«
Ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Ευριπίδης Στυλιανίδης δίνοντας προτεραιότητα στη στήριξη της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και τη διασύνδεσή της με την αγορά εργασίας...».
Ετσι ξεκινά η ανακοίνωση του υπουργείου για τις προθεσμίες υποβολής αιτήσεων για στελέχη των λεγόμενων Γραφείων Σύνδεσης με την Αγορά Εργασίας και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΓΡΑ.ΣΥ.).
Για να μεταφράσουμε αυτή την ανακοίνωση
Πίτα για τους καπιταλιστές και «έτοιμο» εργατικό δυναμικό
Αύξηση της πελατείας τους αναμένουν τα κολέγια, μετά τη λυπητερή της ανακοίνωσης των βάσεων εισαγωγής (τέλος Αυγούστου) και το φωτοστέφανο που τους φόρεσε ο Στυλιανίδης, εντάσσοντάς τα στο υπουργείο Παιδείας, με το νομοσχέδιο που κατέθεσε στη βουλή, στο οποίο υποκρύπτεται ο στόχος της μετατροπής τους σε ιδιωτικά «πανεπιστήμια», μετά και την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας. Στη «μη τυπική εκπαίδευση» τα ενέταξε το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, ο όρος όμως «κολέγια» που τους αποδίδει, είναι διεθνώς όρος τυπικής εκπαίδευσης και μάλιστα προσδιορίζει ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης (Μπόλαρης, εισηγητής της μειοψηφίας, κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής).
Το υπουργείο βεβαίως αυτό δεν το κάνει τυχαία. Από τώρα προετοιμάζει το έδαφος, γιατί ξέρει πως η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας, που θα φέρει την ισοτιμία των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους με αυτά των αποφοίτων των ΑΕΙ-ΤΕΙ, αναπόφευκτα θα οδηγήσει και στην ισοτιμία των πτυχίων, ενώ το ελληνικό κράτος ουδεμία ουσιαστική παρέμβαση δε μπορεί να έχει, αφού τα πτυχία θα υπογράφουν και χορηγούν τα ξένα ιδρύματα, με τα οποία συμπράττουν τα κολέγια.
Και ας μην έχουμε καμιά αυταπάτη ότι τα ξένα αυτά ιδρύματα αναγνωρίζονται στη χώρα τους ως πανεπιστήμια, αφού είναι γνωστή η μπαχαλοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη, μετά την αποδοχή από όλες τις αστικές κυβερνήσεις της διαδικασίας της Μπολόνια. «Και να θέλουμε να υπερασπιστούμε τη συνταγματική τάξη, που το θέλουν πιστεύω όλες οι πολιτικές δυνάμεις, και από την επιστολή του κ. Ευθυμίου και από την πολιτική της κυρίας Γιαννάκου στο παρελθόν και από τη δική μας βούληση προκύπτει, ωστόσο εκ των πραγμάτων έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον, το οποίο φαίνεται ότι οδηγείται στην κυριαρχία του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού συντάγματος», «κατέθεσε (ο Ευθυμίου) μια επιστολή…η οποία απευθύνεται προς τον Επίτροπο Μπολκενστάιν εξηγώντας του τη δυνατότητα και την αρμοδιότητα την εθνική πάνω στα θέματα εκπαίδευσης και βάζει αυτόν τον προβληματισμό, που όλοι συμμεριζόμαστε περί ποιότητας και προστασίας της απόλυτης αρμοδιότητας του κράτους μέλους στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, προσπαθώντας να προασπίσει το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων…
Και επειδή ακριβώς πιστεύουμε σε αυτό το σκεπτικό, προσπαθούμε και εμείς να οργανώσουμε την άμυνά μας, γιατί βλέπουμε ότι το σκεπτικό αυτό έχει ήδη ηττηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και εάν δεν οργανώσουμε την άμυνα ποιότητας και την αντεπίθεση ποιότητας που πρέπει, φοβούμαι ότι θα βρεθούμε προ εκπλήξεων, γιατί ανεξέλεγκτης ποιότητας ξένα πανεπιστήμια θα συμμαχούν με ανεξέλεγκτης ποιότητος εσωτερικές δομές παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης και τότε οι συνέπειες θα είναι ανεξέλεγκτες» (οι υπογραμμίσεις δικές μας) δήλωσε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων ο υπουργός Παιδείας.
Εξαιρώντας τις μπουρδολογίες περί επιθυμίας υπεράσπισης της συνταγματικής τάξης και του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, περί πίστης σε αυτό το σκεπτικό από την κυβέρνηση και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και οργάνωσης της άμυνας ποιότητας, ο Στυλιανίδης ομολογεί αυτό που είναι ήδη γνωστό: Οτι δηλαδή οι εξελίξεις σε βάρος της ανώτατης δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και στη χώρα μας, είναι καταιγιστικές και ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμιά αρμοδιότητα να παρέμβει και να βάλει φρένο. Αλλωστε, η ίδια ούτε αυτό επιθυμεί -όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ-, αφού και τη τζίφρα τους έβαλαν κάτω απ’ τη Μπολόνια και το άρθρο 16 προσπάθησαν να αναθεωρήσουν και θιασώτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι και εξέθρεψαν το θέριεμα των κολεγίων με την πολιτική τους και διευκόλυναν με τα νομοθετήματά τους αυτές τις εξελίξεις και τη λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Το μήνυμα έχουν εισπράξει προ καιρού οι καπιταλιστικοί όμιλοι στη χώρα μας, κάποιοι εκ των οποίων δραστηριοποιούνται ήδη στο χώρο της εκπαίδευσης και ετοιμάζονται να αυξήσουν τα κέρδη τους από την πίτα της ιδιωτικής «ανώτατης» εκπαίδευσης και των κολεγίων που κάποιοι διατηρούν ή ετοιμάζονται να ιδρύσουν, που θα μετεξελίξουν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Με το όπλο παρά πόδα βρίσκονται ο ΣΕΒ, με το ALBA Graduate Business School, «μη κερδοσκοπικό» οργανισμό μεταπτυχιακών σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, ο όμιλος Κόκκαλη με το Athens Information Technology (μεταπτυχιακό πρόγραμμα), το Ελληνοαμερικανικό Κολέγιο Deree, το Ανατόλια της Θεσσαλονίκης, ο όμιλος του Ιατρικού Κέντρου, που δημιουργεί στην Παλλήνη υποδομή για υπηρεσίες υγείας, που θα οδηγήσουν σε νοσηλευτική ή ιατρική σχολή, το συγκρότημα Λαμπράκη, που από καιρό έχει χώσει τη μουσούδα του σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, καταρτίζοντας «προγράμματα», κ.λπ.
Ολοι αυτοί έχουν στα εκπαιδευτικά μαγαζιά τους έτοιμη την πελατεία, που θα στελεχώσει μετά τις επιχειρήσεις τους. Τη διαμορφώνουν, την πλάθουν όπως θέλουν, με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες και φυσικά με την απαιτούμενη «συνείδηση» και συμπεριφορά, που διευκολύνει τη μαμά εταιρία στην αποκόμιση όλο και μεγαλύτερων κερδών. Από κοντά είναι και όλα τα κολέγια, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι βρετανικά. Κάθε χρόνο χιλιάδες νέοι εγγράφονται, καταβάλλοντας υψηλά δίδακτρα, στα μαγαζιά των εμπόρων της γνώσης. Αυτή τη στιγμή, 11.000 σπουδάζουν σε κολέγια που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ενώ ο ρυθμός αποφοίτησης κάθε χρόνο φτάνει τις 3.000. Από το 1991 έως σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν αποφοιτήσει 25.000 άτομα.
Σε 18 ανέρχονται τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και 45 είναι συνολικά τα ΚΕΣ που διατηρούν συνεργασίες τύπου δικαιόχρησης (franchising) με ευρωπαϊκά και αμερικανικά ιδρύματα. Χορός, λοιπόν, δισ. γύρω από την ιστορία της νομιμοποίησης των κολεγίων και της μετεξέλιξής τους σε «πανεπιστήμια» και χοντρά τα συμφέροντα που παίζονται, με θύμα το δημόσιο Πανεπιστήμιο και τη νεολαία της εργαζόμενης κοινωνίας. Ειδικά αυτή, που τελικά κατευθύνεται στα κολέγια (εφόσον το επιτρέπει το πορτοφόλι της οικογένειάς της), δεν πρέπει να παραμυθιαστεί από το λαμπρό περιτύλιγμα των ψευτοπανεπιστημίων που της προσφέρεται δήθεν στο πιάτο.
Γιατί, η μετατροπή των κολεγίων σε ψευτοπανεπιστήμια, θα σημάνει τη συνολική υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών, την υποχώρησή τους στο επίπεδο των απλών μεταλυκειακών σπουδών κατάρτισης, την υποβάθμιση συνολικά των επαγγελματικών δικαιωμάτων, την αναγόρευση της αγοράς σε ρυθμιστή και τιμητή των πάντων, την άγρια τελικά εκμετάλλευσή τους από τους μελλοντικούς εργοδότες τους και το κεφάλαιο, αφού θα βρίσκουν ευέλικτο, φθηνό και υποταγμένο εργατικό δυναμικό.
Αρθρο της Γιούλας Γκεσούλη στην εφημερίδα ΚΟΝΤΡΑ
Δημοσίευση σχολίου