Κυριακή, 11 Δεκεμβρίου 2016
Προβολή της ταινίας: "Υπεράνω πάσης υποψίας" (1970), του Έλιο Πέτρι στα Χανιά
Στο "Υπεράνω πάσης υποψίας" πρωταγωνιστούν οι Τζιάν Μαρία Βολοντέ, Φλορίντα Μπολκάν, ενώ την εξαιρετική μουσική συνέθεσε ο Έννιο Μορρικόνε.
Λίγα λόγια για την ταινία: Ένας αστυνομικός λόγω πολιτικών μέσων γίνεται αρχηγός της ομάδας ανθρωποκτονιών. Σκοτώνει την ερωμένη του και αφήνει εμφανή ίχνη για να συλληφθεί, κάτι που δεν γίνεται.
Είναι μια αριστουργηματική, πολιτική ταινία με φροϋδικά στοιχεία, σχόλιο για τον καθημερινό φασισμό αλλά και τις συμπεριφορές της αστυνομίας και την ψυχοπαθολογία της.
Την ταινία θα προλογίσει η εκπαιδευτικός Δ.Ε. Βίκυ Παπαναγιώτου.
Η κριτική
που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη: «Όπως λέμε πως ο φασισμός είναι καθημερινή
κατάσταση (αυτό το δέχεται ο πρώην κομμουνιστής και νυν αναρχικός Πέτρι), δεν
εννοούμε βέβαια πως πρέπει να αναθεωρήσουμε τις ρίζες του στην ψυχοπαθολογία.
Το να επικαλούμαστε τον Φρόιντ (ο Πέτρι είναι φανατικός οπαδός του) κάθε
φορά που δεν θέλουμε να κουραστούμε πολύ, ψάχνοντας για πραγματικά κοινωνικά
αίτια συγκεκριμένων κοινωνικών καταστάσεων, είναι μια έξυπνη αλλά καθόλου
έντιμη υπεκφυγή. Ο φασισμός είναι καθημερινός με την έννοια πως ο αστισμός και
η σαθρή ηθική του κατάφεραν να μας πείσουν για την αναγκαιότητα ύπαρξης των
επιβεβλημένων κωδίκων συμπεριφοράς (κυρίως οικονομικής συμπεριφοράς) και να μας
κάνουν άβουλα πιόνια αποκόβοντάς μας από την ατομική μας ευθύνη.
Το φροϋδικό δόγμα της κάστας των αδελφών (στην
ταινία των σιωπηρά συνένοχων αστυνομικών-συναδέλφων του Τζιάν Μαρία Βολοντέ)
που σκοτώνουν τον πατέρα (την Υπέρτατη αρχή της Δικαιοσύνης) για να πάρουν την
εξουσία και να κυβερνήσουν ανεξέλεγκτα, είναι το περισσότερο τρωτό σημείο του
κοινωνικοποιημένου φροϋδισμού. Ωστόσο, η ονειρική σκηνή του τέλους
φαίνεται πως μπήκε για να δικαιολογήσει ακριβώς αυτό το δόγμα.
Άλλη φροϋδική εξάρτηση: Ο μαθητευόμενος
δικτάτορας πειραματίζεται πάνω στη στερεότητα του θώρακα της εξουσίας όχι
σύμφωνα με έναν καθορισμένο σκοπό αλλά παρακινημένος από μια ακαθόριστη ενοχή
(η επικουρία του Κάφκα στο τέλος δεν είναι τυχαία)που μόνο προσωρινά
κατευνάζεται με την άσκηση της εξουσίας (για την εξουσία) προς πάσα κατεύθυνση
ανεξέλεγκτα: Προς τους «αναρχικούς» πολίτες, προς την «αναρχική» (όσον αφορά
την ερωτική της συμπεριφορά) ερωμένη του, προς τους «αναρχικούς» συναδέλφους του-αδελφούς
(που, όταν γίνονται συνένοχοί του καταπατούν τον αυστηρό κώδικα της
επαγγελματικής συμπεριφοράς).
Για τον Βολοντέ, λοιπόν, το να ασκεί εξουσία
είναι ένας τρόπος του «ζην» και όχι του «υπηρετείν» (για οποιονδήποτε λόγο). Ή,
για να το πούμε αλλιώς, ο Βολοντέ υπηρετεί μόνο τον εαυτό του και καθόλου το
σύστημα, το οποίο άλλωστε δεν ανέχεται τις ψυχολογικές παρεκκλίσεις «εν
υπηρεσία» και πετάει στο περιθώριο καθέναν που δεν θέτει την τυχόν ανωμαλία του
στην υπηρεσία του συνόλου. Δηλαδή, η εξουσία δεν τον «κατέχει» όπως τους
ήρωες του Γιάντσο) αλλά τον «εμπεριέχει» παθητικά.
Ο Πέτρι αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής,
όταν μας αφήνει να εννοήσουμε ότι η άσκηση της εξουσίας προϋποθέτει τη διαφθορά
ή ότι είναι αποτέλεσμά της (όπως στους εξεγερμένους αδελφούς του Φρόιντ).
Ο Πέτρι πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της μεθόδου που υιοθετεί για τη
κατάδειξη του μηχανισμού λειτουργίας του αστυνομικού κράτους. Αν παρέμενε στην
αρχική του πρόθεση της απλής κατάδειξης και δεν φιλοδοξούσε και να ερμηνεύσει
τα τεκταινόμενα, η προσφορά του θα ήταν κάτι παραπάνω από σημαντική. Όμως,
είναι δημαγωγός, γιατί προσπαθεί να γαργαλήσει το θεατή με το φτερό της
ψυχανάλυσης (όσον αφορά το περιεχόμενο) και του κακόγουστου μπαρόκ (όσον αφορά
τη φόρμα)».
10 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΟ ΥΠΕΡΑΝΩ ΠΑΣΗΣ ΥΠΟΨΙΑΣ
Πέραν της εγνωσμένης αξίας του και του
παροιμιώδους τίτλου του, δέκα επιπρόσθετοι λόγοι για να μην χάσετε το Υπεράνω
πάσης υποψίας είναι οι ακόλουθοι:
1. Για τον εκπληκτικό
συνδυασμό πολιτικής και φροϋδικής (ψυχαναλυτικής) ανάλυσης.
2. Για την πολλαπλή
ψυχοπαθολογία που διαχέεται στην ταινία.
3. Για την εξαιρετική
μουσική του Έννιο Μορρικόνε.
4. Για τον υπέροχο ρόλο του
Τζιάν Μαρία Βολοντέ.
5. Για το πρωτότυπο σενάριο
που προτάθηκε για Όσκαρ.
6. Για μια φωτογραφία
εξαιρετική, που είναι ισοδύναμη της ψυχολογικής κατάστασης του ήρωα.
7. Για τις
λειτουργικές αναδρομές στο παρελθόν.
8. Για την τολμηρότατη
ιδεολογική άποψη.
9. Για την αγωνία του Πέτρι
να ολοκληρώσει ένα πολλαπλό πολιτικό σχόλιο.
10.Για την ικανότητα του
σκηνοθέτη να διαχειρίζεται τόσα πολλά ετερόκλιτα θέματα.
Elio Petri: Σινεμά και πολιτική στράτευση
(ένα αφιέρωμα του φεστιβάλ Karlovy Vary 2014)
«Σχολείο
μου ήταν οι δρόμοι, οι οργανώσεις βάσης του κομμουνιστικού κόμματος, ο
κινηματογράφος, οι παραστάσεις βαριετέ, η δημοτική βιβλιοθήκη, οι αγώνες των
ανέργων, τα κρατητήρια, οι συγκρούσεις με την αστυνομία, τα στούντιο των
συνομηλίκων μου καλλιτεχνών, οι κινηματογραφικές λέσχες. Και, στη συνέχεια,
επίσης δάσκαλοί μου ήταν αυτοί που την εποχή εκείνη ονομάζονταν «επαγγελματίες
επαναστάτες»»
Elio Petri
Πρόσωπο που στο έργο του αντανακλάται η οργή αλλά και οι αναταραχές μιας ταραγμένης εποχής –των δεκαετιών '60 και '70- στην Ιταλία, ο Elio Petri μέσα από τις ταινίες που γύρισε πήρε θέση: τάχτηκε απέναντι από την εξουσία και εξέφρασε πολιτικά, μέσα από μια οπτική που συχνά είναι καυστική και σαρκαστική, την άποψη των μη προνομιούχων. Η μαρξιστική ανάλυση και η ποπ, το λαϊκό σινεμά και η πολιτική, η αφήγηση και ο πειραματισμός, ο ρεαλισμός και ο συμβολισμός: στη σκιά των μεγάλων μορφών του ιταλικού σινεμά εκείνης της εποχής - Bertolucci, Pasolini, Bellocchio-, το έργο του Elio Petri είναι μια σπουδή στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση της ιταλικής κοινωνίας μιας σημαδιακής εποχής.
Γόνος μιας εργατικής οικογένειας ο Petri γεννήθηκε το 1929 στην Ρώμη.
Ξεκινώντας ως κινηματογραφικός κριτικός στην εφημερίδα όργανο του κομμουνιστικού
κόμματος "L’ Unità", με θητεία στα ντοκιμαντέρ και στη σεναριογραφία,
ο Petri θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία του, το "L' Assassino"
(1961), με πρωταγωνιστή των Marcello Mastroianni. Σ’ αυτό το αντι-ρεαλιστικό
θρίλερ, το αφηγηματικό ύφος είναι καφκικό και η ατμόσφαιρα στιγματίζεται από
την κλειστοφοβία, τη διαφθορά, την ηθική αμφιβολία και τον διάχυτο φόβο. Το
1962 σκηνοθέτησε το "I giorni contati", μια ταινία που θυμίζει τις
ταινίες του Michelangelo Antonioni και Ingmar Bergman. Σε αυτή αφηγείται τη
μελαγχολική ιστορία ενός οξυγονοκολλητή ο οποίος, φοβούμενος ότι του απομένει
λίγος χρόνος ζωής εγκαταλείπει τη δουλειά του, και προσπαθεί χωρίς μεγάλη
επιτυχία, να απολαύσει τη ζωή. Σ’ αυτήν την ταινία, ο Petri για πρώτη φορά
διερευνά ό, τι θα γίνει ένα κυρίαρχο θέμα στο έργο του: την έλλειψη ηθικών
αξιών στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία.
Το 1963 σκηνοθέτησε το "Il maestro di Vigevano" με πρωταγωνιστή τον
Alberto Sordi και την Claire Bloom, και την επόμενη χρονιά το επεισόδιο
"Peccato nel pomeriggio" για την ταινία Alta infedeltà. Το "La
Decima vittima" (1965), με πρωταγωνιστή τον Mastroianni και την Ursula
Andress, είναι μια φανταχτερή, φουτουριστική φαντασία της δεκαετίας του 1960
όπου η Pop-art συναντά την επιστημονική φαντασία της Barbarella και της Modesty
Blaise, και στο κέντρο βρίσκεται η αποξένωση των ατόμων μέσα σε μια υλιστική
κοινωνία.
Ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος είναι στο κέντρο της επόμενης ταινίας "A
ciascuno il suo" (1967) –μια ταινία που σηματοδοτεί την έναρξη της
συνεργασίας του Petri με τον Gian Maria Volonté, έναν σημαντικό ηθοποιό που στα
χρόνια που έρχονται θα πρωταγωνιστήσει σε αρκετές από τις καλύτερες ταινίες
του. Η ταινία είναι ένα γεμάτο εντάσεις σουρεαλιστικό θρίλερ που
διαδραματίζεται μέσα σ’ ένα σκοτεινό και δυσοίωνο κόσμο.
Στο "Un tranquillo posto di Campagna" (1969), με πρωταγωνιστή τον
Franco Nero, ο Petri χρησιμοποιεί τις συμβάσεις των ταινιών τρόμου για να
απεικονίσει την απελπισία και την αποξένωση ενός νεαρού καλλιτέχνη. Η ταινία
κέρδισε το ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1969.
Το 1970 ο Petri σκηνοθέτησε την ταινία που θεωρείται το αριστούργημά του, "Indagine
su un Cittadino al di sopra di ogni sospetto", μια πικρή παραβολή για τον
εκφυλισμό της εξουσίας- ταινία που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Στο κέντρο βρίσκεται ο Volonté στο ρόλο ενός ιδιόμορφου, νευρικού επιθεωρητής
της αστυνομίας που ερευνά ένα αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε ο ίδιος.
Ισορροπώντας ανάμεσα στο παράλογο και το ρεαλιστικό, ο Petri δημιουργεί ένα
έργο που είναι και μια συναρπαστική μελέτη χαρακτήρων, αλλά και ένα σχόλιο για
τα δρακόντεια μέτρα καταστολής της κυβέρνησης στην Ιταλία, στα τέλη της
δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του '70. Η εξαιρετική μουσική
της ταινίας είναι από τον Ennio Morricone.
Συνεργάζεται με τον ποιητή και σκηνοθέτη Nelo Risi για την τηλεοπτική ταινία "Dedicato
a Pinelli" (1970) μια ταινία- φόρος τιμής στην μνήμη του αναρχικού
Giuseppe Pinelli. Η επόμενη ταινία που ο Petri σκηνοθετεί είναι το "La
classe operaia va in paradiso" (1971) μία από τις πιο δημοφιλείς ταινίες
του, που επιπλέον βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Καννών με το Grand Prix. Σ’ αυτήν
υιοθετεί μια επιθετική, εξπρεσιονιστική οπτική και μια ακουστική προσέγγιση που
αποτυπώνει με ακρίβεια τη βαρβαρότητα του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού και
τις συνθήκες εργασίας που βιώνει η εργατική τάξη. Απεικονίζει τη
διαδικασία συνειδητοποίησης της κατάστασης ενός εργαζομένου στον ρόλο ο Gian
Maria Volonté: ως ενός απλού «εργαλείου» κατά τη διαδικασία της παραγωγής, ενώ
παράλληλα η αφήγηση εστιάζει και στον αγώνα του με τα συνδικάτα.
Στο εκκεντρικό "La proprietà non è più un furto" (1973) στο κέντρο
βρίσκεται η θέση ότι το χρήμα και η ατομική ιδιοκτησία είναι η ρίζα όλων των
κακών. Ενώ το "Todo modo" (1976), η πιο περίεργη και αινιγματική απ’
όλες τις ταινίες του, είναι ένα μεταφυσικό μυστήριο που βασίζεται στο
μυθιστόρημα του Leonardo Sciascia, ενώ παράλληλα είναι και μια κριτική της
εξουσίας του κυριάρχου Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.
Τελευταία έργα του ήταν η τηλεοπτική παραγωγή της "Le mani sporche"
(1978)), μια διασκευή του "Les Mains sales" του Jean-Paul Sartre και
η ταινία "Le buone notizie" (1980), με πρωταγωνιστή τον Giancarlo
Giannini.
Ο Petri πέθανε από καρκίνο στις 10 Νοεμβρίου 1982.
Δημοσίευση σχολίου