Τον Απρίλη του 1970 έφευγε από τη ζωή ο «κουμπάρος» των ελληνικών γραμμάτων Κορνάρος Θέμος (1907-1970).
Ο Κρητικός που ήθελε «να δένει στο κεφάλι του ένα μαντήλι, να βάζει λοξά το τσαπί στον ώμο του, να γίνει ένας καλός ζευγάς, να βρίζει, να δέρνει και να 'χει στη ζώνη του ένα ασπρομάνικο μαχαίρι όπως όλοι οι άντρες του τόπου του...» μπολιάστηκε με τα βιώματα των πονεμένων εργατών. Αφουγκράστηκε τους λαϊκούς καημούς. Χαρακτηρίστηκε εκπρόσωπος της «προλεταριακής» λογοτεχνίας. Μπολιάστηκε από τις ιδέες του Μαξίμ Γκόρκι: «Πώς τα πανεπιστήμιά του ήταν κοντά στους ανθρώπους του μεροκάματου...».
Υπήρξε ένας φλογερός εραστής της προλεταριακής αλήθειας ένας επαναστάτης που γ' αυτό εξορίστηκε, βασανίστηκε διώχτηκε από τα καθεστώτα της Δεξιάς.
Τάραξε όλη την αστική τάξη της Ελλάδας με το βιβλίο του «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», που χτυπάει τους δοσίλογους και την «εθνικοφροσύνη», ενώ απ' το πλούσιο συγγραφικό του έργο επιλέξαμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του, “Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου”, που περιγράφει βιωματικές καταστάσεις και παράλληλα μας δίνει μια εικόνα της εποχής του:
“…Χτυπούνε το κουδούνι κι έρχεται ο βασανιστής με τις κάτασπρες, πλαδαρές σάρκες. Κάτι του λένε και φεύγει, για να γυρίσει αμέσως πηδηχτός, πολύ σβέλτος, σχεδόν χαρούμενος, επειδή ξαναρχίζει τη δουλειά.
Άψε-σβύσε, μου έχει φορέσει μια σιδερένια κορώνα, με λογώ-λογιών εξαρτήματα κι ελατήρια. Έχει πέντε πράματα σα βίδες, που έχουνε κάτι σα φελλούς στο μέσα μέρος. Στο μέρος π’ αγγίζει το κεφάλι. Μια στο μέτωπο και μια πίσω. Μια στο κάθε μηνίγγι κι άλλη στην κορυφή.
Κάνει ένα βήμα πίσω, σαν τεχνίτης, μισοκλείνει τα πουλίσια ματάκια του και προσέχει την εφαρμογή. Είναι, φαίνεται, ευχαριστημένος. Τώρα ασχολείται να ενώσει τις παράξενες βίδες με κάτι ηλεκτροφόρα σύρματα, που καταλήγουνε και γίνονται ένα πριν φτάσουνε σε μια πρίζα. Με σιμώνει στον τοίχο. Ενώνει τη συσκευή με το ρεύμα. Κι όλες οι βίδες μαζί στρίβουνε με μια δαιμονισμένη ταχύτητα. Μου περνά η ιδέα, πως δεν πρόκειται για βίδες, παρά για καρφιά που τρύπησαν το κεφάλι και τώρα στροφογυρίζουνε κι ανακατεύουν τον εγκέφαλο. Έχω την εντύπωση, πως οι πόροι του κεφαλιού άνοιξαν, μεγάλωσαν, και τα μαλλιά δεν κρατιούνται πια από πουθενά και φεύγουνε…
Τίποτ’ άλλο δε θυμούμαι. Μόνο πως κάποια στιγμή, πολύ μικρή στιγμή, εγνώρισα το μέρος που έμενα. Το κελλί μου. Αλλά ήταν αδύνατο να ξεκαθαρίσω ποιός είμαι. Ποιό ήταν τ΄’ όνομά μου!…”
Και που να το μάθει ο “αδιευκρίνιστος”…
-
Οταν τα τσακάλια της ασφάλειας κατανάλωναν αρκετές εργατοώρες για να
συντάξουν μια γελοία δικογραφία και να οδηγήσουν σε δίκη μέλη
Πριν από 7 ώρες
Δημοσίευση σχολίου