Πηγή: Μαριάννα Τζιαντζή – «Πριν»
Πέμπτη βράδυ, ημέρα της ψήφισης του τέταρτου μνημονίου. Τα δακρυγόνα είχαν μόλις διαλύσει τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα και παρέα παλιών και νέων φίλων και συντρόφων κατέφυγε σε ένα καφέ στο Θησείο για να συνέλθουν από τα χημικά που είχαν κολλήσει στο λαιμό, τα μάτια και τη μύτη τους. Εκεί μια φίλη διηγήθηκε μια ιστορία, που η μισή ήταν δική της και η άλλη μισή δανεισμένη από τις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» του Μπρεχτ.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε διαβάσει αυτό το βιβλίο κι έτσι η ιστορία ξαναγύρισε στη μνήμη της κάπως τροποποιημένη:
Κάποτε ήταν ένας δούλος που κάθε μέρα έπλενε τα πόδια του κυρίου του και υπάκουε σε κάθε διαταγή του. «Θα με υπηρετείς;» ρωτούσε κάθε μέρα ο αφέντης, όμως ο άλλος δεν άνοιγε το στόμα του. Μέχρι που κάποια μέρα ο αφέντης πέθανε και μόνο τότε ο δούλος μίλησε και είπε «όχι».
Μικρή ήταν η συγκέντρωση στο Σύνταγμα σε σχέση με την κρισιμότητα της περίστασης. Ο βαθύς λαός δεν αντιδρά. Αγανακτεί σιωπηρά και κατά μόνας, αλλά δεν βλέπει διέξοδο. Αηδιάζει αλλά ταυτόχρονα προσαρμόζεται. Βλέπει Survivor, αποφεύγει τις πολιτικές συζητήσεις και περιμένει ότι κάποτε τα αφεντικά, δηλ. οι τράπεζες, οι θεσμοί, η κυβέρνηση, θα καταρρεύσουν κάτω από το βάρος των εγκλημάτων τους ή κάποιος άλλος θα τους «καταρρεύσει» για λογαριασμό τους.
Τι συμβαίνει όμως αν ο αφέντης είναι ήδη ένα πτώμα και ο δούλος εξακολουθεί να του πλένει τα πόδια; Ρώτησε κάποιος, αλλά απάντηση δεν δόθηκε.
Πέμπτη βράδυ, ημέρα της ψήφισης του τέταρτου μνημονίου. Τα δακρυγόνα είχαν μόλις διαλύσει τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα και παρέα παλιών και νέων φίλων και συντρόφων κατέφυγε σε ένα καφέ στο Θησείο για να συνέλθουν από τα χημικά που είχαν κολλήσει στο λαιμό, τα μάτια και τη μύτη τους. Εκεί μια φίλη διηγήθηκε μια ιστορία, που η μισή ήταν δική της και η άλλη μισή δανεισμένη από τις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» του Μπρεχτ.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε διαβάσει αυτό το βιβλίο κι έτσι η ιστορία ξαναγύρισε στη μνήμη της κάπως τροποποιημένη:
Κάποτε ήταν ένας δούλος που κάθε μέρα έπλενε τα πόδια του κυρίου του και υπάκουε σε κάθε διαταγή του. «Θα με υπηρετείς;» ρωτούσε κάθε μέρα ο αφέντης, όμως ο άλλος δεν άνοιγε το στόμα του. Μέχρι που κάποια μέρα ο αφέντης πέθανε και μόνο τότε ο δούλος μίλησε και είπε «όχι».
Μικρή ήταν η συγκέντρωση στο Σύνταγμα σε σχέση με την κρισιμότητα της περίστασης. Ο βαθύς λαός δεν αντιδρά. Αγανακτεί σιωπηρά και κατά μόνας, αλλά δεν βλέπει διέξοδο. Αηδιάζει αλλά ταυτόχρονα προσαρμόζεται. Βλέπει Survivor, αποφεύγει τις πολιτικές συζητήσεις και περιμένει ότι κάποτε τα αφεντικά, δηλ. οι τράπεζες, οι θεσμοί, η κυβέρνηση, θα καταρρεύσουν κάτω από το βάρος των εγκλημάτων τους ή κάποιος άλλος θα τους «καταρρεύσει» για λογαριασμό τους.
Τι συμβαίνει όμως αν ο αφέντης είναι ήδη ένα πτώμα και ο δούλος εξακολουθεί να του πλένει τα πόδια; Ρώτησε κάποιος, αλλά απάντηση δεν δόθηκε.
Δημοσίευση σχολίου