Του Μάκη Γεωργιάδη
Τα θεμέλια του οικοδομήματος είναι έτοιμα. Εδώ και χρόνια θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλού διαβρωτικές εκσκαφές, αλλού επιχωματώσεις, αλλού λαξευμένοι ογκόλιθοι. Πάνω στα σχέδια οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες ενός κόσμου από φωτιά, ατσάλι και βαριά σιωπή μελετούν και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τα τείχη είναι πάντα εκεί, και πάντα στη θέση τους. Τα τείχη που υψώνονται πάντοτε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Αυτά τα τείχη με τις μαγικες τους ιδιότητες που πότε πότε εξαφανίζονται μέσα στην ομίχλη. Γίνονται αδιόρατα για κάποιους πεπλανημένους και διαπερατά για τους υποταγμένους. Υψώνονται γρανιτένια κι απόρθητα για τους απόκληρους και για κάποιους ανυπότακτους. Υπερπροστατευυτικά και οικεία για τους εναλλασσόμενους στην εξουσία δεσπότες, κύριους και αφεντάδες, ξένα ως και θανατηφόρα για τους κολασμένους του άλλου κόσμου.
Αυτά τα τείχη ποτέ δεν γκρεμίστηκαν στις δικές μας πόλεις. Για κανέναν Ήρων κι από κανένα θαύμα. Τα τείχη ρίζωσαν στις πόλεις μας για να χωρίζουν διακριτά και ξεκάθαρα τους δύο κόσμους. Ακόμη κι αν τα περιτοιχισμένα κτίρια υπέστησαν ζημιές, του συστήματος οι μηχανικοί φτιάχνουν νέα σχέδια. Νέα θησαυροφυλάκια για τα λάφυρα που θα αρπάξουν και νέες θυρίδες για να φυλάξουν το κενό της ματαιοδοξίας. Νέοες πολυώροφες επαύλεις και μέγαρα για να στεγάσουν την ακόρεστη μισαλλοδοξία
Ο δήθεν νέος κόσμος τους βγαίνει από τα έγκατα της ιστορίας. Μικρές αφιονισμένες κάστες προυχόντων λεηλατούν αμείλικτοι για να καταφέρουν να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους και το συσσωρευμένο πλούτο. Η νύχτα που θεμελιώνουν τα οικοδομήματά τους μοιάζει εφιαλτικά με τη νύχτα που θεμελίωναν οι Φαραώ στην Αίγυπτο τις πυραμίδες. Με το ανθρώπινο αίμα να ρέει στα θεμέλια τους άφθονο, αχνιστό μα χωρίς να στέκεται ικανό να ξεδιψάσει την ακόρεστη δίψα για χρυσάφι κανενός μίδα. Από τότε τα τείχη απανταχού της γης έχουν το άρωμα αυτής της πνιγηρής σκουριάς και τα θεμέλια των οικοδομημάτων της άρχουσας τάξης διψούν πάντα για ανθρώπινο αίμα.
Με αυτό το αίμα των δικών μας ανθρώπων, των ανθρώπων του κόσμου που διψάει για ζωή έχει χτιστεί πέτρα τν πέτρα ο κόσμος των αρχόντων. Αιώνες και εκατομμύρια μερόνυχτα πάνω σε αυτό το δεδομένο θεμελιώνεται. Ωμά και ξεδιάντροπα, πότε για τη δημοκρατία τους, πότε για την ειρήνη, πότε για την ψευδεπίγραφη ελευθερία και την ευημερία τους. Ποοτέ δεν έπαψαν να εφευρίσκουν προστάγματα και σημαίες ευκαιρίας για να λεηλατούν και να καίνε. Μόνο που στη σημερινή σιδερόφρακτη πόλη μας, εκεί που τα τείχη ορθώνονται ακόμη πιο ψηλά κι απότομα τίποτα από αυτά δεν είναι η σημαία τους. Ούτε καν το έθνος και η «ελευθερία» του, ούτε η απολυταρχική δημοκρατία τους, μήτε η ανάλγητη δικαιοσύνη τους. Παρά μόνο ο ζόφος και τα πλούτη τους. Με τις ευλογίες των ντόπιων και των ξένων οικονομικών ιερατείων. Αυτό που ζητούν είναι κι άλλο αίμαι για τη θεμελίωση του νέου οικοδομήματος…
Σιδερόφρακτες πόλεις και σκλάβοι που σέρνουν ιις αλυσίδες τους. Η ουσία του πολέμου εγκλωβισμένη στην εικόνα. Μια πόλη νεκροταφείο με μοναδικούς της θαμώνες τεχνοκράτες και κάποιους αργόσχολους στα καφενεία. Ποτέ δε θα δεις στις ειδήσεις τις επαύλεις φρουρούμενες από ενόπλους και τα ηλεκτροφόρα σύρματα. Απ΄ έξω τα παραπήγματα, τα γκέτο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θέατρα συγκρούσεων, τυφλής βίας και ωμής καταστολής Π ατσαλένιος βραχίονας του κράτους, άκαμπτος και αδυσώπητος και ο Ιαβέρης στη γωνία έτοιμος να αρπάξει τον Αγιάννη που μόλις βούτηξε ένα καρβέλι ψωμί. Δεν είναι ακήρυχτος αυτός ο πόλεμος. Υπάρχει και είναι εδώ.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα. Μην περιμένεις όμως να τον δεις στην τηλεόραση. Τα δελτία δεν προλαβαίνουν να ασχοληθούν με την πραγματική ζωή που κυλάει στους δρόμους. Δεν υπάρχει χώρος για τα θύματα του κοινωνικού ολοκαυτώματος και του απελαύνοντας φασισμού. Άλλωστε είναι κι αυτοί από τη μέσα μεριά των τειχών. Τα τείχη και τα περίκλειστα οικοδομήματα θέλουν να διαφυλάξουν για να συνεχίσουν και οι ίδιοι απρόσκοπτοι την κυριαρχία τους. Υπάρχει πόλεμος και είναι εδώ, μόνο που και εμείς πέφτουμε ακόμη εύκολα στην παγίδα τους και η δική μας πλεύρά γέμισε στρατηγούς που ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Χαράζει την πορεία του και δεν αντιλαμβάνεται πως ο πόλεμος αυτός θα τελειώσει μόνο όταν πέσουν οριστικά τα τείχη και γκρεμιστούν τα απέναντι οικοδομήματα πριν τα θεμεέλια και οι πέτρες τους βαφτούν πάλι και πάλι με αίμα. Μόνο που σήμερα ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος αλλά εχθρός μας.. Η κλεψύδρα αδειάζει και οι απέναντι, πάνοπλοι και έτοιμοι, περιμένουν να δουν και πάλι να χάνουμε το δρόμο. Αν τον χάσουμε και λοξοδρομήσουμε, τότε, αλίμονο, το τοπίο γύρω θα είναι η δίψα και η έρημος. Όπως τη νύχτα εκείνη που θεμελίωναν τις πυραμίδες…
Μάκης Γεωργιάδης
ΙΧ – Χ – 2012
Τα θεμέλια του οικοδομήματος είναι έτοιμα. Εδώ και χρόνια θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλού διαβρωτικές εκσκαφές, αλλού επιχωματώσεις, αλλού λαξευμένοι ογκόλιθοι. Πάνω στα σχέδια οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες ενός κόσμου από φωτιά, ατσάλι και βαριά σιωπή μελετούν και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Τα τείχη είναι πάντα εκεί, και πάντα στη θέση τους. Τα τείχη που υψώνονται πάντοτε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Αυτά τα τείχη με τις μαγικες τους ιδιότητες που πότε πότε εξαφανίζονται μέσα στην ομίχλη. Γίνονται αδιόρατα για κάποιους πεπλανημένους και διαπερατά για τους υποταγμένους. Υψώνονται γρανιτένια κι απόρθητα για τους απόκληρους και για κάποιους ανυπότακτους. Υπερπροστατευυτικά και οικεία για τους εναλλασσόμενους στην εξουσία δεσπότες, κύριους και αφεντάδες, ξένα ως και θανατηφόρα για τους κολασμένους του άλλου κόσμου.
Αυτά τα τείχη ποτέ δεν γκρεμίστηκαν στις δικές μας πόλεις. Για κανέναν Ήρων κι από κανένα θαύμα. Τα τείχη ρίζωσαν στις πόλεις μας για να χωρίζουν διακριτά και ξεκάθαρα τους δύο κόσμους. Ακόμη κι αν τα περιτοιχισμένα κτίρια υπέστησαν ζημιές, του συστήματος οι μηχανικοί φτιάχνουν νέα σχέδια. Νέα θησαυροφυλάκια για τα λάφυρα που θα αρπάξουν και νέες θυρίδες για να φυλάξουν το κενό της ματαιοδοξίας. Νέοες πολυώροφες επαύλεις και μέγαρα για να στεγάσουν την ακόρεστη μισαλλοδοξία
Ο δήθεν νέος κόσμος τους βγαίνει από τα έγκατα της ιστορίας. Μικρές αφιονισμένες κάστες προυχόντων λεηλατούν αμείλικτοι για να καταφέρουν να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους και το συσσωρευμένο πλούτο. Η νύχτα που θεμελιώνουν τα οικοδομήματά τους μοιάζει εφιαλτικά με τη νύχτα που θεμελίωναν οι Φαραώ στην Αίγυπτο τις πυραμίδες. Με το ανθρώπινο αίμα να ρέει στα θεμέλια τους άφθονο, αχνιστό μα χωρίς να στέκεται ικανό να ξεδιψάσει την ακόρεστη δίψα για χρυσάφι κανενός μίδα. Από τότε τα τείχη απανταχού της γης έχουν το άρωμα αυτής της πνιγηρής σκουριάς και τα θεμέλια των οικοδομημάτων της άρχουσας τάξης διψούν πάντα για ανθρώπινο αίμα.
Με αυτό το αίμα των δικών μας ανθρώπων, των ανθρώπων του κόσμου που διψάει για ζωή έχει χτιστεί πέτρα τν πέτρα ο κόσμος των αρχόντων. Αιώνες και εκατομμύρια μερόνυχτα πάνω σε αυτό το δεδομένο θεμελιώνεται. Ωμά και ξεδιάντροπα, πότε για τη δημοκρατία τους, πότε για την ειρήνη, πότε για την ψευδεπίγραφη ελευθερία και την ευημερία τους. Ποοτέ δεν έπαψαν να εφευρίσκουν προστάγματα και σημαίες ευκαιρίας για να λεηλατούν και να καίνε. Μόνο που στη σημερινή σιδερόφρακτη πόλη μας, εκεί που τα τείχη ορθώνονται ακόμη πιο ψηλά κι απότομα τίποτα από αυτά δεν είναι η σημαία τους. Ούτε καν το έθνος και η «ελευθερία» του, ούτε η απολυταρχική δημοκρατία τους, μήτε η ανάλγητη δικαιοσύνη τους. Παρά μόνο ο ζόφος και τα πλούτη τους. Με τις ευλογίες των ντόπιων και των ξένων οικονομικών ιερατείων. Αυτό που ζητούν είναι κι άλλο αίμαι για τη θεμελίωση του νέου οικοδομήματος…
Σιδερόφρακτες πόλεις και σκλάβοι που σέρνουν ιις αλυσίδες τους. Η ουσία του πολέμου εγκλωβισμένη στην εικόνα. Μια πόλη νεκροταφείο με μοναδικούς της θαμώνες τεχνοκράτες και κάποιους αργόσχολους στα καφενεία. Ποτέ δε θα δεις στις ειδήσεις τις επαύλεις φρουρούμενες από ενόπλους και τα ηλεκτροφόρα σύρματα. Απ΄ έξω τα παραπήγματα, τα γκέτο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θέατρα συγκρούσεων, τυφλής βίας και ωμής καταστολής Π ατσαλένιος βραχίονας του κράτους, άκαμπτος και αδυσώπητος και ο Ιαβέρης στη γωνία έτοιμος να αρπάξει τον Αγιάννη που μόλις βούτηξε ένα καρβέλι ψωμί. Δεν είναι ακήρυχτος αυτός ο πόλεμος. Υπάρχει και είναι εδώ.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα. Μην περιμένεις όμως να τον δεις στην τηλεόραση. Τα δελτία δεν προλαβαίνουν να ασχοληθούν με την πραγματική ζωή που κυλάει στους δρόμους. Δεν υπάρχει χώρος για τα θύματα του κοινωνικού ολοκαυτώματος και του απελαύνοντας φασισμού. Άλλωστε είναι κι αυτοί από τη μέσα μεριά των τειχών. Τα τείχη και τα περίκλειστα οικοδομήματα θέλουν να διαφυλάξουν για να συνεχίσουν και οι ίδιοι απρόσκοπτοι την κυριαρχία τους. Υπάρχει πόλεμος και είναι εδώ, μόνο που και εμείς πέφτουμε ακόμη εύκολα στην παγίδα τους και η δική μας πλεύρά γέμισε στρατηγούς που ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Χαράζει την πορεία του και δεν αντιλαμβάνεται πως ο πόλεμος αυτός θα τελειώσει μόνο όταν πέσουν οριστικά τα τείχη και γκρεμιστούν τα απέναντι οικοδομήματα πριν τα θεμεέλια και οι πέτρες τους βαφτούν πάλι και πάλι με αίμα. Μόνο που σήμερα ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος αλλά εχθρός μας.. Η κλεψύδρα αδειάζει και οι απέναντι, πάνοπλοι και έτοιμοι, περιμένουν να δουν και πάλι να χάνουμε το δρόμο. Αν τον χάσουμε και λοξοδρομήσουμε, τότε, αλίμονο, το τοπίο γύρω θα είναι η δίψα και η έρημος. Όπως τη νύχτα εκείνη που θεμελίωναν τις πυραμίδες…
Μάκης Γεωργιάδης
ΙΧ – Χ – 2012
Δημοσίευση σχολίου