Του Αυγουστίνου Ζενάκου - "Unfollow"
Στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου είδαμε πώς ο νεοελληνικός εθνικισμός, δηλαδή η ιδεολογία του νεοελληνικού εθνικού κράτους, συγκροτείται ως αντίληψη μιας αδιάκοπης συνέχειας ενός «εθνικού ελληνικού πολιτισμού», όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία επωμίζεται -καίτοι παράδοξα- το ρόλο του «εγγυητή» αυτής της συνέχειας.
Είδαμε ακόμη πώς, μέσω της εύρεσης της ιερής εικόνας, αυτός ο ρόλος της Ορθοδοξίας εμβληματοποιείται στην Τήνο, η οποία παρουσιάζεται από τη μια ως «διάδοχος» της Δήλου, προσφέροντας έτσι την «απόδειξη» της συνέχειας, κι από την άλλη ως τόπος συνάντησης των όπου γης Ελλήνων, παρέχοντας έτσι το εργαλείο της ταύτισης των υπηκόων του ελληνικού κράτους με όσους ακόμη βρίσκονται εκτός της επικράτειας του.Στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου είδαμε πώς ο νεοελληνικός εθνικισμός, δηλαδή η ιδεολογία του νεοελληνικού εθνικού κράτους, συγκροτείται ως αντίληψη μιας αδιάκοπης συνέχειας ενός «εθνικού ελληνικού πολιτισμού», όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία επωμίζεται -καίτοι παράδοξα- το ρόλο του «εγγυητή» αυτής της συνέχειας.
Είδαμε, τέλος, πώς το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας σχηματίζεται εξαρχής με τη σύμπραξη λαϊκών και θρησκευτικών αρχών -και μάλιστα με «θεϊκή» εντολή, εγγεγραμμένη ήδη στο όραμα της Μοναχής Πελαγίας-, γεγονός που μας δίνει μια ιδέα για τη βαθιά ριζωμένη θέση που κατέχει η σχέση Κράτους και Εκκλησίας στη νεοελληνική ιδεολογία.
Ίσως λοιπόν είναι σκόπιμο -ιδιαίτερα καθότι έννοιες όπως το «έθνος» η «πίστη» επανέρχονται εν μέσω κρίσης στη ρητορική των κυβερνώντων- να κάνουμε εδώ μια εκτενή παρέκβαση και να εξετάσουμε κάπως ειδικότερα τι είναι αυτό που ονομάζουμε «ιδεολογία».
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ιδεολογία είναι ένας τρόπος να βλέπει κανείς τον κόσμο και τον εαυτό του στον κόσμο. Η συμβατική αντίληψη θέλει την ιδεολογία να αποτελείται από σειρά πεποιθήσεων ή αξιών, βάσει των οποίων κανείς πράττει, παίρνει δηλαδή αποφάσεις και κάνει επιλογές, δημιουργεί σχέσεις, κοινωνικοποιείται, ανήκει ή δεν ανήκει κάπου.
Τι σημαίνει όμως «ένας τρόπος να βλέπω τον κόσμο»; Με τα απλούστερα δυνατά λόγια, σημαίνει ότι ως άνθρωπος έχω την ανάγκη ο κόσμος -τα πάντα δηλαδή, όλη μου η εμπειρία με την οποία έρχομαι αντιμέτωπος- «βγάζει νόημα».
Κι επειδή το «νόημα» είναι κάτι εξ ορισμού συμβολικό, τρόπος να «βλέπω τον κόσμο» σημαίνει τελικά πως κατασκευάζω έναν τρόπο παράστασης, έναν τρόπο να βάλω «απέναντι» μου τον κόσμο και τον εαυτό μου μέσα σε αυτόν, αντικειμενοποιώ την εμπειρία μου -ασφαλώς και την εμπειρία μου από τον ίδιο μου τον εαυτό- λέω, δηλαδή: Εγώ είμαι αυτό, αυτό είναι εκείνο.
Τώρα, μια κλασική θεωρία της ιδεολογίας λέει πως η ιδεολογία δεν είναι ένα οποιοδήποτε συμβολικό σύστημα. Για την ακρίβεια, η συμβατική αντίληψη, αυτή που θέλει την ιδεολογία να αποτελείται από μια σειρά πεποιθήσεων ή αξιών, βάσει των οποίων κανείς πράττει, αντιστρέφεται πλήρως, σε βαθμό αντιδιαισθητικό: ιδεολογία είναι αυτό που «νομιμοποιεί»τις πράξεις εκ των υστέρων, όχι αυτό που τις καθορίζει εκ των προτέρων. Ακριβέστερο θα ήταν μάλιστα να πούμε ότι η ιδεολογία «αφηγείται» τις πράξεις, σου λέει δηλαδή μια «ιστορία» για όσα κάνεις, μια «ιστορία» βάσει της οποίας όσα κάνεις «βγάζουν νόημα».
Όμως κι εδώ τα πράγματα περιπλέκονται λίγο: το «εκ των υστέρων» και το «εκ των προτέρων» δεν πρέπει να τα δούμε κυριολεκτικά ως χρονικούς προσδιορισμούς, δηλαδή ότι τάχατες πράττεις δίχως να έχεις λόγο γι' αυτό αλλά μετά βρίσκεις κάτι που να δικαιολογεί την πράξη σου, αλλά ως δύο «φάσεις» ταυτόχρονες, δυο «όψεις» που συνομιλούν αενάως, τροφοδοτώντας η μία την άλλη.
Ένας άλλος τρόπος να το πούμε αυτό θα ήταν πως η ιδεολογία είναι μια εκ των υστέρων αφήγηση που λειτουργεί ως εκ των προτέρων, είναι χαρακτηριστικό της να εμφανίζεται αιωνίως παρούσα.
Η μεγάλη παγίδα, ωστόσο, του κλασικού τρόπου να δει κανείς την ιδεολογία είναι ότι καταλήγει να τη βλέπει ως φενάκη. Αν δεχτούμε δηλαδή ότι η ιδεολογία «αφηγείται» κάτι, τότε αυτό το κάτι πρέπει να είναι πιο «πραγματικό», πρέπει να είναι ενός είδους «πρωτότυπο», το «πραγματικό κάτι» που «κρύβεται» πίσω από την αφήγηση. Με μια έννοια, αυτό είναι σωστό: στ' αλήθεια πίσω από μια «εθνική ιδεολογία» «κρύβεται» η συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, ο τρόπος με τον οποίο διεκδικεί τα σύνορα του και την ομοθυμία των πολιτών του, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνει τη ζωή του πληθυσμού του κτλ.
Από την άλλη, όμως, είναι λάθος, όπως είπαμε και πριν, να θεωρήσουμε πως κάτι τέτοιο «προηγείται» της ιδεολογίας. Ακόμη περισσότερο, είναι λάθος να θεωρήσουμε πως κάτι τέτοιο είναι πιο «πραγματικό». Τουναντίον, η ιδεολογία είναι απολύτως «πραγματική» -κάποιοι θα έλεγαν πιο «πραγματική»-, αφήνει δηλαδή ίχνος σ' αυτό το οποίο αφηγείται: όντως, πίσω από την εθνική ιδεολογία κρύβεται η συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, το κράτος αυτό, όμως, συγκροτείται ακριβώς βάσει αυτής της ιδεολογίας• η ιδεολογία, μ' άλλα λόγια, αφηγούμενη λόγου χάρη τη διεκδίκηση συνόρων παρέχει και τον ίδιο τον τρόπο διεκδίκησης τους.
Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Ας δούμε λοιπόν τώρα λίγο τη θρησκεία με ανάλογους όρους. Και μολονότι ως αυτό το σημείο αποφύγαμε την πλειάδα αναφορών που θα έκανε τούτη τη σύντομη εξέταση να ξεχειλώσει, είναι τώρα απαραίτητο να παραθέσουμε αυτολεξεί τον ορισμό της θρησκείας από τον Κλίφορντ Γκίερτς, έναν από τους σημαντικότερους ανθρωπολόγους και μελετητές του θρησκευτικού φαινομένου, καθότι ο ορισμός αυτός, που περιέχεται στο διάσημο δοκίμιο «Η θρησκεία ως πολιτιστικό σύστημα», θεωρείται ο πλέον κλασικός. Σύμφωνα με τον Γκίερτς, λοιπόν, η θρησκεία είναι: «Ένα σύστημα συμβόλων, το οποίο δρα για να εγκαταστήσει στους ανθρώπους ισχυρές, διεισδυτικές και μακρόπνοες διαθέσεις και κίνητρα, σχηματίζοντας αντιλήψεις μιας γενικής τάξης της ύπαρξης και ενδύοντας αυτές τις αντιλήψεις με έναν τέτοιο φωτοστέφανο αντικειμενικότητας, ώστε οι διαθέσεις και τα κίνητρα να μοιάζουν με μοναδικό τρόπο ρεαλιστικά».
Ένα σημείο που πρέπει να τονίσουμε συνεπώς ιδιαίτερα είναι ότι δεν αρκεί να έχουμε μια «αντίληψη γενικής τάξης της ύπαρξης» (μια «αφήγηση που να βγάζει νόημα»)• χρειάζεται αυτή να συμπορεύεται με εγκατεστημένες «διαθέσεις και κίνητρα», τα οποία καθίστανται μέρος του κόσμου επειδή ο κόσμος είναι έτσι φτιαγμένος («μοιάζουν με μοναδικό τρόπο ρεαλιστικά»).
Εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μοιάζουν μεταξύ τους όλα τα προηγούμενα, στο σημείο να μπορούμε να δούμε τη θρησκεία ως ένα είδος ιδεολογίας. Αυτό που έχει, ωστόσο, σημασία για τους σκοπούς τούτου του κειμένου είναι το πώς συνεργάζονται, το πώς, για να το πούμε σχηματικά, η ελληνική εθνική ιδεολογία συγκροτεί το πεδίο κυριαρχίας της ορθόδοξης θρησκείας, την ίδια στιγμή που η θρησκεία αποτελεί τον εγγυητή της ιδεολογίας του εθνικού κράτους.
Η ΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ ΕΛΛΑΔΑ
Αν και επηρεασμένος από το πολιτικό τοπίο της εποχής, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος δίνει μια πολύ ωραία περιγραφή του υποκειμένου -του «πολίτη»- που προκύπτει από αυτήν τη συνεργασία: Ο Έλληνας, γράφει ο Ζαμπέλιος στα 1852, «λατρεύει την ορθοδοξίαν μάλλον ως φρόνημα του γένους του, ως αποθήκην της παραδόσεως του, ως σύνδεσμον της εθνικής του κοινωνίας...».
Το 1883, ο Απόστολος Μακράκης πηγαίνει την ταύτιση μεταξύ λατρείας και εθνικής ταυτότητας, που συνιστά την πολιτική υπόσταση του Έλληνα, ακόμη πιο μακριά: «Πας Έλλην μη ων και χριστιανός είνε τι οθνείον και έκφυλον και τερατώδες»!
Και ο Σπύρος Μελάς, γράφοντας στο βιβλίο του Η δόξα του 40. Στα βουνά και στα πέλαγα για τον τορπιλισμό της Έλλης, δίνει ίσως την πληρέστερη περιγραφή της «συνέχειας του Έθνους» μέσω της εγγύησης που προσφέρει η ορθόδοξη λατρεία: «Ο σεπτός ναός της Παρθένου στάθηκε το ψυχικό στρατηγείο του έθνους. Μια θεία κόρη στρατηγεύει πάντα στους μεγάλους πολέμους των Ελλήνων. Η Αθηνά παράστεκε τους ήρωες στην Ιλιάδα. Τα στρατεύματα και τα καράβια μας, στον αγώνα τούτο της λευτεριάς, η Μεγαλόχαρη της Τήνου. [...] Αγναντεύοντας τη Δήλο, από κάποια πλαγιά της Τήνου, βλέπεις ν' ασπρίζουν τα ρημαγμένα μάρμαρα της θείας πολιτείας του Απόλλωνα. Ιερά πλοία έστελνε, την Πάραλο και την Σαλαμινία, στα πανηγύρια της ο πανάρχαιος Ελληνισμός, ένας λαός που μισούσε το σκοτάδι και την σκλαβιά. [...] Απαραβίαστα ήταν αυτά τα καράβια. Κι έπρεπε να προσμένει τη θεία δίκη, όποιος τολμούσε να τα βλάψει. Ο ψευτοκαίσαρας της Ρώμης είχε ξεχάσει πόσο μικρή απόσταση χώριζε την Δήλο από την Τήνο. Είχε λησμονήσει κατά πόσο η Ελλάδα μένει αναλλοίωτη, κάτω από τα διάφορα πρόσωπα της. Αστόχησε ότι μένουν αθάνατες οι θεότητες της, ότι μια θεότητα λατρεύεται και σ' αυτό το νησί, στη Λούρδη του Αιγαίου, και ότι το καράβι που στέλνουμε, κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Μεγαλόχαρης, όποιο και νάναι, ό,τι όνομα και νάχει στην πρύμνη του, είναι ιερό και λέγεται, για μας, Πάραλος και Σαλαμινία».
Το κείμενο του Μελά προσφέρει έναν πρώτης τάξεως καμβά όπου μπορούμε να αποτυπώσουμε συγκεκριμένα αυτά που λέγαμε θεωρητικά πιο πάνω: Πράττουμε ως πολίτες -και στρατιώτες- επειδή έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος: Η Ελλάδα είναι μία, από τη θεία πολιτεία του Απόλλωνα ως τη Μεγαλόχαρη της Τήνου, και αναλλοίωτη, όποια θεότητα κι αν λατρεύουμε.
Και ποια «θεότητα» εγγυάται το «ρεαλισμό» αυτής της διακήρυξης; Η Παναγία, η θεότητα που λατρεύουμε τώρα, γεγονός που αντλεί την «αντικειμενικότητα» του από την ιερή εικόνα της, μια θεότητα την οποία προσέβαλε αυτός που βύθισε το πλοίο που είχε έρθει για να τιμήσει την εικόνα. Συνεπώς, βλέποντας τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν τον κόσμο, που έτσι είναι, λέμε πως αξίζει τον εχθρό μας αυτόν να τον τιμωρήσει το Έθνος, η μία και αναλλοίωτη Ελλάδα. Ή, όπως το λέει ορθά-κοψτά η Κατερίνα Σεραϊδάρη στο βιβλίο της Μεγάλη η Χάρη της: «Η ίδια η ευσέβεια έχει πλέον ένα στόχο που δεν είναι ατομικός ή κοινωνικός, αλλά κρατικός: η πίστη δεν συμβάλλει στην δημιουργία καλών ανθρώπων ή μιας δίκαιης κοινωνίας, αλλά διαπλάθει πειθήνιους πολίτες για το κράτος».
Και κλείνοντας εδώ αυτήν τη θεωρητική παρέκβαση, στο επόμενο μέρος αυτού του κειμένου θα ασχοληθούμε με τη λατρεία της Ευαγγελιστρίας στις μέρες μας και το πώς αυτή εξακολουθεί όχι μόνο να οργανώνει την οικονομική και πολιτική ζωή της Τήνου, αλλά και να κατέχει κομβική θέση στην αντίληψη μας για το εθνικό κράτος.
Δημοσίευση σχολίου