Της Π. Μ.
Ο Μπρεχτ, ο ποιητής μου για ζοφερούς καιρούς όπως αυτοί που διανύουμε, κατόρθωσε κάτι που κανείς άλλος συγκαιρινός του ποιητής δεν το έχει καταφέρει,όχι στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον.
Στην κούρσα της ποιητικής αθανασίας ποντάρισε όλο το έργο του στα δύο πιο "λάθος" άλογα, την επικαιρότητα και την κομμουνιστική ορθοδοξία και βγήκε κερδισμένος. Αλλά δεν βγήκε βέβαια αλώβητος.
Αυτό που διασώζει από τη λήθη το έργο του είναι η ισχυρή του γείωση, η σύνδεση κάθε στίχου του με την πραγματικότητα και η βαθιά ανθρωπιά (και ανθρωπίλα) που διατρέχει σαν νήμα όλη του τη δημιουργία.
Σε αυτό το ποίημα διαφαίνονται όλα αυτά. Όλα αυτά που δεν διαφαίνονται πλέον πουθενά ή έστω αχνοφαίνονται για να μην κατηγορηθώ για μηδενισμό.
Νομίζω ότι καθώς μεγαλώνεις, η Χριστουγεννιάτικη λίστα σου μικραίνει και τα πράγματα που θέλεις για τα Χριστούγεννα δεν μπορούν να αγοραστούν.Πρέπει να το συνειδητοποιήσεις για να μπορείς να δώσεις. Κάθε μέρα με κάθε τρόπο.
Όχι με ανιματέρ φιλανθρωπίες μια φορά τον χρόνο.
Τα παιδιά της φωτογραφίας είναι πρόσφυγες. Λίγο φαγητό. Καθόλου δώρα. Αλλά, υπάρχει ένας χιονάνθρωπος στο υπόγειο τους. Αυτή είναι η αρχή των μεγαλύτερων Χριστουγέννων.
Αυτά αντί για εικόνες και φλυαρίες από τα ρεβεγιόν της μαζοποιημένης παγκοσμιοποιήσης.
"Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή.
Κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα.
Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:
Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα.
Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει•
το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό•
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:
Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
Κόπιασε, άνεμε–εκεί έξω πως αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις".
Ο Μπρεχτ, ο ποιητής μου για ζοφερούς καιρούς όπως αυτοί που διανύουμε, κατόρθωσε κάτι που κανείς άλλος συγκαιρινός του ποιητής δεν το έχει καταφέρει,όχι στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον.
Στην κούρσα της ποιητικής αθανασίας ποντάρισε όλο το έργο του στα δύο πιο "λάθος" άλογα, την επικαιρότητα και την κομμουνιστική ορθοδοξία και βγήκε κερδισμένος. Αλλά δεν βγήκε βέβαια αλώβητος.
Αυτό που διασώζει από τη λήθη το έργο του είναι η ισχυρή του γείωση, η σύνδεση κάθε στίχου του με την πραγματικότητα και η βαθιά ανθρωπιά (και ανθρωπίλα) που διατρέχει σαν νήμα όλη του τη δημιουργία.
Σε αυτό το ποίημα διαφαίνονται όλα αυτά. Όλα αυτά που δεν διαφαίνονται πλέον πουθενά ή έστω αχνοφαίνονται για να μην κατηγορηθώ για μηδενισμό.
Νομίζω ότι καθώς μεγαλώνεις, η Χριστουγεννιάτικη λίστα σου μικραίνει και τα πράγματα που θέλεις για τα Χριστούγεννα δεν μπορούν να αγοραστούν.Πρέπει να το συνειδητοποιήσεις για να μπορείς να δώσεις. Κάθε μέρα με κάθε τρόπο.
Όχι με ανιματέρ φιλανθρωπίες μια φορά τον χρόνο.
Τα παιδιά της φωτογραφίας είναι πρόσφυγες. Λίγο φαγητό. Καθόλου δώρα. Αλλά, υπάρχει ένας χιονάνθρωπος στο υπόγειο τους. Αυτή είναι η αρχή των μεγαλύτερων Χριστουγέννων.
Αυτά αντί για εικόνες και φλυαρίες από τα ρεβεγιόν της μαζοποιημένης παγκοσμιοποιήσης.
ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
"Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή.
Κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα.
Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:
Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα.
Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει•
το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό•
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:
Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
Κόπιασε, άνεμε–εκεί έξω πως αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις".
Δημοσίευση σχολίου