Πηγή: του Διονύση Ελευθεράτου - "Πριν"
Το γκουβέρνο κατέφθασε κατασκευάζοντας φόβο και ψυχορραγεί διασκευάζοντας Τσιτσάνη
Από το «ανθ’ ημών Γουλιμής» του Χ. Τρικούπη έως το «λεφτά υπάρχουν» του Γιωργάκη, αφθονούν οι ατάκες πρωθυπουργών ή -περίπτωση ΓΑΠ- δυνάμει πρωθυπουργών, τις οποίες η ιστορία άρπαξε κι έκανε σήματα κατατεθέντα των αντίστοιχων προσώπων.
Συχνά οι ρήσεις αυτές σηματοδοτούσαν την έναρξη κάποιας πρωθυπουργικής θητείας κι ενίοτε γίνονταν μέτρα αποτίμησης όσων ακολούθησαν. Π.χ. τα περί «πέντε νταβατζήδων» του Καραμανλή (Οκτώβριος 2004) δεν σε προκαλούν μόνο να σκεφτείς πόσο «περιορίστηκε» η διαπλοκή επί των ημερών του ιδίου. Περισσότερο σε κάνουν να καγχάζεις σκεπτόμενος ότι η σημερινή Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει καταγγείλει δυο παλαιότερους αρχηγούς της για «στοχοποίηση επιχειρηματιών»: τον Κ. Καραμανλή και κυρίως τον μακαρίτη τον Έβερτ, ο οποίος τον Μάιο του 1996, στη Βουλή, είχε κατονομάσει πέντε επιχειρηματίες ως τυπικές περιπτώσεις συγκέντρωσης πολλαπλής -ΜΜΕ, εργολαβίες, κ.λπ.- ισχύος. Συγκεκριμένα, τους Κόκκαλη, Βαρδινογιάννη, Μπόμπολα, Λιακουνάκο, Σαραντόπουλο.
Στελέχη του ΠΑΣΟΚ είχαν ειρωνευτεί τότε τον Έβερτ, με σχόλια ψιθυριστά, που «διέρρευσαν». Είπαν πως η τόλμη του τελείωνε στον αυλόγυρο του Χρ. Λαμπράκη. Κάλυψε όμως το κενό λίγους μήνες αργότερα, κατά τον προεκλογικό Σεπτέμβριο του 1996, άλλο στέλεχος της «λαϊκής Δεξιάς». Και τι δεν είπε! Πώς επί χρόνια ο Λαμπράκης διαδραμάτιζε ρόλο «μόνιμου σκιώδους πρωθυπουργού της χώρας» (ομιλία στις 7/9/96), πώς δεν είναι δυνατόν «τις τύχες αυτού του τόπου να τις ρυθμίζει ο κάθε κύριος Λαμπράκης» (9/9/96)… Ποιό ήταν αυτό το στέλεχος της «λαϊκής Δεξιάς»; Ελάτε τώρα… Μα ο Αντώνης Σαμαράς, πρόεδρος της «Πολιτικής Άνοιξης» τότε.
Όχι, δεν λοξοδρομήσαμε, δεν παρατήσαμε το θέμα με τις ατάκες. Απλώς τώρα εντάχθηκε σε αυτό και μάλιστα στην κατηγορία των αποχαιρετιστήριων ρήσεων ο Σαμαράς. Αν το ’81 ο Γ. Ράλλης αποχαιρέτησε την πρωθυπουργία κοινοποιώντας κάτι που τον ενοχλούσε, δηλαδή τα «ου» εναντίον του Αντρέα, το 2014 ο Σαμαράς -περισσότερο «θετικός» τύπος κι όχι τόσο «μουρτζούφλης»- προτίμησε να χαράξει την αρχή του τέλους της δικής του θητείας όχι γνωστοποιώντας κάποια απέχθειά του, αλλά επιβεβαιώνοντας μια μεγάλη του πολιτική αγάπη: τον Γιάννη Πρετεντέρη!
Ο… διωκόμενος Πρετεντέρης λοιπόν είναι η τελευταία δυνατή εικόνα, την οποία συγκρατεί ο νους του Σαμαρά, την ώρα που τα μάτια του στρέφονται στην Αλεξάνδρεια που χάνει. Ο Πρετεντέρης είναι και κάτι παραπάνω: η μεγαλειώδης βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που τώρα κινδυνεύει από Καίσαρες και Καρακάλλες του «λαϊκισμού». Διότι σε μια βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν μπορείς να μην πηγαίνεις – εάν τη σνομπάρεις, είναι σαν να την πυρπολείς. Διότι προσεγγίζει τα όρια της αντιδημοκρατικής ασυδοσίας το δικαίωμα οποιουδήποτε ανθρώπου, κόμματος ή φορέα να αποφασίζει ο ιδιος -κι όχι το Μαξίμου- εάν θα παρίσταται σε συγκεκριμένες εκπομπές ή εκπομπή.
Επιπροσθέτως το δικαίωμα αυτό είναι Ανατροπή ενός βασικού κεκτημένου της εποχής των Μνημονίων: της συσταλτικής ερμηνείας της έννοιας «επιλογή». Όπως ακριβώς δεν είναι επιλογή η ακύρωση των Μνημονίων, η έξοδος από την Ευρωζώνη, ακόμη και η τυχόν άρνησή σου να είσαι πελάτης της «μικρής ΔΕΗ», έτσι δεν νοείται επιλογή αποχής από τις εκπομπές του Πρετεντέρη. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Την ατάκα του Σαμαρά για τον Πρετεντέρη θα τη θυμόμαστε εσαεί συν τοις άλλοις επειδή προσδιορίζει συγκεκριμένο χρόνο. Αυτή, άντε και το «ουδείς αναμάρτητος» που είπε στη Γερμανία. Διότι οι υπόλοιπες μπορούν να αξιοποιηθούν σε τηλεπαιχνίδι, στη διάρκεια του οποίου θα γνωστοποιούνται στους παίκτες στοιχεία-λεπτομέρειες κι εκείνοι θα καλούνται να βρουν το «πότε».
Πότε είπε ο πρωθυπουργός «αυτά είναι τα τελευταία μέτρα»; Καμιά δεκαριά φορές. «Περνάμε τον τελευταίο κάβο»; Μμμμ, μάλλον τρεις. «Φεύγουμε από τα Μνημόνια»; Καλά, αυτό, με την προσθήκη της «επαναδιαπραγμάτευσης» άρχισε να το τάζει πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Αντιθέτως, η αγόρευσή του υπέρ του Πρετεντέρη θα περιβάλλεται από «κυκλάκι» στο νοερό μας ημερολόγιο. Θα λέμε: ήταν τότε που η κυβέρνηση έδωσε για τελευταία φορά (εκτός εάν…) ψήφο εμπιστοσύνης στον εαυτό της, κατά το «στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι κι από μόνη σου αγαπιέσαι».
Θα λέμε: ήταν τότε που ο Πρετεντέρης, πικραμένος, τσακισμένος ψυχικά από το «εμπάργκο του ΣΥΡΙΖΑ, την εχθρότητα όλης της Αριστεράς, το μένος των απανταχού «λαϊκιστών» και τις επιλογές των τηλεθεατών οι οποίοι εσχάτως δεν έδιναν καλά νούμερα στο δελτίο ειδήσεων του Μέγκα άρχισε να εμφανίζεται αξύριστος. Σαν ισοβίτης. Σαν μαχητής στις πρώτες εβδομάδες ενός σκληρού αντάρτικου. Σαν τον Χάρισον Φορντ στο Φυγά και τον Τομ Χανκς στο Ναυαγό. Όχι τίποτε άλλο, αλλά κινδυνεύει να στηλιτευτεί κι από τον Θ/ Πάγκαλο, που κάποτε έλεγε ότι δεν αντέχει τους αξύριστους ή μουσάτους καθηγητές και δασκάλους. Διότι και ο Πρετεντέρης δάσκαλος είναι. Του γένους, φυσικά. Και του μένους εναντίον της Αριστεράς.
Η συγκυβέρνηση κατέφθασε κατασκευάζοντας φόβο και ψυχορραγεί διασκευάζοντας Τσιτσάνη. Κοιτάζει την κοινωνία και ομολογεί: «Είμαι εγώ γυναίκα φίνα, πρετεντέρισσα, που δουλειές, λεφτά, τα πάντα, σας τα στέρησα».
Το γκουβέρνο κατέφθασε κατασκευάζοντας φόβο και ψυχορραγεί διασκευάζοντας Τσιτσάνη
Από το «ανθ’ ημών Γουλιμής» του Χ. Τρικούπη έως το «λεφτά υπάρχουν» του Γιωργάκη, αφθονούν οι ατάκες πρωθυπουργών ή -περίπτωση ΓΑΠ- δυνάμει πρωθυπουργών, τις οποίες η ιστορία άρπαξε κι έκανε σήματα κατατεθέντα των αντίστοιχων προσώπων.
Συχνά οι ρήσεις αυτές σηματοδοτούσαν την έναρξη κάποιας πρωθυπουργικής θητείας κι ενίοτε γίνονταν μέτρα αποτίμησης όσων ακολούθησαν. Π.χ. τα περί «πέντε νταβατζήδων» του Καραμανλή (Οκτώβριος 2004) δεν σε προκαλούν μόνο να σκεφτείς πόσο «περιορίστηκε» η διαπλοκή επί των ημερών του ιδίου. Περισσότερο σε κάνουν να καγχάζεις σκεπτόμενος ότι η σημερινή Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει καταγγείλει δυο παλαιότερους αρχηγούς της για «στοχοποίηση επιχειρηματιών»: τον Κ. Καραμανλή και κυρίως τον μακαρίτη τον Έβερτ, ο οποίος τον Μάιο του 1996, στη Βουλή, είχε κατονομάσει πέντε επιχειρηματίες ως τυπικές περιπτώσεις συγκέντρωσης πολλαπλής -ΜΜΕ, εργολαβίες, κ.λπ.- ισχύος. Συγκεκριμένα, τους Κόκκαλη, Βαρδινογιάννη, Μπόμπολα, Λιακουνάκο, Σαραντόπουλο.
Στελέχη του ΠΑΣΟΚ είχαν ειρωνευτεί τότε τον Έβερτ, με σχόλια ψιθυριστά, που «διέρρευσαν». Είπαν πως η τόλμη του τελείωνε στον αυλόγυρο του Χρ. Λαμπράκη. Κάλυψε όμως το κενό λίγους μήνες αργότερα, κατά τον προεκλογικό Σεπτέμβριο του 1996, άλλο στέλεχος της «λαϊκής Δεξιάς». Και τι δεν είπε! Πώς επί χρόνια ο Λαμπράκης διαδραμάτιζε ρόλο «μόνιμου σκιώδους πρωθυπουργού της χώρας» (ομιλία στις 7/9/96), πώς δεν είναι δυνατόν «τις τύχες αυτού του τόπου να τις ρυθμίζει ο κάθε κύριος Λαμπράκης» (9/9/96)… Ποιό ήταν αυτό το στέλεχος της «λαϊκής Δεξιάς»; Ελάτε τώρα… Μα ο Αντώνης Σαμαράς, πρόεδρος της «Πολιτικής Άνοιξης» τότε.
Όχι, δεν λοξοδρομήσαμε, δεν παρατήσαμε το θέμα με τις ατάκες. Απλώς τώρα εντάχθηκε σε αυτό και μάλιστα στην κατηγορία των αποχαιρετιστήριων ρήσεων ο Σαμαράς. Αν το ’81 ο Γ. Ράλλης αποχαιρέτησε την πρωθυπουργία κοινοποιώντας κάτι που τον ενοχλούσε, δηλαδή τα «ου» εναντίον του Αντρέα, το 2014 ο Σαμαράς -περισσότερο «θετικός» τύπος κι όχι τόσο «μουρτζούφλης»- προτίμησε να χαράξει την αρχή του τέλους της δικής του θητείας όχι γνωστοποιώντας κάποια απέχθειά του, αλλά επιβεβαιώνοντας μια μεγάλη του πολιτική αγάπη: τον Γιάννη Πρετεντέρη!
Ο… διωκόμενος Πρετεντέρης λοιπόν είναι η τελευταία δυνατή εικόνα, την οποία συγκρατεί ο νους του Σαμαρά, την ώρα που τα μάτια του στρέφονται στην Αλεξάνδρεια που χάνει. Ο Πρετεντέρης είναι και κάτι παραπάνω: η μεγαλειώδης βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που τώρα κινδυνεύει από Καίσαρες και Καρακάλλες του «λαϊκισμού». Διότι σε μια βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν μπορείς να μην πηγαίνεις – εάν τη σνομπάρεις, είναι σαν να την πυρπολείς. Διότι προσεγγίζει τα όρια της αντιδημοκρατικής ασυδοσίας το δικαίωμα οποιουδήποτε ανθρώπου, κόμματος ή φορέα να αποφασίζει ο ιδιος -κι όχι το Μαξίμου- εάν θα παρίσταται σε συγκεκριμένες εκπομπές ή εκπομπή.
Επιπροσθέτως το δικαίωμα αυτό είναι Ανατροπή ενός βασικού κεκτημένου της εποχής των Μνημονίων: της συσταλτικής ερμηνείας της έννοιας «επιλογή». Όπως ακριβώς δεν είναι επιλογή η ακύρωση των Μνημονίων, η έξοδος από την Ευρωζώνη, ακόμη και η τυχόν άρνησή σου να είσαι πελάτης της «μικρής ΔΕΗ», έτσι δεν νοείται επιλογή αποχής από τις εκπομπές του Πρετεντέρη. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Την ατάκα του Σαμαρά για τον Πρετεντέρη θα τη θυμόμαστε εσαεί συν τοις άλλοις επειδή προσδιορίζει συγκεκριμένο χρόνο. Αυτή, άντε και το «ουδείς αναμάρτητος» που είπε στη Γερμανία. Διότι οι υπόλοιπες μπορούν να αξιοποιηθούν σε τηλεπαιχνίδι, στη διάρκεια του οποίου θα γνωστοποιούνται στους παίκτες στοιχεία-λεπτομέρειες κι εκείνοι θα καλούνται να βρουν το «πότε».
Πότε είπε ο πρωθυπουργός «αυτά είναι τα τελευταία μέτρα»; Καμιά δεκαριά φορές. «Περνάμε τον τελευταίο κάβο»; Μμμμ, μάλλον τρεις. «Φεύγουμε από τα Μνημόνια»; Καλά, αυτό, με την προσθήκη της «επαναδιαπραγμάτευσης» άρχισε να το τάζει πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Αντιθέτως, η αγόρευσή του υπέρ του Πρετεντέρη θα περιβάλλεται από «κυκλάκι» στο νοερό μας ημερολόγιο. Θα λέμε: ήταν τότε που η κυβέρνηση έδωσε για τελευταία φορά (εκτός εάν…) ψήφο εμπιστοσύνης στον εαυτό της, κατά το «στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι κι από μόνη σου αγαπιέσαι».
Θα λέμε: ήταν τότε που ο Πρετεντέρης, πικραμένος, τσακισμένος ψυχικά από το «εμπάργκο του ΣΥΡΙΖΑ, την εχθρότητα όλης της Αριστεράς, το μένος των απανταχού «λαϊκιστών» και τις επιλογές των τηλεθεατών οι οποίοι εσχάτως δεν έδιναν καλά νούμερα στο δελτίο ειδήσεων του Μέγκα άρχισε να εμφανίζεται αξύριστος. Σαν ισοβίτης. Σαν μαχητής στις πρώτες εβδομάδες ενός σκληρού αντάρτικου. Σαν τον Χάρισον Φορντ στο Φυγά και τον Τομ Χανκς στο Ναυαγό. Όχι τίποτε άλλο, αλλά κινδυνεύει να στηλιτευτεί κι από τον Θ/ Πάγκαλο, που κάποτε έλεγε ότι δεν αντέχει τους αξύριστους ή μουσάτους καθηγητές και δασκάλους. Διότι και ο Πρετεντέρης δάσκαλος είναι. Του γένους, φυσικά. Και του μένους εναντίον της Αριστεράς.
Η συγκυβέρνηση κατέφθασε κατασκευάζοντας φόβο και ψυχορραγεί διασκευάζοντας Τσιτσάνη. Κοιτάζει την κοινωνία και ομολογεί: «Είμαι εγώ γυναίκα φίνα, πρετεντέρισσα, που δουλειές, λεφτά, τα πάντα, σας τα στέρησα».
Δημοσίευση σχολίου