Του Θανάση Σκαμνάκη - "Πριν"
Την Τετάρτη το βράδυ ξαναβρέθηκαν -ύστερα από πόσα χρόνια άραγε;- κάμποσοι άνθρωποι που είχαν κάποτε τις πιο στενές συντροφικές σχέσεις κι ύστερα σκόρπισαν, σχεδόν χάθηκαν.
Αφορμή για τη συνεύρεση έδωσε η παρουσίαση του βιβλίου του Λάμπρου Τόκα, Τα παιδιά του Φλεβάρη: Μαρτυρίες συλληφθέντων αγωνιστών 40 χρόνια μετά το χτύπημα στο κλιμάκιο του ΚΚΕ το 1974 (εκδ. Καστανιώτη).
Το βιβλίο σε μεγάλο του μέρος αναφέρεται στη γενιά που ονομάστηκε αργότερα Γενιά του Πολυτεχνείου και αφορά εκείνο το κομμάτι της που δεν συναλλάχθηκε με το σύστημα εξουσίας.
Δεν είναι λόγω επιλογής του συγγραφέα αλλά λόγω επιλογής των ίδιων των γεγονότων. Αυτό το τμήμα της γενιάς, τα μεγαλύτερο και καλύτερο, έμεινε εν πολλοίς πίσω από τα παραμορφωτικά φώτα της δημοσιότητας. Εν πάση περιπτώσει περί αυτού έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά.
Παρατηρούσα ωστόσο τους 60 και βάλε χρόνων εκπροσώπους της γενιάς. Από τότε, το 1974, έχουν περάσει 40 χρόνια και όσα κουβάλησαν έχουν αποτυπωθεί πάνω τους, με όλους τους τρόπους κι όχι τόσο με τις φαλάκρες και τα άσπρα μαλλιά. Είναι το βλέμμα κυρίως που δεν σπιθίζει ίδιες προσδοκίες. Επόμενο!
Με πολλούς έχουμε αποξενωθεί, ουσιαστικά πια. Ωστόσο τότε είχαμε ταυτιστεί τόσο πολύ που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από οικογένεια, ήταν σύντροφοι. Έτσι κάθε σύλληψη μάς έσκαβε τα σωθικά κι ήταν σαν να κοβόταν κάτι από τη, βαθύτερη ύλη μας. Τέλος πάντων.
Ύστερα από κάποια ηλικία η διάθεση να λες ιστορίες από το παρελθόν αναπτύσσεται γοργά, μαζί με τη δυνατότητα του μυαλού να σβήνει δυσάρεστες όψεις και να προβάλει σχεδόν ιδανικές εικόνες. Εξάλλου στο παρελθόν μας έχουμε απεριόριστη δύναμη επέμβασης. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, αποφεύγοντας όσο μπορούμε τους εξωραϊσμούς, θα πρέπει δυο πράγματα να πούμε.
Το πρώτο και κύριο: τότε, όταν ήρθαν τα γεγονότα και σε ρώτησαν «εσύ τι λες;» δεν κάθισες να το λογαριάσεις, τι συμφέρει, τι όχι, ποια καριέρα και ποιο μέλλον αού επιφυλάσσουν... Είπες ναι, χωρίς περιστροφές και με πλήρη συνείδηση. Δεν είχες στο μυαλό σου ηρωισμούς και τότε. Ούτε καν μια κοινωνική καταξίωση και αποδοχή. Σε ένα περιβάλλον μουντό και σε μεγάλο βαθμό εχθρικό δεν μπορούσες να διαβλέπεις ευφημία.
Το δεύτερο έρχεται σαν συνέπεια του πρώτου. Πώς έγινε κι εκείνα τα βουτυρόπαιδα, τα παιδιά του Βαρβακείου, του πρότυπου πειραματικού τότε και των «καλών» οικογενειών, μεσοαστικών, μικροαστικών, ακόμα και αστικών, και λιγότερο, πολύ λιγότερο δυστυχώς εργατικών, να πιστέψουν τόσο πολύ στην υπόθεση του κομμουνισμού και να βρεθούν στα βασανιστήρια παλικάρια, σαν να έρχονταν από παλιά; Ήταν τα γεγονότα που τους έκαναν. Δεν θα αναφερθώ στους λαμπερούς ανθρώπους που τους ενέπνευσαν, γιατί κι αυτοί δεν θα ήταν αν τα γεγονότα δεν τους δημιουργούσαν.
Έχουν μια κάποια σημασία αυτά σε άνυδρους καιρούς. Κι όπως λένε κι οι Κατσιμιχαίοι «η μνήμη τρέφει το παρόν, το παρελθόν μας δικαιώνοντας».
Την Τετάρτη το βράδυ ξαναβρέθηκαν -ύστερα από πόσα χρόνια άραγε;- κάμποσοι άνθρωποι που είχαν κάποτε τις πιο στενές συντροφικές σχέσεις κι ύστερα σκόρπισαν, σχεδόν χάθηκαν.
Αφορμή για τη συνεύρεση έδωσε η παρουσίαση του βιβλίου του Λάμπρου Τόκα, Τα παιδιά του Φλεβάρη: Μαρτυρίες συλληφθέντων αγωνιστών 40 χρόνια μετά το χτύπημα στο κλιμάκιο του ΚΚΕ το 1974 (εκδ. Καστανιώτη).
Το βιβλίο σε μεγάλο του μέρος αναφέρεται στη γενιά που ονομάστηκε αργότερα Γενιά του Πολυτεχνείου και αφορά εκείνο το κομμάτι της που δεν συναλλάχθηκε με το σύστημα εξουσίας.
Δεν είναι λόγω επιλογής του συγγραφέα αλλά λόγω επιλογής των ίδιων των γεγονότων. Αυτό το τμήμα της γενιάς, τα μεγαλύτερο και καλύτερο, έμεινε εν πολλοίς πίσω από τα παραμορφωτικά φώτα της δημοσιότητας. Εν πάση περιπτώσει περί αυτού έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά.
Παρατηρούσα ωστόσο τους 60 και βάλε χρόνων εκπροσώπους της γενιάς. Από τότε, το 1974, έχουν περάσει 40 χρόνια και όσα κουβάλησαν έχουν αποτυπωθεί πάνω τους, με όλους τους τρόπους κι όχι τόσο με τις φαλάκρες και τα άσπρα μαλλιά. Είναι το βλέμμα κυρίως που δεν σπιθίζει ίδιες προσδοκίες. Επόμενο!
Με πολλούς έχουμε αποξενωθεί, ουσιαστικά πια. Ωστόσο τότε είχαμε ταυτιστεί τόσο πολύ που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από οικογένεια, ήταν σύντροφοι. Έτσι κάθε σύλληψη μάς έσκαβε τα σωθικά κι ήταν σαν να κοβόταν κάτι από τη, βαθύτερη ύλη μας. Τέλος πάντων.
Ύστερα από κάποια ηλικία η διάθεση να λες ιστορίες από το παρελθόν αναπτύσσεται γοργά, μαζί με τη δυνατότητα του μυαλού να σβήνει δυσάρεστες όψεις και να προβάλει σχεδόν ιδανικές εικόνες. Εξάλλου στο παρελθόν μας έχουμε απεριόριστη δύναμη επέμβασης. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, αποφεύγοντας όσο μπορούμε τους εξωραϊσμούς, θα πρέπει δυο πράγματα να πούμε.
Το πρώτο και κύριο: τότε, όταν ήρθαν τα γεγονότα και σε ρώτησαν «εσύ τι λες;» δεν κάθισες να το λογαριάσεις, τι συμφέρει, τι όχι, ποια καριέρα και ποιο μέλλον αού επιφυλάσσουν... Είπες ναι, χωρίς περιστροφές και με πλήρη συνείδηση. Δεν είχες στο μυαλό σου ηρωισμούς και τότε. Ούτε καν μια κοινωνική καταξίωση και αποδοχή. Σε ένα περιβάλλον μουντό και σε μεγάλο βαθμό εχθρικό δεν μπορούσες να διαβλέπεις ευφημία.
Το δεύτερο έρχεται σαν συνέπεια του πρώτου. Πώς έγινε κι εκείνα τα βουτυρόπαιδα, τα παιδιά του Βαρβακείου, του πρότυπου πειραματικού τότε και των «καλών» οικογενειών, μεσοαστικών, μικροαστικών, ακόμα και αστικών, και λιγότερο, πολύ λιγότερο δυστυχώς εργατικών, να πιστέψουν τόσο πολύ στην υπόθεση του κομμουνισμού και να βρεθούν στα βασανιστήρια παλικάρια, σαν να έρχονταν από παλιά; Ήταν τα γεγονότα που τους έκαναν. Δεν θα αναφερθώ στους λαμπερούς ανθρώπους που τους ενέπνευσαν, γιατί κι αυτοί δεν θα ήταν αν τα γεγονότα δεν τους δημιουργούσαν.
Έχουν μια κάποια σημασία αυτά σε άνυδρους καιρούς. Κι όπως λένε κι οι Κατσιμιχαίοι «η μνήμη τρέφει το παρόν, το παρελθόν μας δικαιώνοντας».
Δημοσίευση σχολίου