Η άσπλαχνη φοροκλέφτρα Εκκλησία
αυτή που δεν έδινε τα χρυσαφικά της στους λιμοκτονούντες
Η ελληνική Εκκλησία, ακόμη και τώρα που η χώρα χρεοκοπεί, εξακολουθεί να φοροκλέβει. Ένας περιδεής πρωθυπουργός, περιστοιχισμένος από ασήμαντους υπουργούς, με μια δεξιά και ακροδεξιά αντιπολίτευση σάρκα εκ της σαρκός της Εκκλησίας και με μια Αριστερά ανίκανη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, συναντιέται με τον αρχιεπίσκοπο για να τον παρακαλέσει να δώσει κάποια ψίχουλα.
Η Αριστερά έδειξε τον χειρότερο εαυτό της με την υποτελή επίσκεψη Τσίπρα στον αρχιεπίσκοπο, με τις απίστευτες θρησκευτικοπατριωτικές υστερίες της κας Κανέλλη, («Εμείς την Παναγία την έχουμε αρχιστράτηγο») με την ουσιαστική σιωπή της στο θέμα της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η Αριστερά δεν έχει υποβάλει ούτε ένα ερώτημα στην ώρα του πρωθυπουργού, ούτε μια επερώτηση στον υπουργό Οικονομικών, δεν έχει βγει να ξεμπροστιάσει εκτενώς την Εκκλησία και τον αθέμιτο πλούτο της κάνοντας χρήση των συντριπτικών στοιχείων που υπάρχουν και σωπαίνει συστηματικά μπροστά στα Βοιωτοπέδια του κ.Ιερώνυμου και στη δυσωδία των πολύμορφων ιερών σκανδάλων. Θεωρεί πως ξέμπλεξε με μερικές σποραδικές, ρουτινιάρικες, βιαστικές αναφορές στη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Αρνείται η Αριστερά, που με τόσο κωμικό τρόπο αυτοχρίζεται αντισυστημική, αν και είναι βουλιαγμένη μέχρι τα αυτιά στο σύστημα, να φέρει το θέμα του ανίερου και αντιχριστιανικού εκκλησιαστικού πλούτου στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής. Ίσως γιατί γνωρίζει εκ του σύνεγγυς πόσο ευεργετικά είναι τα φιλόπτωχα ιερά ταμεία για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Το κάνει δε αυτό την ώρα που θα έπρεπε να θέσει ακόμη και θέμα δήμευσης των ιερών σκευών, επικαλούμενη τον ιστορικά ληστρικό τρόπο απόκτησής τους και τις εντολές του Χριστού που απαγορεύουν στην Εκκλησία να κατέχει χρυσό: «Μη κτήσεσθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών, μη πήραν εις οδόν μηδέ δυο χιτώνας μηδέ υποδήματα μηδέ ράβδον• άξιος γαρ ο εργάτης της τροφής αυτού» (Ματθ. 10,9-10).
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ κάνουν πως δεν βλέπουν όχι μόνο το χρυσάφι και το ασήμι που ξεχειλίζει από τους ναούς στα σκεύη και στα τάματα με τα οποία οι πιστοί εξαγοράζουν τον αχόρταγο ελληνορθόδοξο θεό, όχι μόνο τις 360 στολές πολλών μητροπολιτών, τα Σεμπάγκο του Χριστόδουλου και τα χρυσά του μανικετόκουμπά του, και τις αδαμαντοποίκιλτες επισκοπικές ράβδους και τις μαφιόζικες λιμουζίνες, αλλά ούτε και τους τεμπέληδες εργάτες της Εκκλησίας. Παριστάνουν πως κρατούν το στόμα τους κλειστό επειδή τάχα σέβονται τη λαϊκή πίστη την ίδια ώρα που συμμετέχουν με την ανοχή τους στην πιο βάναυση προσβολή του Χριστού. Αδυνατούν να ανοίξουν διάλογο με τους πιστούς πάνω σε πάγιες κοινά αποδεκτές ηθικές αρχές, για να κερδίσουν εμπιστοσύνη και να πείσουν.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο λαός περιφρονεί αυτή την Αριστερά και την κρατά καθηλωμένη στα πιο χαμηλά της ποσοστά ακόμη και τώρα που το σύστημα φαινομενικά καταρρέει. Και λέω φαινομενικά γιατί πέρα από τις αριστερές ονειρώξεις, το σύστημα ετοιμάζεται για νέες ένδοξες ημέρες, με διαλυμένο τον κόσμο της εργασίας και τους πολίτες υποταγμένους μοιρολατρικά με τη βοήθεια της Εκκλησίας στο κισμέτ τους.
Μιλάμε για μια Αριστερά σοβαροφανή, κρατικά επιχορηγούμενη, με συμμετοχή στην εξουσία μέσω τουλάχιστον της Βουλής και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όπου δεν έχει δώσει και τα καλύτερα δείγματα ηθικής, με πλειάδα στελεχών της να προσχωρούν ή να φλερτάρουν σαν ανυπόμονες παρθένες με το δικομματισμό, ή να νέμονται κάποια ψίχουλα από το δικομματικό φαγοπότι .
Αυτή η στάση της πολιτικής ηγεσίας είναι αναντίστοιχη ακόμη και με τη συμπεριφορά ορθόδοξων μοναρχών που δεν δίσταζαν να απλώσουν το χέρι τους στο χρυσάφι της Εκκλησίας όταν οι κρατικές ανάγκες το απαιτούσαν. Η ασυδοσία της Εκκλησίας μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα προνόμια που απολάμβανε στα εδάφη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οπότε αποτελούσε κυριολεκτικά κράτος εν κράτει, ως μακρύ χέρι του Σουλτάνου απλωμένο μέσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Και δεν εννοώ βέβαια μόνο τους μεταρρυθμιστές εικονοκλάστες αυτοκράτορες που άλλαξαν τα φώτα στο παπαδαριό. Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Ο Σύρος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Σέργιος, στον οποίο αποδίδεται ο «Ακάθιστος Ύμνος» των Ορθοδόξων, (οπαδός της αίρεσης του μονοθελητισμού), ενθαρρύνει τον αυτοκράτορα Ηράκλειο σε ιερούς πολέμους θέτοντας στη διάθεσή του τα χρυσά και αργυρά τιμαλφή της Εκκλησίας. Ο μεταρρυθμιστής τσάρος Μέγας Πέτρος, αψηφώντας την Εκκλησία έλιωσε τις καμπάνες της για να φτιάξει κανόνια.
Ποιές είναι όμως οι παραδόσεις της Αριστεράς την πρώϊμη εποχή που άσκησε Εξουσία; Στην τσαρική Ρωσία, η Εκκλησία των χρυσών τρούλων είχε εθισθεί να παρακολουθεί απαθής την Κόλαση στην οποία ήταν βουτηγμένος ο λαός. Ίσως ο πιο συμπαθής και σοβαρός από τους μητροπολίτες που στάλθηκαν στο κόκκινο εκτελεστικό απόσπασμα στην ΕΣΣΔ να ήταν ο Νοβογκορόντ αγ.Βενιαμίν, ένας από τους πιο συμβιβαστικούς της Ιεραρχίας προς τους κομμουνιστές. Έχασε τη ζωή του το 1922 γιατί αντιτάχθηκε στην κατάσχεση των τιμαλφών των ναών του, προκειμένου να σωθούν οι πεινασμένοι πληθυσμοί του Βόλγα, ακολουθώντας την επίσημη γραμμή της Εκκλησίας για εθελούσια και ελεγχόμενη από την ίδια διάθεσή τους στους λιμοκτονούντες.
Ο πατριάρχης άγιος Τύχων κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, και αφού η Εκκλησία είχε δείξει επιδεικτική αδιαφορία αρχικά, απαιτούσε να φανεί πως αυτόβουλα ευεργετούσε τον λαό, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο περί καταναγκαστικής εισφοράς. Ο φανατικά ορθόδοξος Νομπελίστας Σολζενίτσιν («Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ») είναι αποκαλυπτικός, ακόμα και στην προσπάθεια του να παρουσιάσει τον μητροπολίτη ως μάρτυρα: “Στην περιοχή του Βόλγα οι άνθρωποι έτρωγαν χορτάρια και σόλες και ροκάνιζαν τα ξύλινα πλαίσια από τις πόρτες”. Σε ανάλογη περίπτωση ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Θεοφάνης (1037) κρατούσε τις «σιτίσεις», όπως κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα οι ίδιοι οι μοναχοί του, τηρώντας την εκκλησιαστική παράδοση όπως την διατύπωσε και στις μέρες μας ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Η Εκκλησία δεν ελεεί ποτέ από την περιουσία της. Μόνο με εράνους, από τους οποίους θα κρατά βέβαια για τους δεσποτάδες το μερίδιο του λέοντος.
Ο Ρώσος πατριάρχης, ένας πιστός συνεργάτης του αγ. Νικόλαου Ρωμανώφ (εικ.2), έκανε έκκληση για βοήθεια στον πάπα και τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ. Αυτή η στροφή προς τους Δυτικούς, αδιανόητη για την πρακτική της ανέκαθεν περίκλειστης και ξενοφοβικής ρωσικής Ορθοδοξίας, αποσκοπούσε προφανώς στο να ξεσηκώσει τους κοιλαράδες καρδινάλιους να χύσουν τα κροκοδείλια δάκρυά τους και να σκούξουν γι’αυτούς που θα εμφάνιζαν ως πεινασμένα θύματα του κομμουνισμού. Όπως παραδέχεται ο Ρώσος Νομπελίστας, ήταν η κρατική εξουσία που ζήτησε τον Δεκέμβριο του 1921, να δοθούν τα χρυσαφικά και μάλιστα με μετριοπάθεια αφού αρχικά δεν τα ζήτησε όλα, αλλά μόνον όσα “δεν χρειάζονταν για λειτουργική χρήση”. Εκών άκων ο αγ. Τύχων συναίνεσε τον Φλεβάρη του ’22.
Δύο μέρες μετά από καταφατική εγκύκλιο του αγ.Τύχωνα προς τα ενοριακά συμβούλια, η κρατική επιτροπή αποφάσισε ότι το πρόβλημα της πείνας ήταν τέτοιο που τελικά έπρεπε να δοθούν όλα. Στις 16 Ιουνίου οι σχισματικοί μητροπολίτες Σέργιος του Βλαντιμίρ (επέστρεψε μετά στην παραδοσιακή Εκκλησία, έγινε πατριάρχης και τη συμφιλίωσε με το ΚΚΣΕ), Ευδόκιμος του Νίζνι Νοβγκορόντ και Σεραφείμ της Κοστρόμα, όλοι της φιλοκομμουνιστικής «Ζώσας Εκκλησίας» συμφώνησαν στο αυτονόητο να δοθούν και τα λειτουργικά τιμαλφή του παμφάγου θεού του Τύχωνα στους λιμοκτονούντες. Ο αγ.Τύχων χαρακτήρισε την απόφαση αυτή “ιεροσυλία”. Ο ίδιος ο Σολζενίτσιν τον δικαιολογεί μεν, αλλά
αναγκάζεται να παραδεχθεί πως “οι ηγέτες μιας Χριστιανικής Εκκλησίας δεν θα έπρεπε να παρασύρωνται από τέτοιες σκέψεις”. Στην Πετρούπολη ο αγ.Βενιαμίν, δηλώνει πως “θα βγάλω όλο το χρυσάφι από την εικόνα της Παναγίας του Καζάν, θα το ποτίσω με γλυκά δάκρυα και θα το παραδώσω“.
To ερώτημα είναι για τί δεν το έκανε μόνος του πριν του το ζητήσουν οι αρχές και πριν ακόμα πεθάνουν άνθρωποι από την πείνα. Παρά το ότι η κατάσχεση στην Πετρούπολη έγινε ήρεμα, η θεωρητική έστω αντίθεση του μητροπολίτη, ήταν αρκετή για να τον τουφεκίσουν στις 12 Αυγούστου μετά από σύντομη δίκη. Τα ακραία στοιχεία της επαναστατικής εξουσίας ενεργούσαν κάτω από την αγανάκτησή για τα εγκλήματα εκατονταετηρίδων ερεθισμένα και από την προσπάθεια του πατριάρχη να φέρει προσκόμματα και να προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις, αντί να κρύβεται από ντροπή.
Η μπάλα πήρε άδικα και τον άγιο Βενιαμίν. Μπορεί η Εκκλησία των χρυσών τρούλων να έκλαψε τον Βενιαμίν της, αλλά ο απόηχος των οιμωγών των εκατομμυρίων μουζίκων που ένιωσαν στο πετσί τους το κνούτο της (εικ.3), έκαναν πολλούς να κλείσουν τα’αυτιά τους στις θρηνωδίες της. Η άρνηση του Τύχωνα και των επισκόπων να δεχθούν την δήμευση των ιερών θησαυρών προκειμένου να μην λιμοκτονήσουν οι πληθυσμοί του Βόλγα, οδήγησε στην εκτέλεση και στις εκτοπίσεις πολλών ρασοφόρων από τους κομμουνιστές.
Στο όργανο της ελληνικής Εκκλησίας, (περ. “Εκκλησία”-Απρίλης, 1967), παρατίθεται μακρύς κατάλογος των δεσποτάδων που έπεσαν θύματα της επανάστασης του ’17. Οι περισσότεροι έχουν σήμερα αγιοποιηθεί. Αυτό που αποσιωπήθηκε είναι πως η ολότητά τους σχεδόν ήταν άνθρωποι του τσαρικού υπόκοσμου, εχθροί και τύραννοι του λαού, αδίστακτοι άρπαγες, αντισημίτες και σκοταδιστές. Η ανάγνωση των βίων τους όπως έχουν εκδοθεί από την Εκκλησία προκαλεί θυμηδία για τα αλλεπάλληλα φαντασμαγορικά θαύματα που συνοδεύουν τις ταλαιπωρίες και την τελευτή τους.
Από το ιστολόγιο "Ροίδη Εμμονές"
Δημοσίευση σχολίου