Home » , » TERRA INCOGNITA: Η απόδραση από τα ικριώματα της καθημερινότητας

TERRA INCOGNITA: Η απόδραση από τα ικριώματα της καθημερινότητας

Από Rojo Obrero , Σάββατο 14 Απριλίου 2012 | 11:20 μ.μ.


Κατάστασης στις ζωές των ανθρώπων

Το χαμόγελό του έμοιαζε σαν σε βαλσαμωμένο κεφάλι. Είχε μια σχεδόν απόκοσμη ακινησία η οποία μόλις διακρινόταν μέσα στο ημίφως. Έτσι όπως έστεκε όρθιος στη μέση του δωματίου. Ενός χώρου λιτού με  μόνη την παρουσία των απολύτως απαραιτήτων επίπλων. Ενός κρεβατιού, ενός τραπεζιού, δυό τριών καθισμάτων.
 Η νύχτα έπεφτε και το  σκοτάδι γινόταν πλέον όλο και πιο πηχτό.  Στη μέση του τραπεζιού  ένα λυχνάρι. Το άναψε και το δωμάτιο έφεξε. Ωστόσο το ίδιο απόκοσμο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.  Στάθηκε για λίγο ακίνητος κοιτώντας τη φλόγα του λυχναριού. Ύστερα ξέλυσε από τη ζώνη του ένα δερμάτινο πουγκί και το ακούμπησε στο τραπέζι. Έπειτα κατευθύνθηκε στο υποτυπώδες λουτρό και έπλυνε σε μια λεκάνη τα χέρια του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διαπίστωσε κι αυτός πως οι συσπάσεις των μυών του προσώπου του είχαν εκλείψει κι έτσι παρέμενε ζωγραφισμένο σαν από ακραία συνήθεια αυτό το χαμόγελο.

 Ωστόσο τώρα που είδε τον εαυτό του λίγο καλύτερα ήταν κατάχλωμος και μικρές σταγόνες ιδρώτα λαμπύριζαν στο μέτωπό του. Έριξε λίγο νερό ππάνω του και σκουπίστηκε με μια πετσέτα. Έκανε λίγα αργά βήματα και κάθισε σε μια καρέκλα. Ύστερα έλυσε το πουγκί και το  αναποδογύρισε στο τραπέζι. Από μέσα του ξεχύθηκαν αστράφτοντας μια πλειάδα νομισμάτων. «Το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο» φάνηκε να ψελλίζει…

Στην  πλατεία η πιτσιρικαρία έστηνε το ικρίωμα για τον προδότη. Οι φωνές και τα χάχανα αντηχούσαν ως το μικρό δωμάτιο. Νέοι και γέροι ετοιμαζοταν για το κάψιμο του Ιούδα. Αυτός ήταν το άλλο πρόσωπο του δράματος των ημερών. Η απόλυτη αντίφαση της ανθρώπινης υπόστασης που έδινε ένα άλλο νόημα στη θυσία του δασκάλου του κατά πως τα έλεγαν οι γραφές. Αν πράγματι  υπήρξε κάποτε αυτή η ιστορία, τότε  δάσκαλος και μαθητής είχαν ένα κοινό. Γνώριζαν πριν από το τέλος το τέλος τους.
 Ο μεν πρώτος διατηρώντας διπλή υπόσταση ουσιαστικά θα μπορούσε να καθορίσει με τη θεϊκή του δύναμη σε απόλυτο βαθμό την εξέλιξη της ιστορίας και της πορείας του προς το θάνατο. Μήπως όμως και ο μαθητής τέθηκε εκούσια στην υπηρεσία μιας υπόθεσης που είχε ανάγκη και από δειλούς, φιλάργυρους και προδότες  για να προσεγγίζει με μεγαλύτερη αληθοφάνεια την πραγματική ζωή;

Αν ο Ιησούς ήξερε την ώρα της προσευχής του στο Όρος των Ελαιών ότι το τέλος ήταν αναπότρεπτο, αλλό τόσο γνώριζε  κι ο Ιούδας με το που παρέλαβε τα τριάντα αργύρια ότι και το δικό του τέλος ήταν αναπότρεπτο κι εξίσου λυτρωτικό.
Οι πιτσιρικάδες είχαν γεμίσει ήδη το ομοίωμά του με κουρέλια και  άχυρα. Με ότι μπορούσαν να δώσουν μορφή στον προδότη. Σε λίγο η θέση του θα ήταν στο ικρίωμα…
Ωχρός και κάθιδρος μετρούσε τώρα τα αργύρια. Τα δικά του αργύρια  Τα νομίσματα που είχαν σκορπίσει πάνω στο τραπέζι του. Τα μέτραγε και τα ξαναμέτραγε. Μικρές στίβες τοποθετημένες η μια πλάι στην άλλη. Πότε ισομεγέθεις και πότε κλιμακωτά μειούμενες. Πότε αλλοπρόσαλλα βαλμένες  ώσπου να σκορπίσουν ξανά με μια σπρωξιά για να ξαναρχίσει το μέτρημα και το στοίβαγμα. Η προδοσία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας δυνατής σχέσης, μιάς φιλίας, ενός έρωτα. Κάτι βαθύτερου που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα ή σε υλικά ανταλλάγματα. Η εσωτερική αποστασιοποίηση του προδότη από κάθε τέτοια κατάσταση οδηγεί σταδιακά στην κατάρρευση κάθε ηθικής αναστολής.
Τότε η πράξη γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή και η είσπραξη του αντιτίμου έρχεται ως φυσιολογικό επακόλουθο. Η ιστορία γράφεται και μέσα από την προδοσία. Αν δε αυτή συνδέεται πριν από την πράξη με κάτι βαθύτερο, μετά από αυτήν συνδέεται με τις Ερινύες. Με τύψεις και ενοχές. Αν το σαρκίο δεν είναι απλώς άδειο ακόμη και η ζωή για κάθε προδότη μπορεί να είναι μαρτυρική. Το δε τέλος κακό. Τον Ιούδα άλλωστε δεν θα μπορούσαν να τον έχουν σκοτώσει οι ίδιες οι ρωμαϊκές λεγεώνες; Θα μπορούσαν, αλλά αυτός ίσως πρόλαβε με όσα ίχνη αξιοπρέπειας  του απέμεναν, να δώσει ο ίδιος το τέλος…
Έκλεισε πίσω του την πόρτα κι άρχισε να βαδίζει προς το καπηλειό. Ο λιθοβολισμός του ομοιώματος είχε ξεκινήσει. Κάποιοι το σημάδευαν και το πυροβολούσαν με ότι τουφέκια διέθεταν. Πέρασε μέσα από το αλαλάζων πλήθος που ετοιμαζόταν να βάλει φωτιά στο ομοίωμα. Όλα έμοιαζαν με μια ιεροτελεστία εξορκισμού του κάθε κακού. Κακού όμως τόσο γνώριμου με τη μια ή την άλλη μορφή. Έμοιαζε όλο το δρώμενο με λυτρωτική διαδικασία αποκάθαρσης. Πιστοί και άπιστοι έριχναν το ανάθεμα στον Ιούδα. Η σωτηρία της ψυχής τους είχε ανατεθεί σε επουράνιο σωτήρα ο οποίος με το σταυρό του μαρτυρίου του σήκωσε  όλες τις δικές τους αμαρτίες.

Ο  άλλος πρωταγωνιστής  του δράματος, ένας κοινός προδότης, έμοιαζε να φορτώνεται κάθε κακοδαιμονία, κάθε μικρότητα και αδυναμία. Ο καπνός από το φλεγόμενο ομοίωμα έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με τράγο αποδιοπομπαίο ο οποίος έφευγε από την πόλη φορτωμένος με όλα τα κρίματα, τους φόβους και τα πάθη. Μια διαδικασία εξαγνισμού πριν ξανακυλήσει ο καθένας στο βούρκο της καθημερινότητας. Έφτασε στο τέλος του δρόμου, έστριψε στη γωνία και κατέβηκε μερικά σκαλιά μέχρι την είσοδο του καπηλειού.
Κάθισε μόνος σε ένα τραπέζι και πήρε ένα τάσι κρασί. Οι γουλιές  του ήταν βιαστικές και μεγάλες. Το ένα ποτήρι διαδεχόταν το άλλο. Σκέφτηκε το αντίτιμο της δικής του προδοσίας. Σκλάβωσε μια ζωή στο κυνήγι του κέρδους. Του μηδαμινού εκείνου κέρδους που μπορεί δυνητικά να σε μετατρέψει σε προδότη και αρνητή της ζωής.  Ήταν αργά για να αλλάξει. Αλλά πάλι από την άλλη ποτέ δεν είναι αργά.  Πώς να ξαναχτίσεις όμως μια ζωή χωρίς φίλους; Χωρίς πίστη και ιδανικά; Χωρίς αξίες και οράματα;
Ηπιε και πάλι απανωτές και δυνατές γουλιές από το κρασί του. Εγκλωβισμένος και τελείως άδειος  συνειδητοποιούσε πως η ζωή ήταν εκεί αλλά του έφευγε από τα χέρια. Πόσα εκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε δεν θα αισθάνονταν το ίδιο με αυτόν; Ίσως και ταυτόχρονα.

Έλυσε το πουγγί και έβγαλε κάμποσα από τα αργύρια ως αμοιβή του κάπελα. Βγήκε ξανά στο δρόμο. Η ζωή και τα ππάθη της είναι εδώ. Παρόντα και σε παρόντα χρόνο. Οι λύσεις είναι κι αυτές εδώ, ασχέτως αν γυρεύουν διέξοδο  σε επουράνιους σωτήρες ή αποδιοπομπαίους τράγους. Πέρασε δίπλα από το καμένο ικρίωμα και σκόρπισε  από το πουγκί του τα συσσωρευμένα αργύρια. Μπορεί και να ήταν τριάκοντα. Δεν τα μέτρησε αυτή τη φορά. Ίσως πολλοί να περίμεναν να τον δουν το επόμενο πρωί να κρέμεται άψυχο κουφάρι δίπλα στον Ισκαριώτη. Αυτός όμως τράβηξε το δρόμο του. Πέρασε και τα τελευταία σπιτάκια και πήρε το δρόμο που οδηγούσε έξω, μακριά από αυτήν την πόλη…
Μάκης Γεωργιάδης
XIV – IV – 2012
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger