Οι κυνηγοί του χαμένου κέντρου
Γράφει ο ΙΟΣ
Απόσπασμα από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, Σάββατο 10/11/2012
3. Ο «αριστεροχουντισμός»
H θεωρία των «δύο άκρων» αναβαθμίστηκε με τη διατύπωση της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού» από τον Καραμανλή, λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση. Η σκοπιμότητα της έμπνευσης αυτής είναι προφανής.
Επισημαίνοντας την ύπαρξη αυτών των ακραίων εκδοχών της εφαρμοσμένης πολιτικής, η κυβερνητική δράση της εποχής εμφανιζόταν να κινείται στο μέσο, ως «κεντρώα», παρά το γεγονός ότι μετά τις πρώτες κινήσεις εκδημοκρατισμού, που θεωρήθηκαν απαραίτητες για την εκτόνωση της λαϊκής ενεργητικότητας που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι του 1974, κάτω από τη διπλή επίδραση της πτώσης της χούντας και της κυπριακής τραγωδίας, το καθεστώς αναδιπλώθηκε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» βοήθησε την κυβέρνηση Καραμανλή να επιβληθεί στο ρευστό πολιτικό σκηνικό με δύο τρόπους: Από τη μια χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία για να κάμψει τις λαϊκές αντιδράσεις, μέσα από τη συκοφάντηση όλων των δυναμικών εργατικών και φοιτητικών διεκδικήσεων, από την άλλη άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό προς την κατεύθυνση των υπολογίσιμων ακόμα στηριγμάτων του δικτατορικού καθεστώτος, με σκοπό τη βαθμιαία ενσωμάτωσή τους στη μητρική μεγάλη συντηρητική παράταξη.
Τον νεολογισμό αυτό χρησιμοποίησε ο Καραμανλής για πρώτη φορά στη Βουλή στις 28.3.1975, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα. Ο τότε πρωθυπουργός διέκοψε μάλιστα τον αγορεύοντα Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διαπίστωνε ότι υπάρχουν «διεκδικήσεις που υποκινούνται από χουντικούς μηχανισμούς» για να του πει: «Εννοώ και τα δύο άκρα. Γιατί αρχίζει να αναπτύσσεται ένα είδος αριστεροχουντισμού και προσέξτε το». Η φράση καλύφθηκε από χειροκροτήματα. Αιφνιδιασμένος ο Παπανδρέου έδειξε αμηχανία: «Δεν αναφερόμουν σ’ αυτό. Γιατί δεν εγνώριζα το είδος, κ. πρόεδρε. Πρώτη φορά το ακούω».
Από τότε και επί μήνες θα άκουγε κι αυτός και όλος ο κόσμος τη λέξη να επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καραμανλής επανέλαβε τους φόβους του για τον «αριστεροχουντισμό», μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», για να διαδώσει και στο εξωτερικό την έμπνευσή του.
Και κατά την πορεία για την επέτειο της 21ης Απριλίου, τρεις βδομάδες αργότερα, η επίκληση του αριστεροχουντισμού θα είναι εκείνη που θα επιτρέψει τη βίαιη καταστολή, με πρόσχημα τη συμβολική επίθεση του ΕΚΚΕ με αυγά στην αμερικανική πρεσβεία.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών αυτών ιστορικών περιόδων με τη σημερινή είναι ότι υπήρχε και τότε πολιτική κρίση, αλλά και ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος που επιδίωκε την υπέρβαση του ισχύοντος πολιτικού πλαισίου, μέσω ενός ή περισσότερων αριστερών πολιτικών σχηματισμών.
Αν ήθελε κανείς να βγάλει συμπεράσματα από τη χρήση της ίδιας θεωρίας σε τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, θα κατέληγε εύκολα σε ένα κοινό συμπέρασμα. Η πρώτη μεταπολεμική χρήση της θεωρίας ήταν εκείνη που επέτρεψε (αν δεν επέβαλε) τη διενέργεια του αιματηρού εμφύλιου πολέμου, δαιμονοποιώντας και εξωθώντας στην ένοπλη σύγκρουση το ένα «άκρο».
Αυτή ήταν ταυτόχρονα η μέθοδος με την οποία ενσωματώθηκαν και πάλι στον κρατικό μηχανισμό οι πολιτικοί δωσίλογοι, οι ένοπλοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και οι ιδεολογικοί τους παραστάτες.
Κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, η θεωρία του πεζοδρομίου και των άκρων ήταν εκείνη που στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης του Κέντρου, άνοιξε τον δρόμο στην Αποστασία και προετοίμασε τη δικτατορία.
Κατά τη Μεταπολίτευση ήταν η ίδια θεωρία που επέτρεψε την αποκατάσταση των στιγματισμένων χουντικών θυλάκων από τη μια μεριά και τη συκοφάντηση κάθε δυναμικής διεκδίκησης των εργαζομένων από την άλλη.
Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι και σήμερα, η χρήση της θεωρίας των δύο άκρων είναι εκείνη που από τη μια συκοφαντεί την ανερχόμενη Αριστερά και από την άλλη δίνει συγχωροχάρτι σε μια ναζιστική οργάνωση που έχει ως πολιτικό της πρόγραμμα την άσκηση ωμής βίας;
Το χειρότερο είναι ότι η θεωρία των δύο άκρων, όπως διατυπώνεται από επίσημα χείλη, δικαιώνει τις εφιαλτικές διατυπώσεις του Ηλία Παναγιώταρου περί «εμφυλίου πολέμου». Η στρατηγική των «δύο άκρων» είναι δηλαδή πρώτα απ’ όλα στρατηγική της Χρυσής Αυγής.
Πρόκειται για μια μεταφορά στα καθ’ ημάς της στρατηγικής τής έντασης που εφάρμοσε η ιταλική Ακροδεξιά τη δεκαετία του 1970, σε συνεργασία βέβαια με τους σκοτεινότερους μηχανισμούς του βαθέος κράτους της γειτονικής χώρας.
Η πρώτη προσπάθεια να εφαρμοστεί και στη χώρα μας η στρατηγική της έντασης έγινε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν συνεργάστηκαν Ιταλοί και εγχώριοι νεοφασίστες (Ορντινε Νουόβο και Νέα Τάξις) σε μια σειρά τυφλών βομβιστικών ενεργειών στις ελληνικές πόλεις.
Εκείνη την περίοδο έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της εφαρμοσμένης (ναζιστικής) πολιτικής ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος. Κι αυτή του η ανάμιξη τού στοίχισε ένα χρόνο φυλακή για παράβαση του νόμου περί όπλων και εκρηκτικών. Αλλά εκείνη την περίοδο οι προσπάθειες απέτυχαν, γιατί στηρίζονταν μόνο σε μηχανισμούς του καθεστώτος που είχε καταρρεύσει. Σήμερα;
Γράφει ο ΙΟΣ
Απόσπασμα από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, Σάββατο 10/11/2012
3. Ο «αριστεροχουντισμός»
H θεωρία των «δύο άκρων» αναβαθμίστηκε με τη διατύπωση της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού» από τον Καραμανλή, λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση. Η σκοπιμότητα της έμπνευσης αυτής είναι προφανής.
Επισημαίνοντας την ύπαρξη αυτών των ακραίων εκδοχών της εφαρμοσμένης πολιτικής, η κυβερνητική δράση της εποχής εμφανιζόταν να κινείται στο μέσο, ως «κεντρώα», παρά το γεγονός ότι μετά τις πρώτες κινήσεις εκδημοκρατισμού, που θεωρήθηκαν απαραίτητες για την εκτόνωση της λαϊκής ενεργητικότητας που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι του 1974, κάτω από τη διπλή επίδραση της πτώσης της χούντας και της κυπριακής τραγωδίας, το καθεστώς αναδιπλώθηκε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» βοήθησε την κυβέρνηση Καραμανλή να επιβληθεί στο ρευστό πολιτικό σκηνικό με δύο τρόπους: Από τη μια χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία για να κάμψει τις λαϊκές αντιδράσεις, μέσα από τη συκοφάντηση όλων των δυναμικών εργατικών και φοιτητικών διεκδικήσεων, από την άλλη άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό προς την κατεύθυνση των υπολογίσιμων ακόμα στηριγμάτων του δικτατορικού καθεστώτος, με σκοπό τη βαθμιαία ενσωμάτωσή τους στη μητρική μεγάλη συντηρητική παράταξη.
Τον νεολογισμό αυτό χρησιμοποίησε ο Καραμανλής για πρώτη φορά στη Βουλή στις 28.3.1975, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα. Ο τότε πρωθυπουργός διέκοψε μάλιστα τον αγορεύοντα Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διαπίστωνε ότι υπάρχουν «διεκδικήσεις που υποκινούνται από χουντικούς μηχανισμούς» για να του πει: «Εννοώ και τα δύο άκρα. Γιατί αρχίζει να αναπτύσσεται ένα είδος αριστεροχουντισμού και προσέξτε το». Η φράση καλύφθηκε από χειροκροτήματα. Αιφνιδιασμένος ο Παπανδρέου έδειξε αμηχανία: «Δεν αναφερόμουν σ’ αυτό. Γιατί δεν εγνώριζα το είδος, κ. πρόεδρε. Πρώτη φορά το ακούω».
Από τότε και επί μήνες θα άκουγε κι αυτός και όλος ο κόσμος τη λέξη να επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καραμανλής επανέλαβε τους φόβους του για τον «αριστεροχουντισμό», μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», για να διαδώσει και στο εξωτερικό την έμπνευσή του.
Και κατά την πορεία για την επέτειο της 21ης Απριλίου, τρεις βδομάδες αργότερα, η επίκληση του αριστεροχουντισμού θα είναι εκείνη που θα επιτρέψει τη βίαιη καταστολή, με πρόσχημα τη συμβολική επίθεση του ΕΚΚΕ με αυγά στην αμερικανική πρεσβεία.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών αυτών ιστορικών περιόδων με τη σημερινή είναι ότι υπήρχε και τότε πολιτική κρίση, αλλά και ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος που επιδίωκε την υπέρβαση του ισχύοντος πολιτικού πλαισίου, μέσω ενός ή περισσότερων αριστερών πολιτικών σχηματισμών.
Αν ήθελε κανείς να βγάλει συμπεράσματα από τη χρήση της ίδιας θεωρίας σε τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, θα κατέληγε εύκολα σε ένα κοινό συμπέρασμα. Η πρώτη μεταπολεμική χρήση της θεωρίας ήταν εκείνη που επέτρεψε (αν δεν επέβαλε) τη διενέργεια του αιματηρού εμφύλιου πολέμου, δαιμονοποιώντας και εξωθώντας στην ένοπλη σύγκρουση το ένα «άκρο».
Αυτή ήταν ταυτόχρονα η μέθοδος με την οποία ενσωματώθηκαν και πάλι στον κρατικό μηχανισμό οι πολιτικοί δωσίλογοι, οι ένοπλοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και οι ιδεολογικοί τους παραστάτες.
Κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, η θεωρία του πεζοδρομίου και των άκρων ήταν εκείνη που στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης του Κέντρου, άνοιξε τον δρόμο στην Αποστασία και προετοίμασε τη δικτατορία.
Κατά τη Μεταπολίτευση ήταν η ίδια θεωρία που επέτρεψε την αποκατάσταση των στιγματισμένων χουντικών θυλάκων από τη μια μεριά και τη συκοφάντηση κάθε δυναμικής διεκδίκησης των εργαζομένων από την άλλη.
Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι και σήμερα, η χρήση της θεωρίας των δύο άκρων είναι εκείνη που από τη μια συκοφαντεί την ανερχόμενη Αριστερά και από την άλλη δίνει συγχωροχάρτι σε μια ναζιστική οργάνωση που έχει ως πολιτικό της πρόγραμμα την άσκηση ωμής βίας;
Το χειρότερο είναι ότι η θεωρία των δύο άκρων, όπως διατυπώνεται από επίσημα χείλη, δικαιώνει τις εφιαλτικές διατυπώσεις του Ηλία Παναγιώταρου περί «εμφυλίου πολέμου». Η στρατηγική των «δύο άκρων» είναι δηλαδή πρώτα απ’ όλα στρατηγική της Χρυσής Αυγής.
Πρόκειται για μια μεταφορά στα καθ’ ημάς της στρατηγικής τής έντασης που εφάρμοσε η ιταλική Ακροδεξιά τη δεκαετία του 1970, σε συνεργασία βέβαια με τους σκοτεινότερους μηχανισμούς του βαθέος κράτους της γειτονικής χώρας.
Η πρώτη προσπάθεια να εφαρμοστεί και στη χώρα μας η στρατηγική της έντασης έγινε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν συνεργάστηκαν Ιταλοί και εγχώριοι νεοφασίστες (Ορντινε Νουόβο και Νέα Τάξις) σε μια σειρά τυφλών βομβιστικών ενεργειών στις ελληνικές πόλεις.
Εκείνη την περίοδο έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της εφαρμοσμένης (ναζιστικής) πολιτικής ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος. Κι αυτή του η ανάμιξη τού στοίχισε ένα χρόνο φυλακή για παράβαση του νόμου περί όπλων και εκρηκτικών. Αλλά εκείνη την περίοδο οι προσπάθειες απέτυχαν, γιατί στηρίζονταν μόνο σε μηχανισμούς του καθεστώτος που είχε καταρρεύσει. Σήμερα;
Δημοσίευση σχολίου