".....Έτσι κάθε πρωί τους περιμένω. Πραγματικά, ένα πρωΐ, ίσα που πρόλαβα να τελειώσω το τσιγάρο και γκράγκα γρούγκα οι σιδεριές.
Ήταν δύο. Με παίρνουνε και με πάνε έξω από μια πόρτα, χτυπάνε ανοίγουνε και με σπρώχνουνε μέσα όπου βρίσκομαι στην εξής σκηνή: Ο διοικητής η μπινεδιάρα που σου 'λεγα, κάθεται στο γραφείο. Απάνω στο γραφείο είναι πεσμένο ένα κτήνος, ίδιο περίπτερο με κόκκινα μαλλιά και φακίδες.
Έλεγε λοιπόν το κτήνος, δώστον σε μένα, ρε Σωτήρη -Σωτήρη λέγαν το διοικητή- να τον πάρω στην ΕΣΑ να το γλεντήσουμε λιγάκι, να τον κάνω να ξεράσει της μάνας του το γάλα, και ο Σωτήρης απαντάει, Όχι, Σταύρο μην επιμένεις, θα τον περάσω πρώτα εγώ από το χειρουργείο, κι αν δε βγάλω τίποτα θα στον δώσω, έχεις το λόγο μου.
Μόλις με είδανε, σταμάτησαν τάχα σαστισμένοι, σα να τους έπιασα στα πράσα.
Εγώ χαμογέλασα, διότι ψυλλιάστηκα ότι πάλι μου το παίζουνε παλκοσένικο. Μου λέει ο ταγματάρχης το κτήνος ντε της ΕΣΑ, τι γελάς, ρε μαλάκα;
Έ, λέω, που με παζαρεύετε, δε βάζετε και κανά στοίχημα...
Με πλάκωσε σε κάτι σφαλιάρες, σε κάτι κλωτσιές, και μετά με καθίζει σ' ένα καναπέ, κι αρχίζει η κουφάλα να με βαράει με τη κόψη της παλάμης στη καρδιά, στο πλάι του λαιμού, στο στομάχι, στο συκώτι και με βρίζει: Κουφάλα, γαμημένε, γαμώ τη μάνα σου , την αδερφή σου, τη γυναίκα σου και τέτοια.Βαράει βρίζει, εγώ τίποτα. Τον κοιτάω στα μάτια.
Ο κύριος διευθυντής κάνει τσιγάρο σα να παρακολουθεί αθλητική συνάντηση..."
Ο Χρόνης Μίσσιος περιγράφει στο βιβλίο του "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" την "φιλοξενία" που είχε απ' τους μπάτσους πριν κάποιες δεκαετίες.
Πριν εφτά χρόνια σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή χθες σε ηλικία 81 ετών χάνοντας τη μάχη με τον Καρκίνο ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αγωνιστής της Εθνικής αντίστασης και της αριστεράς.
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930 από γονείς που καταγόταν από τη Θάσο και ήταν καπνεργάτες .
Τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα έζησε στη συνοικία Ποταμούδια, μια γειτονιά αγωνιστών εργατών και κυνηγημένων από το Μεταξικό καθεστώς κομμουνιστών.
Οι συνθήκες της φτώχειας εκείνης της εποχής αναγκάζουν την οικογένεια του να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη όπου και εργάζεται σαν μικροπωλητής στο λιμάνι παρατώντας το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού για να μάθει ολοκληρωτικά ανάγνωση και γραφή όπως ο ίδιος έλεγε από τους φυλακισμένους αγωνιστές στα χρόνια που κρατούνταν στα κολαστήρια .
Για να γλιτώσει την πείνα περνά στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και με το τέλος της Κατοχής στον Δημοκρατικό Στρατό.
Συλλαμβάνεται το 1947 φυλακίζεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και τις εξορίες όπως χιλιάδες διωκόμενοι αγωνιστές της εποχής του, Μακρόνησο, Άι Στράτη στις φυλακές Αβέρωφ και στον Κορυδαλλό.
Αγωνιστής και ανθρωπιστής από την αρχή ως το τέλος της ζωής του ο Χρόνης Μίσσιος «μπαίνει» στη λογοτεχνία με το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» από τις εκδόσεις Γράμματα το 1985, ένα βιβλίο που όπως και το δεύτερο «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» το 1988, είναι αυτοβιογραφικά και περιγράφουν την ιστορία του κινήματος και της αριστεράς στην Ελλάδα και που με τον άμεσο, λαϊκό και διεισδυτικό του λόγο αποκτούν μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Τα άλλα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου είναι: «Τα κεραμίδια στάζουν»1991 Γράμματα, «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» 1996 Γράμματα, «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» 2001, Γράμματα.
Διαβάστε κι αυτό:
Καλό Ταξίδι Αγωνιστή και Άνθρωπε Χρόνη Μίσσιο!
Ήταν δύο. Με παίρνουνε και με πάνε έξω από μια πόρτα, χτυπάνε ανοίγουνε και με σπρώχνουνε μέσα όπου βρίσκομαι στην εξής σκηνή: Ο διοικητής η μπινεδιάρα που σου 'λεγα, κάθεται στο γραφείο. Απάνω στο γραφείο είναι πεσμένο ένα κτήνος, ίδιο περίπτερο με κόκκινα μαλλιά και φακίδες.
Έλεγε λοιπόν το κτήνος, δώστον σε μένα, ρε Σωτήρη -Σωτήρη λέγαν το διοικητή- να τον πάρω στην ΕΣΑ να το γλεντήσουμε λιγάκι, να τον κάνω να ξεράσει της μάνας του το γάλα, και ο Σωτήρης απαντάει, Όχι, Σταύρο μην επιμένεις, θα τον περάσω πρώτα εγώ από το χειρουργείο, κι αν δε βγάλω τίποτα θα στον δώσω, έχεις το λόγο μου.
Μόλις με είδανε, σταμάτησαν τάχα σαστισμένοι, σα να τους έπιασα στα πράσα.
Εγώ χαμογέλασα, διότι ψυλλιάστηκα ότι πάλι μου το παίζουνε παλκοσένικο. Μου λέει ο ταγματάρχης το κτήνος ντε της ΕΣΑ, τι γελάς, ρε μαλάκα;
Έ, λέω, που με παζαρεύετε, δε βάζετε και κανά στοίχημα...
Με πλάκωσε σε κάτι σφαλιάρες, σε κάτι κλωτσιές, και μετά με καθίζει σ' ένα καναπέ, κι αρχίζει η κουφάλα να με βαράει με τη κόψη της παλάμης στη καρδιά, στο πλάι του λαιμού, στο στομάχι, στο συκώτι και με βρίζει: Κουφάλα, γαμημένε, γαμώ τη μάνα σου , την αδερφή σου, τη γυναίκα σου και τέτοια.Βαράει βρίζει, εγώ τίποτα. Τον κοιτάω στα μάτια.
Ο κύριος διευθυντής κάνει τσιγάρο σα να παρακολουθεί αθλητική συνάντηση..."
Ο Χρόνης Μίσσιος περιγράφει στο βιβλίο του "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" την "φιλοξενία" που είχε απ' τους μπάτσους πριν κάποιες δεκαετίες.
Πριν εφτά χρόνια σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή χθες σε ηλικία 81 ετών χάνοντας τη μάχη με τον Καρκίνο ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αγωνιστής της Εθνικής αντίστασης και της αριστεράς.
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930 από γονείς που καταγόταν από τη Θάσο και ήταν καπνεργάτες .
Τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα έζησε στη συνοικία Ποταμούδια, μια γειτονιά αγωνιστών εργατών και κυνηγημένων από το Μεταξικό καθεστώς κομμουνιστών.
Οι συνθήκες της φτώχειας εκείνης της εποχής αναγκάζουν την οικογένεια του να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη όπου και εργάζεται σαν μικροπωλητής στο λιμάνι παρατώντας το σχολείο στη δευτέρα δημοτικού για να μάθει ολοκληρωτικά ανάγνωση και γραφή όπως ο ίδιος έλεγε από τους φυλακισμένους αγωνιστές στα χρόνια που κρατούνταν στα κολαστήρια .
Για να γλιτώσει την πείνα περνά στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και με το τέλος της Κατοχής στον Δημοκρατικό Στρατό.
Συλλαμβάνεται το 1947 φυλακίζεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και τις εξορίες όπως χιλιάδες διωκόμενοι αγωνιστές της εποχής του, Μακρόνησο, Άι Στράτη στις φυλακές Αβέρωφ και στον Κορυδαλλό.
Αγωνιστής και ανθρωπιστής από την αρχή ως το τέλος της ζωής του ο Χρόνης Μίσσιος «μπαίνει» στη λογοτεχνία με το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» από τις εκδόσεις Γράμματα το 1985, ένα βιβλίο που όπως και το δεύτερο «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» το 1988, είναι αυτοβιογραφικά και περιγράφουν την ιστορία του κινήματος και της αριστεράς στην Ελλάδα και που με τον άμεσο, λαϊκό και διεισδυτικό του λόγο αποκτούν μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Τα άλλα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου είναι: «Τα κεραμίδια στάζουν»1991 Γράμματα, «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» 1996 Γράμματα, «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» 2001, Γράμματα.
Διαβάστε κι αυτό:
Καλό Ταξίδι Αγωνιστή και Άνθρωπε Χρόνη Μίσσιο!
Δημοσίευση σχολίου