πρίσμα μέσω του οποίου εξετάζονται τα
βιολογικά ζητήματα, με τις αντίστοιχες δυσκολίες που προκύπτουν στην
αποδοχή του τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τους εκπαιδευτικούς των
φυσικών επιστημών (Rudolph & Stewart, 1998).
Όλα τα παραπάνω συγκροτούν ένα θεμελιώδες επιχείρημα για την ένταξη της Εξελικτικής Θεωρίας στα
αναλυτικά προγράμματα σπουδών των σχολείων και την εκτενή διδασκαλία
της στο μαθητικό πληθυσμό όλων των χωρών που επιθυμούν τη μόρφωση και
κατάρτιση των μαθητών/-τριών τους στις βιολογικές επιστήμες.
Το παραπάνω επιχείρημα ενισχύουν ερευνητές από όλο τον κόσμο, που
ασχολούνται με την εκπαίδευση και το βιολογικό εγγραμματισμό. Η
κατανόηση της Θεωρίας της Εξέλιξης θεωρείται από πολλούς ιδιαίτερης
σημασίας, ώστε να μπορούν οι μαθητές/-τριες να συνθέσουν και να
ενοποιήσουν ποικίλες βιολογικές έννοιες (Demastes et al, 1995; Settlage,
1994). Η διδασκαλία της Εξέλιξης χαρακτηρίζεται καίριας σημασίας και
από πολλούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, οι οποίοι παρουσιάζουν
επιχειρήματα υπέρ της διδασκαλίας της αναγνωρίζοντας ότι: α)
εννοιολογικά σχήματα όπως η Εξέλιξη εξοπλίζουν τους μαθητές με δυναμικές
ιδέες, που τους βοηθούν να καταλαβαίνουν το φυσικό κόσμο, β) η έννοια
της Εξέλιξης θα πρέπει να «διαπερνά» τα Α.Π. όλων των βιολογικών
επιστημών, από τις μικρότερες μέχρι τις μεγαλύτερες τάξεις, γ) η
εισαγωγή της Θεωρίας της Εξέλιξης έγκαιρα και όχι με περίπλοκο τρόπο
μπορεί να συνθέσει πολλά φαινομενικά αταίριαστα γεγονότα, ώστε η
Βιολογία να μη διδάσκεται ως κατάλογος γεγονότων, δ) η έννοια της
εξέλιξης αποτελεί οργανικό στοιχείο της Βιολογίας και άλλων κλάδων, όπως
της Αστρονομίας, Γεωλογίας κ.τ.λ. (Πρίνου et al, 2004:261).
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου