Οχι απλώς παραγνωρισμένος αλλά "αποσυνάγωγος" από τους διανοούμενους της εποχής του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες ποιητές, ο οποίος αυτοκτόνησε σαν σήμερα στις 7 Γενάρη του 1944. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.
Σ' αυτό συντέλεσαν βασικά οι επιλογές του. Αυτό που το αστικό κατεστημένο της εποχής του δεν του συγχώρεσε ποτέ ήταν ότι πρόδωσε την τάξη του και υπερασπίστηκε τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε.
Ο πατέρας του Ν. Λαπαθιώτη στην επαγγελματική του καριέρα έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών, μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί το 1909. Επίσης ήταν οικονομικά ευκατάστατος πράγμα που έδωσε την δυνατότητα στον ποιητή να σπουδάσει, αποφοιτώντας από τη Νομική Σχολή της Αθήνας και να μάθει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Ο δρόμος όμως που τράβηξε, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ήταν εντελώς αντίθετος με τις οικογενειακές του παραδόσεις. Υπερασπίστηκε ανοιχτά τον κομμουνισμό, και δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία του.
Αυτά μαζί με το πάθος του με τα ναρκωτικά, τον κατάντησαν "αποδιοπομπαίο τράγο", για το κατεστημένο της εποχής του.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ποίηση του, με τους προκλητικούς για το συντηρητικό κλίμα που επικρατούσε τότε, στίχους του, στους οποίους διαπιστώνουμε σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ έθετε το καλλιτεχνικό του έργο για χρόνια στην αφάνεια.
Οι στερήσεις τις Κατοχής και η άθλια οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε, τον οδήγησαν να γίνει αυτόχειρας αφήνοντας την τελευταία του πνοή, σαν σήμερα το 1944, στο σπίτι του στα Εξάρχεια.
Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη να έχουν μελοποιήσει σημαντικοί συνθέτες, όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Τάκης Μπίνης, Γιάννης Σπανός, Σταύρος Κουγιουμτζής, κ.α.
Η επιστολή που έστειλε στον «Ριζοσπάστη», με τίτλο: «Ανοικτή επιστολή στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών» και δημοσιεύτηκε στις 6/8/1927 μας δίνει μια απόλυτη εικόνα της ψυχοσύνθεσης αυτού του ποιητή:
«Αθήνα 1-8-27
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη –για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου– ν’ αποταθώ απ’ ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού –που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
Η χριστιανική θρησκεία –όχι μόνον η ορθόδοξος, αλλά εν γένει η χριστιανική– όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία– μού έχει αποβεί τελείως περιττή.
Κρίνω άσκοπο να εκθέσω τη σειρά των σκέψεων που με οδήγησαν έως εκεί. Αφορούν εξ ολοκλήρου τον προσωπικό μου τρόπο τού αντιλαμβάνεσθαι τα πράγματα, και τας προσωπικάς μου απόψεις επί του ανθρωπίνου προορισμού.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. Θα μου πείτε ίσως, ότι καθένας μπορεί αξιόλογα να το κάμει σιωπηρά και κατ’ ιδίαν, χωρίς τίποτε να τον βιάζει να το κοινολογήσει, ούτε να προσφύγει σε άλλο επισημότερο διάβημα.
Και όμως αισθάνομαι σήμερα την ανάγκην αυτής της επισημοτέρας, και κατά τύπους, επανακτήσεως της πνευματικής μου ελευθερίας. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο νόμος, έξαφνα, με υποχρεώνει να ορκίζομαι επάνω σ’ ένα χρυσόδετο βιβλίο, το οποίον έχει για μένα, βεβαίως, μεγάλη κοινωνική, φιλοσοφική ή λογοτεχνική αξία, καμιά όμως απολύτως θρησκευτική.
Θα μου ήταν εξίσου δυσάρεστο και ανωφελές, αν με υπεχρέωναν να ορκίζομαι επάνω στην «Ιλιάδα» ή την «Πολιτείαν του Πλάτωνος» –βιβλία που εκτιμώ και αγαπώ, αλλά που δεν έχουν επίσης, για μένα, κανένα είδος μυστικοπαθούς ιερότητος, με την έννοιαν με την οποίαν το θέλει η εκκλησία.
Επί πλέον, έχω φθάσει εις το συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αύτη κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ’ ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ και εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα –γραμμένο, το τονίζω, εντελώς γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά– θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τύπους –αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού– να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου.
Πρόθυμος, Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ».
Σ' αυτό συντέλεσαν βασικά οι επιλογές του. Αυτό που το αστικό κατεστημένο της εποχής του δεν του συγχώρεσε ποτέ ήταν ότι πρόδωσε την τάξη του και υπερασπίστηκε τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε.
Ο πατέρας του Ν. Λαπαθιώτη στην επαγγελματική του καριέρα έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών, μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί το 1909. Επίσης ήταν οικονομικά ευκατάστατος πράγμα που έδωσε την δυνατότητα στον ποιητή να σπουδάσει, αποφοιτώντας από τη Νομική Σχολή της Αθήνας και να μάθει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Ο δρόμος όμως που τράβηξε, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ήταν εντελώς αντίθετος με τις οικογενειακές του παραδόσεις. Υπερασπίστηκε ανοιχτά τον κομμουνισμό, και δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία του.
Αυτά μαζί με το πάθος του με τα ναρκωτικά, τον κατάντησαν "αποδιοπομπαίο τράγο", για το κατεστημένο της εποχής του.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ποίηση του, με τους προκλητικούς για το συντηρητικό κλίμα που επικρατούσε τότε, στίχους του, στους οποίους διαπιστώνουμε σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ έθετε το καλλιτεχνικό του έργο για χρόνια στην αφάνεια.
Οι στερήσεις τις Κατοχής και η άθλια οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε, τον οδήγησαν να γίνει αυτόχειρας αφήνοντας την τελευταία του πνοή, σαν σήμερα το 1944, στο σπίτι του στα Εξάρχεια.
Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη να έχουν μελοποιήσει σημαντικοί συνθέτες, όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Τάκης Μπίνης, Γιάννης Σπανός, Σταύρος Κουγιουμτζής, κ.α.
Η επιστολή που έστειλε στον «Ριζοσπάστη», με τίτλο: «Ανοικτή επιστολή στον αρχιεπίσκοπο Αθηνών» και δημοσιεύτηκε στις 6/8/1927 μας δίνει μια απόλυτη εικόνα της ψυχοσύνθεσης αυτού του ποιητή:
«Αθήνα 1-8-27
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη –για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου– ν’ αποταθώ απ’ ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού –που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
Η χριστιανική θρησκεία –όχι μόνον η ορθόδοξος, αλλά εν γένει η χριστιανική– όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία– μού έχει αποβεί τελείως περιττή.
Κρίνω άσκοπο να εκθέσω τη σειρά των σκέψεων που με οδήγησαν έως εκεί. Αφορούν εξ ολοκλήρου τον προσωπικό μου τρόπο τού αντιλαμβάνεσθαι τα πράγματα, και τας προσωπικάς μου απόψεις επί του ανθρωπίνου προορισμού.
Γι’ αυτό το λόγο, μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. Θα μου πείτε ίσως, ότι καθένας μπορεί αξιόλογα να το κάμει σιωπηρά και κατ’ ιδίαν, χωρίς τίποτε να τον βιάζει να το κοινολογήσει, ούτε να προσφύγει σε άλλο επισημότερο διάβημα.
Και όμως αισθάνομαι σήμερα την ανάγκην αυτής της επισημοτέρας, και κατά τύπους, επανακτήσεως της πνευματικής μου ελευθερίας. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο νόμος, έξαφνα, με υποχρεώνει να ορκίζομαι επάνω σ’ ένα χρυσόδετο βιβλίο, το οποίον έχει για μένα, βεβαίως, μεγάλη κοινωνική, φιλοσοφική ή λογοτεχνική αξία, καμιά όμως απολύτως θρησκευτική.
Θα μου ήταν εξίσου δυσάρεστο και ανωφελές, αν με υπεχρέωναν να ορκίζομαι επάνω στην «Ιλιάδα» ή την «Πολιτείαν του Πλάτωνος» –βιβλία που εκτιμώ και αγαπώ, αλλά που δεν έχουν επίσης, για μένα, κανένα είδος μυστικοπαθούς ιερότητος, με την έννοιαν με την οποίαν το θέλει η εκκλησία.
Επί πλέον, έχω φθάσει εις το συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αύτη κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ’ ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ και εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα –γραμμένο, το τονίζω, εντελώς γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά– θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τύπους –αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού– να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου.
Πρόθυμος, Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ».
Δημοσίευση σχολίου