Το παρακάτω κείμενο μας το στέλνει μια συντρόφισσα γιατρός από το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης που παρακολουθεί του μετανάστες απεργούς πείνας:
«Μπαίνω στο πειρασμό να φοβηθώ για τη ζωή τους κι ύστερα πάλι πιστεύω….Τώρα γύρισα από το εργατικό κέντρο και είμαι αγχωμένη ….
Είναι όλα τους πολύ συμπαθητικά παιδιά. Με κοροϊδεύουν γιατί είπα πως θα υιοθετήσω τον Ραχάλ. Είναι 22 χρονών. Κι ο φίλος και γείτονας τους στο χωριό, είναι 23, ο Ρέντα (παρατσούκλι του Ραντουάν).
Συνέχεια χαμογελάει αυτός. Τώρα τελευταία λίγο έχει χλομιάσει. Κι ο Ραχάλ, πολύ.
Είναι κι οι δύο καθόλου μελαχρινοί και η χλομάδα φαίνεται περισσότερο πάνω τους.
Αν τους έβλεπε η μάνα τους, θα πάθαινε σπασμούς. Κάποιοι είναι συγγενείς μεταξύ τους,
άλλοι από το ίδιο χωριό ή την ίδια γειτονιά.
Έχουν συνέχεια κράμπες και τα πόδια τους πονάνε μόνιμα.
Αν σηκωθούν ζαλίζονται. Κρατάνε το διάδρομο για να πάνε τουαλέτα. Δεν μπορούν πια να χρησιμοποιούν τη σκάλα.
Κάποιοι λιποθυμούν και τότε τρέχουμε…
Οι αλληλέγγυοι είναι και γαμώ τα παιδιά.
Δεν το’χει βιώσει άλλος αυτό. Τρελαίνομαι που τους βλέπω να παλεύουν με τις ώρες στη συνέλευση,
να προσπαθούν. Όλοι μαζί. Να συνοδεύουν τα παιδιά στα Νοσοκομεία, να μένουν κοντά τους σε 24ωρη βάση, να τους συντροφεύουν, να τους πηγαίνουν στην τουαλέτα και να τους φέρνουν νερό.
Να αγωνιούν σαν με αδελφό τους. Να παίρνουν μες τη νύχτα να αναφέρουν οτιδήποτε ανησυχεί,
τρομάζει, δυσκολεύει, προσβάλει τον απεργό. Κανένα δεν είδα να βαριέται. Είδα πιτσιρικά φοιτητή, να περνά τη νύχτα του στο νοσοκομείο και μετά να συνεχίζει με βάρδια στο εργατικό κέντρο. Και να μη θέλει να πάει να ξεκουραστεί.
Όταν είναι έξω, παίρνουν και ρωτάνε. Πως είναι τα παιδιά; Σήμερα είπαν πως κόβουν τη ζάχαρη.
Και το άγχος, μην πάθουν τίποτα τα παιδιά, τους παγώνει».
«Μπαίνω στο πειρασμό να φοβηθώ για τη ζωή τους κι ύστερα πάλι πιστεύω….Τώρα γύρισα από το εργατικό κέντρο και είμαι αγχωμένη ….
Είναι όλα τους πολύ συμπαθητικά παιδιά. Με κοροϊδεύουν γιατί είπα πως θα υιοθετήσω τον Ραχάλ. Είναι 22 χρονών. Κι ο φίλος και γείτονας τους στο χωριό, είναι 23, ο Ρέντα (παρατσούκλι του Ραντουάν).
Συνέχεια χαμογελάει αυτός. Τώρα τελευταία λίγο έχει χλομιάσει. Κι ο Ραχάλ, πολύ.
Είναι κι οι δύο καθόλου μελαχρινοί και η χλομάδα φαίνεται περισσότερο πάνω τους.
Αν τους έβλεπε η μάνα τους, θα πάθαινε σπασμούς. Κάποιοι είναι συγγενείς μεταξύ τους,
άλλοι από το ίδιο χωριό ή την ίδια γειτονιά.
Έχουν συνέχεια κράμπες και τα πόδια τους πονάνε μόνιμα.
Αν σηκωθούν ζαλίζονται. Κρατάνε το διάδρομο για να πάνε τουαλέτα. Δεν μπορούν πια να χρησιμοποιούν τη σκάλα.
Κάποιοι λιποθυμούν και τότε τρέχουμε…
Οι αλληλέγγυοι είναι και γαμώ τα παιδιά.
Δεν το’χει βιώσει άλλος αυτό. Τρελαίνομαι που τους βλέπω να παλεύουν με τις ώρες στη συνέλευση,
να προσπαθούν. Όλοι μαζί. Να συνοδεύουν τα παιδιά στα Νοσοκομεία, να μένουν κοντά τους σε 24ωρη βάση, να τους συντροφεύουν, να τους πηγαίνουν στην τουαλέτα και να τους φέρνουν νερό.
Να αγωνιούν σαν με αδελφό τους. Να παίρνουν μες τη νύχτα να αναφέρουν οτιδήποτε ανησυχεί,
τρομάζει, δυσκολεύει, προσβάλει τον απεργό. Κανένα δεν είδα να βαριέται. Είδα πιτσιρικά φοιτητή, να περνά τη νύχτα του στο νοσοκομείο και μετά να συνεχίζει με βάρδια στο εργατικό κέντρο. Και να μη θέλει να πάει να ξεκουραστεί.
Όταν είναι έξω, παίρνουν και ρωτάνε. Πως είναι τα παιδιά; Σήμερα είπαν πως κόβουν τη ζάχαρη.
Και το άγχος, μην πάθουν τίποτα τα παιδιά, τους παγώνει».
Δημοσίευση σχολίου