Το κείμενο έγραψε η φίλη μας δικηγόρος Α.ΠΤον τελευταίο καιρό η συζήτηση για τα δικαιώματα των κρατούμενων στις φυλακές έχει φουντώσει πάλι.
Αναλυτές και ειδικοί λογομαχούν υπέρ της μιας η της άλλης άποψης. Στη χώρα μας βέβαια ποτέ δεν έγινε σοβαρή συζήτηση για το θέμα αυτό. Ανοίγει κάθε φορά εξ αιτίας κάποιας συγκυρίας και μόλις αυτή καταλαγιάσει ξεχνιέται.
Και όσες φορές επιδιώχτηκε από κάποιες μεμονωμένες φωνές να ανοίξει ένας σοβαρός διάλογος, έμεινε στα πλαίσια κάποιων ειδικών και κάποιας ευαισθητοποιημένης κοινωνικής μειοψηφίας.
Αν λοιπόν ποτέ δεν έγινε ένας σοβαρός διάλογος για τα δικαιώματα των κρατουμένων, τέτοιος ώστε να ευαισθητοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, φανταστείτε τι τύχη θα είχε ένας διάλογος για την επανεξέταση και αμφισβήτηση του ίδιου του σωφρονιστικού μας συστήματος.
Θέμα ταμπού σχεδόν και ένδειξη βαθιάς συντηρητικής νοοτροπίας, μιας και θεωρείται απαραίτητο και ακατάλυτο σαν σύστημα για την κοινωνική ασφάλεια και ειρήνη. Κι όμως τα αποτελέσματα διαψεύδουν.
Αυτό που αμφισβητείται εδώ και πολύ καιρό στην Ευρώπη,κυρίως μέσα από συνέδρια, στατιστικές (παρ' όλη την αφερεγγυότητα που αυτές εμπεριέχουν)ομολογίες ειδικών και αναλυτών, είναι η αναποτελεσματικότητα του σωφρονιστικού συστήματος ως προς τους σκοπούς του, (αφού δεν αποδείχτηκε αποτελεσματικό στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας)η κριτική και η αμφισβήτηση για την ηθική του πλευρά και η ομολογία για την βαθιά του κρίση. Η τάση που επικρατεί στους πιο ριζοσπαστικούς κύκλους των ποινικολόγων - εγκληματολόγων είναι η ελαχιστοποίηση ή κατάργηση του σωφρονιστικού συστήματος.
Για πολλά χρόνια οι άνθρωποι πίστεψαν ότι ήταν δυνατόν να γίνει αναμόρφωση ή βελτίωση, δηλαδή κοινωνική θεραπεία, ανάμεσα στους τοίχους της φυλακής, ώστε να καταλήγει στην αποφυλάκιση κοινωνικά ασθενών που θεραπεύτηκαν.
Σ' αυτό συνετέλεσε η ιδέα της ιαματικής ποινής, που συναντάται στο εξιλεωτικό σύστημα της χριστιανικής Εκκλησίας.
Το εκκλησιαστικό εξιλεωτικό σύστημα βασίζεται στην μοναστική κάθειρξη, γιατί η απομόνωση ευνοεί την προσέγγιση με τον Θεό και προσφέρει την ευκαιρία για την ανάπτυξη μιας διεργασίας μεταμέλειας και μεταστροφής.
Η αντίληψη επομένως που βρίσκεται στη βάση του σωφρονιστικού θεσμού της φυλακής, έχει την ρίζα της στην οπτική ότι το έγκλημα είναι αμάρτημα και ο εγκληματίας εκπεσμένος αμαρτωλός. Από ψυχολογική άποψη, έχει αποδειχτεί ότι είναι το βασίλειο του ψεύδους, της υποκρισίας, της ευτέλειας, των ψυχικών τραυματισμών και της διαστροφής.
Από κοινωνική άποψη, επιδεινώνει τις οικογενειακές σχέσεις, δημιουργεί τον κοινωνικό εξοστρακισμό διάμεσου του στιγματισμού και καταστρέφει την κοινωνικότητα.
Ο Piotr Kropotkine έγραφε το 1890 (στο βιβλίο του Les prisons): «η φυλακή σκοτώνει στον άνθρωπο όλα τα προσόντα που τον καθιστούν επιδεικτικότερο για την κοινωνική ζωή, και αν με ρωτούσαν: τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε το σωφρονιστικό καθεστώς, θα απαντούσα: τίποτε. Δεν βελτιώνεται η φυλακή. Εκτός από κάποιες μικροβελτιώσεις, δεν επιδέχεται απολύτως τίποτε άλλο εκτός από την κατεδάφιση της.»
Η οξυδέρκεια του Kropotkin υπήρξε θαυμαστή, αλλά αντιμετωπίστηκε σαν ένας ανεύθυνος ουτοπιστής και αναρχικός επαναστάτης. Για να εκδικηθούν αργότερα τα πράγματα και να βρεθεί η αλήθεια 100 και πλέον χρόνια μετά, από τους ίδιους τους θεμελιωτές της φυλακής στον 18 αιώνα: τους Κουακέρους της Πενσυλβανίας. Συγκαταλέγονται σήμερα μεταξύ των πιο αδιάλλακτων αρνητών της φυλακής και καταγγέλλουν δριμύτατα τις μεταρρυθμιστικές συνταγές που διαιωνίζουν το σύστημα.
Η εμπειρία της κρατήσεως, γράφει ο M. Foucault και ο κοινωνικός στιγματισμός που στη συνέχεια προσάπτεται στον πρώην φυλακισμένο, συντελούν ώστε να είναι πρακτικά αδύνατο στους περισσότερους να ευθυγραμμιστούν με την κοινωνία και να ζήσουν ομαλή και δημιουργική ζωή. Έτσι μια σημαντική αναλογία των κρατούμενωνείναι «υποχρεωμένοι» να ξαναγυρίσουν στη φυλακή, δηλαδή να υποτροπιάσουν.
Το ποσοστό υποτροπής μεταξύ των εκτισάντων φυλάκιση, φτάνει ως το 80% σ' ορισμένα μέρη. Οι καταδίκες σε φυλάκιση σπανιότατα φτάνουν στον τελικό τους σκοπό, που είναι η κοινωνική προσαρμογή των εγκληματιών.
Γενικά συμβάλλουν στην επιδείνωση του προβλήματος της εγκληματικότητας.
Και συνεχίζει: «οι κανόνες ζωής στη φυλακή συντελούν αναπόφευκτα στο να επικρατούν οι σχέσεις παθητικότητας-επιθετικότητας και υποταγής - δυνάστευσης. Και δεν αφήνουν καμία θέση για πρωτοβουλία, ευθύνη και διάλογο...Το κλίμα των εξαναγκασμών, πανταχού παρόν, καταρρακώνει τη αυτοεκτίμηση, καταλύει την αυθεντική με τον άλλον επικοινωνία, παραλύει την επεξεργασία κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών και αποθηριώνει η αποβλακώνει τον άνθρωπο. Στην φυλακή οι άνθρωποι αποπροσωποιούνται και αποκοινωνικοποιούνται.
Η πελατεία της φυλακής είναι γνωστό ότι υπερεκπροσωπείται από τις κατώτερες οικονομικά τάξεις και τους «φουκαράδες». Όμως αυτοί ακριβώς είναι που χρειάζονται, κατά προτεραιότητα την κοινωνική αλληλεγγύη και υποστήριξη για να βρουν την κοινωνική τους ένταξη και τους αρμόζει ασφαλώς όχι φυλάκιση αλλά άλλη μεταχείριση.
Η ποινική δικαιοσύνη κυνηγάει την υποτιθέμενη τίγρη αλλά η λεία της είναι καμιόνια γεμάτα κουνέλια, που πρέπει να τα παραστήσει εξ ίσου επικίνδυνα με τις τίγρεις, ενώ είναι γνωστό ότι το οικονομικό έγκλημα γνωστό και ως έγκλημα του «λευκού κολάρου» παραμένει πλατιά ατιμώρητο.
Αποτέλεσμα η ανασφάλεια, ο φόβος και η δαιμονοποίηση της εγκληματικότητας από τον απλό άνθρωπο. Σ΄ αυτό συμβάλλει καθοριστικά και ο τύπος, με την παραμορφωτική εικόνα που προβάλλει, τόσο για την εγκληματικότητα όσο και για την ποινική καταστολή.
Μέχρι το 1965 κυριάρχησε στην θεωρία του ποινικού δικαίου και στο πεδίο της εγκληματολογικής έρευνας το συναινετικό πρότυπο της κοινωνικής ζωής.
Στην δυτική κοινωνία της εποχής μας είναι αυτό που διαρκώς αναζητάτε και ποτέ δεν συναντάται. Το συναινετικό πρότυπο έγκειται στην ομοιογένεια των συμπεριφορών, ηθών, ιδεών και αισθημάτων. Με άλλες λέξεις είναι ο γενικός κομφορμισμός που οικοδομείται πάνω σε ορισμένες βασικές άξιες γενικής αποδοχής. Η άρνηση η προσβολή αυτών των αξιών επισύρει την συλλογική αποδοκιμασία. Έκφραση δε κορυφαία της αποδοκιμασίας αυτής αποτελεί ο ποινικός νόμος. Όποιος δεν συσπειρώνεται κάτω από τον γενικό κανόνα, που οικειοποιείται την κοινή συναίνεση ή δεν ευθυγραμμίζεται με τις επιταγές της, είναι εκτός νόμου: εγκληματίας.
Μετά το 1965 όμως και κάτω από την πίεση των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, των κοινωνικά ριζοσπαστικών κινημάτων και την επιρροή που άσκησαν στον τρόπο σκέψης, το συναινετικό μοντέλο εγκαταλείπεται και αναγνωρίζεται ότι «οι κοινωνίες και κοινωνικές οργανώσεις δεν συγκρατούνται με την συναίνεση, αλλά με τον καταναγκασμό, όχι με την γενική συμφωνία, αλλά με την εξασκούμενη κυριαρχία από ορισμένους πάνω σε άλλους. Η αλλαγή αυτή έφερε και την αντικατάσταση του όρου «εγκληματίας» με τον όρο «παρεκκλίνων». Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά έχει να κάνει με τον κομφορμισμό. Όλοι όσοι δεν υποβάλλονται στους καθιερωμένους κανόνες του παιχνιδιού, τους κανόνες των χρηστών ηθών, της καλής διαγωγής, της νομιμοφροσύνης, της πνευματικής τεμπελιάς, συνολικά όλοι οι αντιτιθέμενοι στις παραδοσιακές αλήθειες, στις στερεότυπες αρχές ή τις παγιωμένες στάσεις, αυτές που υποστηρίζουν οι κατεστημένες εξουσίες, θεωρούνται «παρεκκλίνοντες».
Σύμφωνα με τον A. Barratta : «τα συμφέροντα που είναι στη βάση του σχηματισμού και της εφαρμογής του ποινικού δικαίου, είναι συμφέροντα ομάδων που αποκτούν πρόσβαση στην εξουσία και δύναμη να επιδρούν στη διαδικασία της εγκληματοποιήσεως.» Επομένως τα προστατευόμενα συμφέροντα, μέσω του ποινικού δικαίου, δεν είναι κοινά σε όλους τους πολίτες. Η εγκληματικότητα και το ποινικό δίκαιο έχουν συνεπώς φύση πολιτική, αφού αναφέρονται σε δεδομένες καταστάσεις και ισορροπίες. Η αναφορά σε αξίες που προσλαμβάνονται ως καθολικές είναι δογματική επικάλυψη η ιδεολογική παραπλάνηση. Δεν υπάρχουν «φυσικά» εγκλήματα. Όλα τα εγκλήματα είναι «τεχνητά».
Όμως στην εποχή μας, η ιδέα ότι μια πλειοψηφία ή κυριαρχία μπορεί να επιβάλλει σε όλους ένα μοναδικό και μονοδιάστατο τρόπο να αντιλαμβάνεται κανείς την ζωή, δεν είναι παραδεκτή. Πέραν της ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης, το δικαίωμα να είσαι ο εαυτός σου, άρα διαφορετικός από τους άλλους, αποτελεί την πιο εξελιγμένη μορφή των δικαιωμάτων της προσωπικότητας. Το δικαίωμα να διαφέρεις είναι το δικαίωμα «να είσαι και όχι να έχεις». Να είσαι με ένα ορισμένο τρόπο παρών στον άλλον.
Τέτοιες όμως απόψεις και αρχές, όπως οι παραπάνω, προτείνουν το ολοκληρωτικό αναποδογύρισμα των αξιωμάτων της ποινικής και κατασταλτικής φιλοσοφίας που ενέπνευσαν τη σύλληψη και τη δημιουργία των δυτικών ποινικών κωδίκων.
Η καταργητική προοπτική του θεσμού της φυλακής υποστηρίζεται τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά και πλατιά.
Το θεμελιώδες πρόβλημα για την καταργητική προοπτική δεν είναι σε καμία περίπτωση το έγκλημα που άλλωστε είναι δημιούργημα του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά οι προβληματικές καταστάσεις και οι αιτίες που τις δημιουργούν, μεταξύ των οποίων βεβαίως οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Και προτείνεται, από μια τάση της, η επανόρθωση στην προξενηθείσα βλάβη από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της συγκρούσεως, οι οποίοι πρέπει να καταστούν παραγωγοί λύσεων και όχι να παραμένουν απλοί καταναλωτές. Προτείνεται δηλαδή η κατάργηση της ποινής και η αντικατάστασή της με επανορθωτικά και αποκαταστατικά μέτρα. Διότι, «ο πόνος είναι αναπόφευκτος,όχι όμως και η δημιουργημένη από τον άνθρωπο κόλαση», λέει ο πιο σημαντικός εκφραστής της τάσης αυτής ο N. Christie.
Αυτό προϋποθέτει όμως μια κοινωνικότητα που δεν κατακτήθηκε μέχρι τώρα από τον πολιτισμένο άνθρωπο, κοινωνικότητα εδραιωμένη σε μεγαλύτερη αλληλεγγύη και προσωπική ευθύνη.
Μια άλλη τάση της καταργητικής προοπτικής προτείνει την ολοσχερή κατάργηση του ποινικού συστήματος.
Ένα τέτοιο σύστημα είναι «κοινωνικά δεινό» και τα προβλήματα που τεκμαίρεται ότι επιλύει και τίποτε δεν επιλύει, πρέπει να αντιμετωπιστούν διαφορετικά επισημαίνει. Για τον L. Hulsman ήλθε ο καιρός να διερωτηθούμε αν μια αλλαγή του δημόσιου λόγου για το ποινικό δίκαιο και το συνακόλουθο σύστημα, θα επέτρεπε να μειώσουμε την τεράστια ποσότητα ποινών και συμφορών που το σύστημα αυτό παράγει για σημαντικό αριθμό ανθρώπων. Και θεωρεί ότι αυτό δεν είναι ουτοπικό αλλά ρεαλιστικό και επιπλέον μετριοπαθές. Η διάλυση των ταμπού που περιβάλλουν την έννοια έγκλημα, επιτρέπει να προσεγγίσουμε την κοινωνική πραγματικότητα την βιωμένη από τα αμέσως συμμετέχοντα πρόσωπα, η οποία διαφορετικά παραβλέπεται.
Και προτείνονται προς την κατεύθυνση αυτή μέτρα, όπως περισσότερη χρησιμοποίηση του νομικού συστήματος του αστικού δικαίου και ανάληψη ρόλου προστατευτικού των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τον αστικό δικαστή, εξάλειψη της πανεπιστημιακής διδασκαλίας του ποινικού δικαίου και επιδίωξη γενικά να αμβλυνθεί η ανώνυμη και ρουτινιάρικη βία που αναπτύσσει το ποινικό σύστημα, δημιουργώντας σε όλα τα επίπεδα ψυχολογία εχθρότητας, αντιμαχίας και απορρίψεως.
Αυτό θα σήμαινε την πλήρη αποποινικοποίηση της κρατικής παρεμβάσεως. Με προσφυγή ακριβώς σε κοινωνικές διαδικασίες που παραμερίζουν τη δικαστική παρέμβαση.
Αλλωστε ο περιορισμός της φυλακίσεως που επικράτησε στις μέρες μας και οι εναλλακτικές της φυλακίσεως ποινές, «που δεν εφαρμόζονται όμως στην ουσία παρά ελάχιστα» σημαίνουν στην ουσία τον περιορισμό της ποινής και άρα περιορισμό της έκτασης και της σημασίας του όλου συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης.
Η κίνηση αυτή δεν είναι νέα. Ανατρέχει στα περίφημα υποκατάστατα του E. Ferri έναν αιώνα πριν, πρόδρομο της σημερινής αποποινικοποιήσεως, ο οποίος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει το απομονωτικό σύστημα της φυλακής ως παραλογισμό του 19ου αιώνα. Καθώς μάλιστα αποδείχτηκε πανηγυρικά, ότι το ποινικό σύστημα έχει μια θαυμαστή ικανότητα να αναχωνεύει όλες τις μεταρρυθμίσεις, το κίνημα της αποποινικοποιήσεως κατακτά όλο και περισσότερο έδαφος. Προϋπόθεση βασική δε για όλα τα παραπάνω είναι η αναθεώρηση της ποινικής γλώσσας, γιατί χωρίς αυτή την αλλαγή δεν μπορεί να ξεπεραστεί ψυχολογικά και διανοητικά η λογική του κρατούντος συστήματος και πρώτα από όλα προϋποθέτει την αντικατάσταση του φορτισμένου όρου έγκλημα και εγκληματίας.
Η μεταφορά εδώ κάποιων σκέψεων σχετικά με τον θεσμό της φυλακίσεως δεν φιλοδοξεί βέβαια να καλύψει το τεράστιο και σημαντικό αυτό πρόβλημα, αλλά να δείξει μερικές πλευρές του και κυρίως να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα και το αναντικατάστατο της ύπαρξής του.
Δημοσίευση σχολίου