Μέχρι την περασμένη Κυριακή, η ΝΔ ήταν στη «γραμμή Σανιδά» (ή μήπως ο Γ. Σανιδάς ήταν στη «γραμμή ΝΔ»;). «Δεν μπορεί να έρθει ο φάκελος (σ.σ. η δικογραφία για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου) στη Βουλή, θα ήταν παραβίαση του Συντάγματος», έλεγε με απόλυτη σιγουριά ο Ι. Τραγάκης σε πολιτική εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης. Εξηγούσε μάλιστα ο «λοχίας» της κυβερνητικής ΚΟ τη… συνταγματική διαδικασία: ο φάκελος θα πάει στη Βουλή μόνο αφού συσταθεί Εξεταστική Επιτροπή και τον ζητήσει.
Τη Δευτέρα, η κυβέρνηση είχε πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών. Ο Σανιδάς, ανήσυχος από το μεγαλοπρεπές άδειασμα που του έκανε την ίδια μέρα ο Χατζηγάκης, βάζοντας διάφορα πρόθυμα παπαγαλάκια να του φορτώνουν όλη την ευθύνη για όλους τους χειρισμούς που έχουν γίνει, δεν πειθόταν με την τηλεφωνική επικοινωνία με τον υπουργό. Χρειάστηκε να γίνει συνάντηση των δύο, να τα πουν «βιζ-α-βι».
Ουδείς έμαθε τι ακριβώς ειπώθηκε σ’ αυτή τη συνάντηση και τι ποσότητα «γαλλικών» ανταλλάχτηκε μεταξύ τους. Ολοι, όμως, πληροφορηθήκαμε το αποτέλεσμα: ο Σανιδάς δέχτηκε να στείλει τη δικογραφία στη Βουλή. Πληροφόρησε τους δημοσιογράφους το υπουργείο Δικαιοσύνης, πριν κάνει οποιαδήποτε ανακοίνωση ο Σανιδάς! Κατά τα άλλα, η Δικαιοσύνη είναι… ανεξάρτητη και η συνάντηση Χατζηγάκη-Σανιδά δεν αφορούσε αυτό το ζήτημα, όπως υποστηρίχτηκε και από τις δυο πλευρές!
Η δικογραφία πήγε στη Βουλή συνοδευόμενη από μια ακόμη αθλιότητα. Η εισαγγελέας Σπυροπούλου, η επόπτρια που όρισε ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Κ. Καρούτσος για να «συμμαζέψει» τους δυο απείθαρχους συναδέλφους της, που είχαν ήδη παραιτηθεί δίνοντας συνέχεια και νέα διάσταση στο σκάνδαλο, έγραψε ένα σύντομο χειρόγραφο σημείωμα με ημερομηνία 22 Οκτώβρη, στο οποίο αναφέρει ότι από τα νεότερα στοιχεία της έρευνάς της (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα) κατά τη γνώμη της «συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 86 του Συντάγματος» (περί ευθύνης υπουργών).
Η ημερομηνία που φέρει το σημείωμα (τη μέρα που πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Χατζηγάκη-Σανιδά και ανακοινώθηκε ότι η δικογραφία αποστέλλεται στη Βουλή) και το γεγονός ότι είναι χειρόγραφο δείχνει ότι γράφτηκε εσπευσμένα. Προφανώς, από την εισαγγελέα ζητήθηκε να ακολουθήσει άλλη διαδικασία (αυτή που ακολούθησε ο Σανιδάς), αυτή όμως δε δέχτηκε να βάλει το κεφάλι της στο ντορβά και ακολούθησε τη διαδικασία των δύο παραιτηθέντων συναδέλφων της, τη μόνη νομότυπη διαδικασία: από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι ενέχονται μέλη της κυβέρνησης, την ευθύνη των οποίων δεν δικαιούται να ερευνήσει, ήταν υποχρεωμένη να αποστείλει τη δικογραφία στη Βουλή χωρίς καμιά καθυστέρηση.
Το Σύνταγμα δεν επιδέχεται παρερμηνείας: «Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου (σ.σ. ποινικά αδικήματα από μέλη της κυβέρνησης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους), αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση». Από τη στιγμή που της είπαν να στείλει το φάκελο στη Βουλή, ήταν υποχρεωμένη να τον στείλει μ’ αυτή τη διαδικασία, ξαλαφρώνοντας τον εαυτό της από κάθε ευθύνη και από κάθε παραπέρα ανακριτική εμπλοκή.
Τότε, ο Σανιδάς –προφανώς σε συνεννόηση με τον Χατζηγάκη– έκανε το τελευταίο βήμα, ολοκληρώνοντας μια πρακτική που από την πρώτη στιγμή έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πραξικοπήματος. Συνόδευσε το φάκελο με δικό του σημείωμα, στο οποίο προσπαθεί να «αδειάσει» την εισαγγελέα Σπυροπούλου («η κρίση της περί ευθύνης υπουργών και υφυπουργών πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον ανεπαρκής») και υποστηρίζει αυτό που υποστήριζε και στην αρχή: «δεν προκύπτει, μέχρι στιγμής, μια πιθανολόγηση και μάλιστα άξια λόγου ποινικής ευθύνης διατελεσάντων υπουργών και υφυπουργών», διότι το γεγονός ότι «υπουργοί ή υφυπουργοί από το 1999 μέχρι το 2005 έχουν υπογράψει διοικητικές πράξεις με τις οποίες αποδέχτηκαν γνωμοδοτήσεις περί αναγνωρίσεως κυριότητας της Μονής Βατοπεδίου θέτει θέμα πολιτικής ευθύνης, δεν δημιουργεί όμως, αυτομάτως και άνευ άλλου, θέμα ποινικής ευθύνης τους».
Ποινική ευθύνη, κατά τον Σανιδά, υπάρχει μόνο για τα μέλη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους! Και γιατί τότε έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή;
Διότι γίνονται συζητήσεις για σύσταση εξεταστικής και προανακριτικής επιτροπής, γιατί έχουν διατυπωθεί, «έστω και ατύπως»(!!!), αιτήματα βουλευτών όλων των κομμάτων και γιατί υπάρχει ανάγκη οι βουλευτές να γνωρίζουν τα στοιχεία κατά τις συζητήσεις στη Βουλή!
Εκτός από το Σύνταγμα, ο Σανιδάς αλλάζει και τη Δικονομία και από εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μετατρέπεται σε… πολιτικό παράγοντα που μεριμνά για την καλή λειτουργία της Βουλής. Η Βουλή δεν του ζήτησε το φάκελο, τρεις εισαγγελείς που ασχολήθηκαν με το φάκελο θεώρησαν ότι υπάρχει λόγος ενεργοποίησης της διαδικασίας περί ευθύνης υπουργών και μ’ αυτή τη διαδικασία έπρεπε ο φάκελος να σταλεί στη Βουλή, ο Σανιδάς όμως κρίνει ότι οι υπουργοί «παραπλανήθηκαν» (αυτό το είχε κρίνει και πριν ακόμα γίνει οποιαδήποτε ανακριτική πράξη!) και στέλνει το φάκελο για… ενημέρωση των βουλευτών!
Φτάνουμε στο τέλος μιας μεθόδευσης που ξεκίνησε άθλια και ολοκληρώνεται τρισάθλια, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο μηχανισμός συγκάλυψης απορρυθμίστηκε πλήρως και δε μπορεί στοιχειωδώς να λειτουργήσει. Αντί να βοηθήσει την κυβέρνηση, την εκθέτει πιο πολύ. Ο μηχανισμός αυτός στηρίχτηκε στο τρίγωνο «υπουργείο Δικαιοσύνης – Εισαγγελία Αρείου Πάγου – Εισαγγελία Εφετών» και για πολύ καιρό λειτούργησε αποτελεσματικά. Τον έπληξε, όμως, η κρίση, τον έπληξαν και οι εσωτερικές του αντιθέσεις, με αποτέλεσμα να μοιάζει με ξεκούρδιστο πιάνο. Ο Χατζηγάκης έδιωξε τον Κολιοκώστα, τη μια κορυφή του τριγώνου, πετώντας τον στα σκουπίδια σαν στυμμένη λεμονόκουπα και βάζοντας στη θέση του τον Καρούτσο.
Ο Κολιοκώστας, όμως, είχε δημιουργήσει το δικό του «σύστημα» στην Εισαγγελία Εφετών, το οποίο την κρίσιμη στιγμή αρνήθηκε να σηκώσει την ευθύνη της συγκάλυψης. Πλέον τίποτα δε μπορεί να λειτουργήσει και ο Σανιδάς αναγκάζεται να τα πάρει όλα πάνω του, βαλλόμενος ταυτόχρονα από τον Χατζηγάκη που αισθάνεται «υπ’ ατμόν».
Πηγή: ΚΟΝΤΡΑ
Δημοσίευση σχολίου