Σάββατο, 23 Αυγούστου
Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας σε λίγο, αυτό που βιώσαμε τις επόμενες ώρες δεν περιγράφεται. Ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης δε θα μπορούσε να το στήσει. Αν το παρακολουθήσατε από την τηλεόραση (το «Αλ Τζαζίρα» είχε απευθείας μετάδοση, όπως και το «Ραματάν», ενώ υπήρχαν δεκάδες συνεργεία των μεγαλύτερων τηλεοπτικών δικτύων), ίσως να πήρατε μια μικρή γεύση. Γεύση, όμως, γιατί η εμπειρία είναι άλλο πράγμα και μια τέτοια εμπειρία δεν έχει κανείς την ευκαιρία να τη ζήσει πολλές φορές στη ζωή τους.
Με το που πλησιάζουμε στο ένα μίλι από το λιμανάκι (μια μικρή ιχθυόσκαλα είναι για την ακρίβεια) της Γάζας, σκάνε μύτη η πρώτη ψαρόβαρκα κι ένα κανό. Πλησιάζουν το «Δημήτρης Κ». Εμείς ακολουθούμε. Σε λίγο το «Δημήτρης Κ» βρίσκεται μέσα σ’ έναν κλοιό.
Ψαρόβαρκες και κάτι γερασμένα καΐκια μοιάζουν σαν τσαμπιά από σταφύλια με ρώγες ανθρώπους. Ανεμίζουν παλαιστινιακές σημαίες, φωνάζουν, σφυρίζουν, σηκώνουν τα χέρια με το σήμα της νίκης. Γυρίζουν γύρω από το σκάφος σαν σβούρες. Μόνο στη Νάπολη τ’ αυτοκίνητα γυρίζουν έτσι. Ομως εδώ είμαστε στη θάλασσα. Ο αμερικανός καπετάνιος του «Δημήτρης Κ» σαστίζει και κάνει κράτει. Τον περνάμε αναγκαστικά από δεξιά, αναζητώντας τρόπο να μη προκαλέσουμε κανένα ατύχημα. Ετσι, ο Γιώργης ο Κλώντζας, ένα 38χρονο παλικάρι από τον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης, είναι ο πρώτος καπετάνιος που φτάνει με το ομώνυμο καΐκι στη Γάζα, μετά από 41 συναπτά έτη. Και μεις έχουμε τη μεγάλη τιμή να είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι που επισκέπτονται από θαλάσσης τη Γάζα μετά το 1967.
Εμείς είμαστε περικυκλωμένοι από βάρκες και καΐκια, που πλέον έρχονται κολλητά με το καΐκι. Ακούμε φωνές: Γουελκάμ του Γκάζα, Αλάου ακμπάρ, φρι-φρι-Παλεστάιν κι άλλες φράσεις που δεν τις καταλάβαινα. Στα βράχια γύρω από το μικρό λιμανάκι και στη στεριά χιλιάδες άνθρωποι. Αμέτρητοι. Δεν ξέρω πόσοι είναι, αλλά ξεπερνούν τις 20 χιλιάδες. Ανδρες, γυναίκες, παιδιά, φωνάζουν, σφυρίζουν, χαιρετούν. Βλέπω φλας ν’ αστράφτουν συνεχώς. Φωτογραφίζουν οι περισσότεροι με τα κινητά, λιγότεροι με φωτογραφικές μηχανές. Οσοι έχουν καταφέρει να μπουν σ’ ένα καΐκι ή μια ψαρόβαρκα αισθάνονται τυχεροί. Ακουμπούν τα σκάφη, μας δίνουν τα χέρια, μας τραβούν πάνω τους και φιλιόμαστε τέσσερις φορές σταυρωτά.
Δάκρυα αυλακώνουν τα αξύριστα και τραχιά πρόσωπα ψαράδων. Ενας γέρο-ψαράς κάνει πρώτος την αρχή. Μ’ ένα σάλτο ανεβαίνει στο καΐκι μας και μας φιλά όλους έναν-έναν. Το σύνθημα έχει δοθεί. Σαν σε πειρατικό ρεσάλτο αρχίζουν και σαλτάρουν όλοι πάνω. Οι πιτσιρικάδες δεν κρατιούνται. Βουτάνε με τα ρούχα στη θάλασσα, κολυμπούν μέχρι το καΐκι μας, αρπάζονται από τα σκοινιά κι ανεβαίνουν πάνω σαν τις γάτες. Σε λίγο δεν υπάρχει ούτε εκατοστό από το καΐκι άδειο. Ξαφνικά βλέπω ένα τσούρμο πιτσιρικάδες ανεβασμένους στο άλμπουρο, όπου βρισκόταν το ραντάρ και οι κεραίες των δορυφορικών συστημάτων με την επικίνδυνη ακτινοβολία. Μέσα στο πανδαιμόνιο φωνάζω στη Νταρλίν, της δείχνω το άλμπουρο, καταλαβαίνει και τρέχει και κλείνει το δορυφορικό.
Πλέον έχουμε αφεθεί στις αγκαλιές τους. Ο Γιώργης δείχνει σα χαμένος μ’ αυτό που βλέπει, αλλά το ένστικτο του ναυτικού λειτουργεί. Διώξε τους, θα ρίξω άγκυρα, μου φωνάζει. Σπρώχνω μερικούς πιτσιρικάδες από την πλώρη για να γίνει χώρος. Ο Γιώργης δίνει ένα σάλτο σαν αίλουρος από το τιμόνι στην πλώρη και ρίχνει μόνος του την άγκυρα. Οι πιτσιρικάδες κολυμπάνε γύρω-γύρω σε απόσταση 2-3 μέτρων. Το καΐκι μας είναι αγκυρωμένο από την πλώρη, αλλά η πρύμνη είναι ελεύθερη. Βάρκες και καΐκια το τριγυρίζουν, έμπειρα χέρια ψαράδων το σπρώχνουν, φέρνουμε γύρω-γύρω μ’ έναν αργό ρυθμό, σαν τα καρουζέλ. Η πλάκα είναι πως δεν υπάρχει η παραμικρή πρόσκρουση. Εκεί που σκέφτεσαι «τι κάνει αυτός ο τρελός, θα χτυπήσουμε», ο Παλαιστίνιος κάνει έναν απότομο ελιγμό και περνάει ξυστά, ενώ μερικοί από τους επιβαίνοντες σπρώχνουν το καΐκι μας με τα χέρια και η πρόσκρουση αποφεύγεται. Η εικόνα θυμίζει τσίρκο. Τα κανάλια ανεβαίνουν στο σκάφος, μας ζητούν συνεχώς δηλώσεις σε σπαστά ή καλά αγγλικά, εγώ τουλάχιστον λέω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια.
Εχει περάσει κάνα μισάωρο μέσα σ’ αυτή την τρέλα, όταν καταφθάνει ένα μικρό σκάφος. Είναι ο λιμενάρχης της Γάζας με δυο-τρεις δικούς του. Ο λιμενάρχης, ένας 45άρης γεροδεμένος άνδρας, μέτριου αναστήματος, με τον ασύρματο στη δεξιά πλευρά της ζώνης και το σαρανταπεντάρι καλά δεμένο στην αριστερή, δείχνει ανήσυχος και προσπαθεί να διώξει τον κόσμο από το καΐκι μας. Οταν καταλαβαίνει ότι είμαστε Ελληνες, έρχεται και μας φιλά έναν-έναν. Σε λίγο καταφθάνουν κι άλλα σκάφη με μαυροντυμένους ένοπλους. Καταλαβαίνουμε ότι είναι η Αστυνομία της Χαμάς. Με φωνές και με σπρωξιές προσπαθούν να βγάλουν την πιτσιρικαρία από το καΐκι. Αντε, όμως, να κάνουν ζάφτι τα κανάλια.
Ερχονται και κάτι άλλοι τύποι, ντυμένοι με κιτρινόμαυρες φανέλες και μακριά σορτς, λες και βλέπεις τον Αρη Θεσσαλονίκης σε προπόνηση. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, πρέπει να είναι η παλιά αστυνομία του Αμπάς. Είναι όλοι τους ξυπόλυτοι και άοπλοι, αλλά θέλουν να μείνουν πάνω στο σκάφος. Γίνεται ένα φραστικό επεισόδιο ανάμεσα σ’ έναν απ’ αυτούς και έναν Χαμασίτη ένοπλο, κάτι λένε, πέφτει μια σπρωξιά. Καθώς τους χωρίζουν, έρχεται ο λιμενάρχης και με επιτακτικό ύφος τους βάζει να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Το επεισόδιο έληξε εν τη γενέσει του.
Σε λίγο έρχεται ο υπουργός Παιδείας και Αθλητισμού, που ήταν ένας από τους φορείς που μας είχαν καλέσει στη Γάζα. Τον συνοδεύουν τα κανάλια, ενώ η φρουρά του είναι παρούσα αλλά διακριτική. Μιλά για τα βάσανα του λαού της Γάζας, για τον αποκλεισμό και τα δεινά που έχει επιφέρει, μας ευχαριστεί. Ψάχνω τον Πισσία. Τον βρίσκω και μιλά στον υπουργό αραβικά. Οταν καταλαβαίνει ότι είμαστε Ελληνες μας αγκαλιάζει και μας φιλά με τον παραδοσιακό τρόπο.
Οι μαυροντυμένοι ένοπλοι μας μαζεύουν στη μια πλευρά του καϊκιού. Είναι φανερό ότι φοβούνται για τις ζωές μας, ότι φοβούνται ισραηλινή προβοκάτσια. Ο Γιώργης μαζεύει την άγκυρα και με ελάχιστη ταχύτητα, πλέοντας ανάμεσα σε ψαρόβαρκες, σε πιτσιρικάδες που παραμένουν στο νερό και σε σκάφη γεμάτα με ένοπλους με το δάχτυλο στη σκανδάλη των καλάζνικοφ, φτάνουμε σ’ ένα μικρό ντόκο, όπου ήδη βλέπουμε πλαγιοδετημένο τη «Δημήτρης Κ».
Δένουμε κι εμείς. Μαυροντυμένοι ένοπλοι και άλλοι με μαύρα ρούχα και κόκκινους μπερέδες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο στην ακτή. Μας βγάζουν σχεδόν σηκωτούς από το σκάφος, κάνουν γύρω μας έναν κλοιό, σπρώχνουν το πλήθος στην άκρη και μας οδηγούν σ’ ένα μικρό λεωφορείο. Ο κόσμος μας φωνάζει, απλώνει τα χέρια να μας αγγίξει. Τα ‘χουμε χαμένα. Νομίζουμε πως ζούμε κάποιο όνειρο. Πριν από τέσσερις ώρες, περιμέναμε το ισραηλινό ναυτικό να έρθει να μας συλλάβει ή να μας ρίξει μερικές προειδοποιητικές βολές για να ψαρώσουμε και τώρα είμαστε στη Γάζα και μας υποδέχονται σαν απελευθερωτές! Ποιους; ένα τσούρμο καλοζωισμένων δυτικών. Ποιοι; Ο αδούλωτος λαός της Γάζας, η παλαιστινιακή φτωχολογιά, αυτοί που πολεμούν τόσες δεκαετίες τώρα για τη λευτεριά τους.
Καθώς οι ένοπλοι μας πηγαίνουν σηκωτούς προς το πουλμανάκι, μια τέντα στη στεριά καταρρέει. Ηταν τόσοι πολλοί οι πιτσιρικάδες που είχαν ανέβει πάνω, που η πρποχειρη κατασκευή δεν άντεξε! Πέφτουν πάνω στα κεφάλια όσων κάθονταν από κάτω, απ’ ό,τι πρόλαβα να δω δε χτύπησε κανένας, τουλάχιστον σοβαρά. Οι ένοπλοι που μας κουβαλούν είναι κι αυτοί συγκινημένοι. Γουελκάμ του Γκάζα, μου ψιθυρίζει ένα παλικαράκι που δεν πρέπει να ήταν περισσότερο από 18 χρόνων. Πάρα πολλοί απ’ αυτούς τους ενόπλους είναι νεαροί, σχεδόν παιδιά. Μας βάζουν στο πουλμανάκι και διαπιστώνω ότι είμαστε μόνο 7-8 άτομα. Οι ένοπλοι στέκονταν όρθιοι στο διάδρομο με τα καλάζνικοφ έτοιμα.
Εξω από το λεωφορείο άλλοι ένοπλοι προσπαθούν να κρατήσουν το πλήθος στην άκρη. Οι πιτσιρικάδες περνούν κάτω από τα χέρια τους, χτυπούν το λεωφορείο, κάνουν το σήμα της νίκης. Με δυσκολία ανοίγουν δρόμο και το πουλμανάκι ξεκινά με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον κακοτράχαλο δρόμο. Μπροστά και πίσω είναι μερικά ανοιχτά φορτηγάκια με ενόπλους κρεμασμένους στην καρότσα τους και έτοιμους να πηδήξουν έξω ανά πάσα στιγμή. Δεξιά έχουμε τη θάλασσα και αριστερά μας καλύπτουν κάποιες μοτοσικλέτες. «Ποιος είμαι, ο Κλίντον;», λέω καλαμπουρίζοντας και διαπιστώνω πως δεν υπάρχει κανένας άλλος Ελληνας για να καταλάβει. Μια σκωτσέζα φίλη, ταχυδρόμος το επάγγελμα, που μπήκε στο καΐκι μας από την Κύπρο, με κοιτάζει απορημένη. Επαναλαμβάνω τη φράση στα αγγλικά και σκάμε στα γέλια.
Ξενοδοχείο «Αλ Ντέιρα». Παλιό, αρχοντικού αραβικού στιλ, με μια τεράστια ταράτσα εκεί που σκάει το κύμα της Γάζας. Οι υπάλληλοι δείχνουν τυπικοί, αλλά στα μάτια τους διαβάζεις τη χαρά. Μας οδηγούν στην ταράτσα, υπό το άγρυπνο βλέμμα των ενόπλων, οι οποίοι μένουν απέξω. Μέσα είναι άλλοι, με πολιτικά, χωρίς να φέρουν φανερά όπλο, αλλά καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι για την ασφάλειά μας.
Συνεννοούνται κυριολεκτικά με τα μάτια. Ο υπάλληλος του ξενοδοχείου που έρχεται να πάρει τα διαβατήριά μας δεν κρατιέται και μιλά με πάθος: «Καλωσορίσατε στη Γάζα. Εσείς που σπάσατε τον αποκλεισμό από σήμερα είσαστε Παλαιστίνιοι». Μας προσφέρουν παγωμένη σουμάδα. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο πρόεδρος της Βουλής, ένας σεβάσμιος γέροντας. Μας χαιρετά έναν-έναν, 45 άτομα. Ο 46ος λείπει. Είναι ο Πισσίας. Τελευταία φορά τον είδα στο καΐκι. Ο δημοσιογράφος του «Αλ Τζαζίρα» που ακολουθούσε την αποστολή προσέγγισε με ένα άλλο σκάφος το δικό μας, οι ένοπλοι δεν τον άφηναν ν’ανέβει πάνω, προσπάθησα να τους πω ότι ο άνθρωπος είναι μέλος της αποστολής, αλλά άντε να συνεννοηθείς με ανθρώπους που δε μιλούν αγγλικά και συ δεν ξέρεις ούτε μια αραβική λέξη, εκτός από το «γεια σας» και το «καλημέρα». Μου ζήτησε να βρω τον Vaggelis, φώναξα τον Πισσία, κάτι είπαν στα αραβικά και πέρασε στο σκάφος του «Αλ Τζαζίρα». Κατάλαβα, ότι τον ήθελαν για κάποια ζωντανή παρέμβαση, γιατί είναι ο μόνος δυτικός της αποστολής που μπορεί να μιλήσει και αραβικά. Υπάρχει μια μικρή ανησυχία σε κάποιους της αποστολής, τους καθησυχάζω και σε λίγο ο Βαγγέλης έρχεται χαμογελαστός.
Στο μεταξύ, εμείς έχουμε γνωριστεί με μερικούς από τους φίλους του. Ο Ντολφ, ένας 46άρης φαρμακοποιός έξω καρδιά, υποψήφιος βουλευτής με το Λαϊκό Μέτωπο, αλλά πρόσωπο ευρείας αποδοχής, όπως σύντομα καταλαβαίνουμε, που έχει σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, γίνεται ο μεταφραστής μας. Δεν ξεκολλά από την παρέα μας. Ο διευθυντής του νοσοκομείου της Γάζας έρχεται στην παρέα μας και μας εξηγεί στ’ αγγλικά, ότι το κλίμα άλλαξε τις δυο τελευταίες μέρες, όταν φύγαμε από την Κύπρο. Ηταν τόση η πίεση των διεθνών ΜΜΕ, που η Τζίπι Λίβνι αναγκάστηκε να κάνει γαργάρα την απειλητική δήλωσή της, ότι καλό είναι να ξέρουμε κολύμπι, γιατί θα μας βυθίσουν. Οταν έρχεται ο Πισσίας, χάνεται στις αγκαλιές τους.
Ο Ντολφ κάνει ένα τηλεφώνημα στ’ αραβικά. Μας λέει ότι σε λίγο θα μας επισκεφτεί ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο και θέλει να μιλήσει με την ελληνική αποστολή. Σε ένα δεκάλεπτο ειδοποιούμαστε ότι ήρθε. Είναι ο επικεφαλής της Ισλαμικής Τζιχάντ στη Γάζα, ένα από τα πιο καταζητούμενα πρόσωπα (δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί). Εκείνη τη στιγμή με καλούν να βγω στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του καναλιού «Σίγμα» της Κύπρου. Καθυστερώ λίγο, καθυστερεί και ο Πισσίας για να με πάρει, αναγκάζομαι να κλείσω κάπως αγενώς την επικοινωνία και ξαφνικά βρίσκω μπροστά μου 4-5 «ντουλάπες» που μου κλείνουν το δρόμο. Ask him, λέει ο Πισσίας, η μια από τις «ντουλάπες» ρίχνει μια ματιά έξω, κάποια άλλη «ντουλάπα» του γνέφει καταφατικά, ο κλοιός ανοίγει.
Το στέλεχος της Τζιχάντ (αυτή τη στιγμή ξεχνώτο όνομά του) είναι ένας όμορφος 45άρης άντρας, με πολύ στοχαστικό πρόσωπο, ντυμένος απλά, με ένα μπλουτζίν και ένα πουκάμισο. Συζητάμε μαζί του πολιτικά σε μια γωνιά της ταράτσας και καταλαβαίνουμε ότι ήταν ιδιαίτερη τιμή που εμφανίστηκε τόσο σύντομα για να μας συναντήσει. Ο λόγος του είναι βαθύτατα πολιτικός, χωρίς τυπικότητες, χωρίς στρογγυλέματα, χωρίς ίχνος υποκρισίας. Αναφέρεται στο ιστορικό του αποκλεισμού της Γάζας. Εξηγεί ότι η οργάνωσή του δεν πήρε μέρος στις εκλογές, γιατί δεν ήθελε να γίνει μέρος ενός συστήματος υποταγής στους Αμερικανούς και Ευρωπαίους, που την ήθελαν ως διακοσμητικό στοιχείο σε μια ειρήνη με τους όρους της ισραηλινής κατοχής. Οταν όμως τ’ αδέρφια μας της Χαμάς, όπως τους αποκαλεί, πήραν την εξουσία, λόγω της διαφθοράς της Φάταχ, έπεσαν όλοι πάνω στη νόμιμη κυβέρνηση του παλαιστινιακού λαού και φτάσαμε στον αποκλεισμό. Χαρακτηρίζει ιστορική την αποστολή μας. Από σήμερα, λέει, η Γάζα γυρίζει σελίδα. Οι αραβικές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να στείλουν πλοία στη Γάζα. Δε μπορεί να ήρθατε εσείς οι Δυτικοί και να μην έρχονται οι Αιγύπτιοι που είναι δίπλα. Πιέστε τις κυβερνήσεις σας ν’ αρχίσουν την επικοινωνία με τη Γάζα. Το πρόβλημά μας δεν είναι ότι δεν έχουμε λεφτά, αλλά ότι δεν έχουμε προϊόντα ν’ αγοράσουμε. Ακόμα και προϊόντα πρώτης ανάγκης. Ελάτε αύριο να σας πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο, να δείτε την πραγματική φτώχεια στη Γάζα, έξω απ’ αυτό το πολυτελές ξενοδοχείο.
Καταλαβαίνοντας ότι δε μπορεί να μείνει για πολύ, του ζητάμε νέα συνάντηση, για να συζητήσουμε για στρατηγική και τακτική. Συμφωνεί ευχαρίστως και το ραντεβού κλείνεται. Μας χαιρετά ευγενικά, περνά από διπλανά τραπέζια όπου κάθονται στελέχη άλλων οργανώσεων και παρατηρώντας τον από μακριά διαπιστώνω ότι είναι ένα πρόσωπο που χαίρει μεγάλου σεβασμού. Το βλέπω στον τρόπο με τον οποίο τον χαιρετά το προσωπικό του ξενοδοχείου. Οι σερβιτόροι παρατούν τα πόστα τους και σπεύδουν να τον χαιρετίσουν.
Στην παρέα μας έρχονται δύο στελέχη του Λαϊκού Μετώπου μαζί με μια παρέα πιτσιρικάδες, μέλη ενός Πολιτιστικού Κέντρου, που φορούν όλοι μπλουζάκια με τη φωτογραφία του Τσε. Μετά το δείπνο, μας καλούν σ’ έναν κύκλο που δημιούργησαν. Μας παρουσιάζουν παλαιστινιακούς χορούς και τραγούδια, ενώ ένας νεολαίος κάνει εκπληκτικές μιμήσεις. Από Γιασέρ Αραφάτ και Σαντάμ Χουσεΐν μέχρι Καντάφι και Χασάν Νασράλα. Η συντροφιά κρατάει μέχρι τις 12. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είμαστε κουρασμένοι και μας χαιρετούν. Εχουμε μείνει ο Τάκης ο Πολίτης, ο Γιάννης ο Καρυπίδης κι εγώ, μαζί με δυο-τρεις ξένους. Η αδρεναλίνη είναι τόσο ψηλά, που δε μπορώ να κοιμηθώ. Παρατηρώ ότι το ξενοδοχείο φρουρείται δρακόντεια. Μαυροντυμένοι με καλάζνικοφ από τη μεριά της θάλασσας, άντρες με φόρμες παραλλαγής και καλάζνικοφ μπροστά και τρεις-τέσσερις με κουστούμια στην ταράτσα.
Η πρώτη νύχτα στη Γάζα έκλεισε σαν σ’ ένα όνειρο. To πρωί ξεπνώ κατά τις 6. Οι κουστουμαρισμένοι ήταν στην ταράτσα με το μάτι γαρίδα. Από κάτω έσκαγε το κύμα και στο βάθος τα δυο καΐκια μας φυλάσσονταν από ένα τσούρμο μαρυροφορεμένων ενόπλων.
Δημοσίευση σχολίου