Αυτό το σκιτσάκι εκφράζει τα αισθήματα πολλών, ολοένα και περισσότερων. Μόνο που αυτή η αυξανόμενη απέχθεια δεν μεταφράζεται και σε αυξανόμενη μάχη εναντίον της κυβέρνησης. Και επειδή η άρχουσα τάξη δεν συναντά επαρκή αντίσταση, βγαίνουν μετά και δηλώνουν "ο λαός στηρίζει τα νέα μέτρα". Την ίδια ώρα βέβαια, ο κόσμος τους βρίζει, και πλέον οι περισσότεροι δεν τολμούν να βγουν καλά--καλά έξω, γιατί ο κόσμος θα τους βρίσει, θα τους φτύσει, θα τους ρίξει και καμιά κλωτσιά. Αλλά αυτά είναι μικρές "αψιμαχίες", που κάτι δείχνουν βέβαια, ωστόσο ΔΕΝ επαρκούν για να σταματήσουν την επίθεση: Ας μην ξεχνάμε ότι (α) οι βιομήχανοι απαιτούν μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη "κινεζοποίηση" των εργατών ώστε να γίνουν πιο "ανταγωνιστικοί", και (β) οι τραπεζίτες απαιτούν τεράστια κεφάλαια ως "πακέτα σωτηρίας", προκειμένου να αποφύγουν τη χρεωκοπία.
Από τη στιγμή που δίνουν μια μάχη ζωής και θανάτου, είναι διατεθειμένοι να συνεχίσουν να τη δίνουν, έστω και με το "μικρό" κόστος να τους βρίζει όλη η κοινωνία. "Βρίστε μας" μας λένε ουσιαστικά, "από τη στιγμή που δεν ξεσηκώνεστε, εμείς θεωρούμε ότι τελικά "στηρίζετε" (αποδέχεστε) τα μέτρα. Και γι' αυτό συνεχίζουμε - πρόσω ολοταχώς!"
Όσο για την κοινωνία, αδυνατεί να κάνει αυτό που πρέπει για να σταματήσει τη λεηλασία - δηλαδή να εξεγερθεί. Και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα - είναι φαινόμενο που παρατηρείται σε όλη τη "δύση", καθώς μιλάμε για κοινωνίες που δεν ήταν έτοιμες σε καμία περίπτωση να βάλουν μπροστά το κορμί τους και να παλέψουν σε μεγάλες μάχες όπως αυτές. Έτσι, και έως ότου πειστούν να το κάνουν, θα συνεχίσουν να ρημάζονται σε ιστορικά επίπεδα-ρεκόρ. Και ούτε είναι τυχαίο το ότι, επειδή ακριβώς οι κοινωνίες δεν είναι πεισμένες για την εξέγερση-ανατροπή του καθεστώτος, έχουν αναπτύξει και ψυχολογικούς μηχανισμούς για να μπορούν να "κλείνουν τα μάτια τους" μπροστά σε λαούς και κοινωνίες που εξεγείρονται, όπως αυτές σε Β. Αφρική και Μ. Ανατολή. "Αυτοί δε μετράνε", ή, ακόμα πιο συχνά "είναι όλα υποκινούμενα από τους Αμερικάνους", που βέβαια έχουν φτάσει στο σημείο να έχουν πορείες 70.000-80.000 ανθρώπων "εντός έδρας", και πλέον αδυνατούν να πηρεάσουν τόσο πολύ τις εξελίξεις σε τόσες πολλές χώρες ταυτόχρονα. Άλλωστε, τα καθεστώτα εκεί είναι φιλοαμερικάνικα, και επί χρόνια βοηθούν τις ΗΠΑ να ελέγχουν τη νευραλγική (λόγω πετρελαίου) περιοχή. Οι εξεγέρσεις δείχνουν, μεταξύ άλλων, και το πόσο πολύ έχει πέσει η επιρροή των ΗΠΑ, και όμως αυτοί που δε θέλουν να εξεγερθούν έχουν φτάσει στο σημείο να τις θεωρούν ως ένδειξη μιας ασύλληπτης δύναμης των ΗΠΑ, που ούτε καλά-καλά στα χρόνια της ακμής τους δε θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τέτοια συντονισμένη εξέγερση σε τόσο μεγάλη κλίμακα, πόσο μάλλον τώρα...
"Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια" όμως, και έτσι αυτοί που δεν είναι πεισμένοι για την εξέγερση, είναι αναγκασμένοι να απορρίψουν, έστω και με παντελώς αβάσιμες θεωρίες, την εξέγερση των άλλων. Γιατί αν δεν την απορρίψουν, τότε αυτή θα έρθει μπροστά τους, και θα τους παρουσιαστεί ως η πρόταση και για το δικό τους μέλλον, ένα μέλλον που δε θα περιλαμβάνει τους τύραννους που εδώ και χρόνια έχουν κάτσει στο σβέρκο τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν δύναμη, κάτι το οποίο επίσης τους φαίνεται "βουνό", και τρέμουν να το συνειδητοποιήσουν. Και όμως, το παράδειγμα των λαών στη Β. Αφρική επιβεβαιώνει ότι οι λαοί έχουν δύναμη, και μπορούν να ανατρέπουν
Επανεκκινήσεις, μέτωπα, βήματα, σπίθες, αλλά φλόγες πουθενά
Υπάρχει κάτι παράδοξο στην κατάσταση. Ενώ τα ερεθίσματα είναι πολλά, το κοινωνικό σώμα μοιάζει να βρίσκεται σε κατατονία. Δεν λείπουν οι ανακλαστικές κινήσεις – σπασμοί στα άκρα, κράμπες στο στομάχι, ταχυκαρδίες, συσπάσεις στο πρόσωπο – αλλά συνολικά το σώμα βρίσκεται σε ακινησία. Σαν να βαριέται ή φοβάται να σηκωθεί από το κρεβάτι της εντατικής, να πετάξει σωληνάκια και καθετήρες, να πιστοποιήσει ότι είναι ζωντανό. Και τα ερεθίσματα είναι πολλά. Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που δίνει τόσες αφορμές. Ούτε μόνο οι ηγεμόνες του «προτεκτοράτου», οι οποίοι με κάθε ευκαιρία – αφού έχουν ήδη πλήξει καίρια τους όρους ύπαρξης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας – προσβάλλουν ευαίσθητες χορδές που ακούνε στα ονόματα εθνική αξιοπρέπεια, κοινωνική αυτοεκτίμηση, πολιτική αυτοπεποίθηση. Είναι επίσης η πανσπερμία γεγονότων στον αραβικό κόσμο, σε μια περιοχή όπου, πληθυσμιακά, ζει άλλη μια Ευρώπη, που δείχνει ότι οι κοινωνίες μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις, μπορούν να κλονίσουν τα συστήματα εξουσίας. Είναι μια καταπληκτική ένεση αυτοπεποίθησης για τις υποτελείς τάξεις αυτό που γίνεται εκεί, ανεξάρτητα από την έκβασή του και από τον τρόπο που η «αυτοκρατορία» οδηγεί τις εξελίξεις σε ελεγχόμενες ανατροπές. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Η αντίδραση της κοινωνίας παραμένει δυσανάλογα υποτονική σε σχέση με την ένταση της επίθεσης, αλλά και με την πραγματική ισχύ του συστήματος εξουσίας, που όλο και συχνότερα αποκαλύπτει αμηχανία, ανικανότητα και γύμνια. Λογικά, αν υπήρχε ισχυρό και συνεκτικό κίνημα αντίδρασης, αυτό το σύστημα θα είχε σαρωθεί. Το γιατί δεν συμβαίνει αυτό δεν είναι απλό να το εξηγήσει κανείς. Ιστορικές αναπηρίες στον τρόπο οργάνωσης των κινημάτων, οι εξαρτήσεις τους από το σύστημα εξουσίας, η γραφειοκρατικοποίησή τους και η ανυποληψία τους εξηγούν εν μέρει την απροθυμία των ανθρώπων να τα πλαισιώσουν. Αλλά πάλι τι να πουν οι Αιγύπτιοι, οι Λίβυοι ή οι πολίτες του Μπαχρέιν, που δεν διαθέτουν ούτε αυτές τις υποτυπώδεις δομές; Στον πυρήνα του φαινομένου βρίσκεται πάντα η αριστερά, η κατά τεκμήριο αντιστασιακή δύναμη της κοινωνίας. Μέχρι στιγμής λειτουργεί σαν συντελεστής αυτής της παράδοξης ακινησίας του κοινωνικού σώματος, όπως καταδεικνύουν σε ένα βαθμό και οι δημοσκοπήσεις. Οι οποίες πιστοποιούν ότι η αποδέσμευση σημαντικής μερίδας της κοινωνίας από το κομματικό σύστημα παγιώνεται, με το ένα τρίτο των πολιτών να στοιχίζεται πλέον σταθερά στο «κόμμα της άρνησης», στην αντικομματική ψήφο (βλέπε έρευνα της Public Issue). Και παρ' ότι το στοιχείο αυτό περιέχει το σπέρμα μιας ανατροπής, ψιχία είναι τα οφέλη της αριστεράς. Τουλάχιστον τα ορατά, τα δημοσκοπικά. Με τη στάση του ΚΚΕ να παραμένει καταλύτης (και προς το παρόν παράγοντας της παράδοξης ακινησίας), το ερώτημα είναι τι γίνεται στο υπόλοιπο πεδίο. Έχουμε το restart, την επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε την επίσημη εκκίνηση του Μετώπου, έχουμε τη σισύφεια προσπάθεια του Αριστερού Βήματος, έχουμε τη Σπίθα του Μίκη. Έχουμε δηλαδή διάφορα παράλληλα σύμπαντα που επιχειρούν πρώτα να αυτοπροσδιοριστούν, έπειτα να ορίσουν τα διακυβεύματα κι έπειτα... να βρουν κοινό. Ωστόσο, όλα έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι πρωτοβουλίες από τα πάνω, σχήματα του εργαστηρίου και των αιθουσών συσκέψεων. Και δεύτερον, εξαντλούν τις φιλοδοξίες τους στο να διαμορφώσουν πλαίσιο σχέσεων μεταξύ των ήδη αριστερών, μερικών χιλιάδων ανθρώπων, κι όχι της αριστεράς με το ευρύ κοινό, με τις εκατοντάδες χιλιάδες της μισθωτής εργασίας, των κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από τα μέτρα κυβέρνησης και τρόικας. Αλλά το πρόβλημα ήταν πάντα αυτό. Οι καλοδεχούμενες πρωτοβουλίες σύνθεσης και ανασύνθεσης της αριστεράς εξαντλούνταν ως επικοινωνιακά φαινόμενα. Σπάνια αποκτούσαν μια λειτουργική σχέση με την κοινωνία. Ίσως, λοιπόν, η επανεκκίνηση, όλες οι κινήσεις και επανεκκινήσεις, πρέπει να εκκινήσουν αντίστροφα. Από τα κάτω. Είμαστε εν καιρώ αμύνης. Αυτό που χρειάζεται η κοινωνία και ιδιαίτερα ο κόσμος της εργασίας είναι να οργανώσει μια στοιχειωδώς αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση που δέχεται. Πρωτίστως στον χώρο δουλειάς, αλλά και στη γειτονιά, στο πανεπιστήμιο, στο σχολείο, στον δημόσιο χώρο. Προσπαθώ να φανταστώ τις αρκετές χιλιάδες ανήσυχων αριστερών ανθρώπων, αντί να αναλώνονται σε ατέλειωτες ζυμώσεις για το ιδεώδες πρόγραμμα ανασύνθεσης της αριστεράς (ή παράλληλα μ’ αυτό), να δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ, πανελλαδικό συνδικαλιστικό και διεκδικητικό μέτωπο. Δίπλα και μαζί με τον κόσμο της εργασίας, σε μια ευεργετική αμφίδρομη επίδραση. Δεν είμαι της άποψης «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός δεν είναι τίποτα». Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς φτάνει κανείς στον σκοπό χωρίς κίνημα. Και η εικόνα της συνδικαλιστικής πολυδιάσπασης (και τελικά ανυπαρξίας) της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι στα όρια του εγκλήματος. Ή της αυτοχειρίας. Σ' αυτό τουλάχιστον θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε. Μια μεγάλη συνδικαλιστική ομπρέλα τύπου ΠΑΜΕ – αλλά και, γιατί όχι, μαζί με το ΠΑΜΕ – θα μπορούσε να διευκολύνει την οργάνωση της κοινωνικής αντίστασης και να κάνει τις αδύναμες σπίθες φλόγες. Μεταξύ άλλων, θα είχε μεγάλη παιδαγωγική αξία για την αριστερά και τους αριστερούς η επαφή με πραγματικούς, γήινους ανθρώπους. Αυτή, θαρρώ, είναι μια χαμένη εδώ και χρόνια δεξιότητα... |
Δημοσίευση σχολίου