Home » , » Στις φυλακές της Λαγκάδας μια φορά κι έναν καιρό…

Στις φυλακές της Λαγκάδας μια φορά κι έναν καιρό…

Από giorgis , Τετάρτη 12 Μαΐου 2021 | 6:49 μ.μ.

Του Γ. Γ

Εχει ξεκινήσει εδώ και καιρό μια προσπάθεια να πιεστεί η "μαυρίλα" που έχει την πλειοψηφία στο Δ.Σ του Δήμου Μυτιλήνης, ώστε να πιεστεί και να αναστηλώσει τα κτίρια που στέγαζαν το συγκρότημα των φυλακών Λαγκάδας, για δημιουργία Μουσείου Εθνικής Αντίστασης.

Για ιστορικούς και όχι μόνο λόγους. παραθέτουμε ένα σχετικό κείμενο που μας έστειλε ο σ. Αποστόλης Κομνηνάκας, και έχει γράψει ο συγγραφέας Δημήτρης Σαραντάκος.

Στις φυλακές της Λαγκάδας μια φορά κι έναν καιρό…

Οι επανορθωτικές φυλακές Μυτιλήνης στεγάζονταν για πολλά χρόνια, σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ίσως και πιο παλιά, στο μεγάλο πέτρινο συγκρότημα που βρίσκεται στην έξοδο της πόλης, στη Λαγκάδα. 

Για πολλά χρόνια η «πελατεία» της φυλακής ήταν η συνηθισμένη, κακοποιοί κάθε κατηγορίας αλλά και αγρότες καταδικασμένοι για αγροζημίες ή έμποροι για οφειλές στο Δημόσιο ή σε ιδιώτες. 

Πολιτικοί κρατούμενοι δεν υπήρχαν, ακόμα και τον καιρό της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, γιατί τους έστελναν είτε εξορία σε διάφορα νησιά είτε στις φυλακές Ακροναυπλίας.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν, μετά τη Βάρκιζα, εξαπολύθηκε ο διωγμός κατά των αριστερών.
Ο εισαγγελέας Κωστόπουλος, με την παραμικρή αφορμή σκάρωνε υποθέσεις παραβάσεως του νόμου και διέταζε την προφυλάκιση των κατηγορουμένων.
Μέσα σε λίγους μήνες, από τον Μάιο του ‘45 (την κατάλυση της «ΕΑΜοκρατίας», όπως διαφημίστηκε η αποκατάσταση του Νόμου και της Τάξης) οι φυλακές της Λαγκάδας έπηξαν από κρατούμενους.

Ως τότε κουμάντο στις φυλακές έκανε κάποιος βαρυποινίτης, ο Στρατής με τ’ όνομα, που είχε δυο καταδίκες για φόνο στην πλάτη του κι ένα σωρό άλλες για μικρότερα εγκλήματα. Με την ανοχή των σωφρονιστικών υπαλλήλων, ο Στρατής έμπαζε στη φυλακή χασίς για δικιά του χρήση με μεταπώληση, διατηρούσε χαρτοπαίγνιο και εισέπραττε την γκανιότα και γενικά αποκόμιζε σημαντικά κέρδη σε βάρος των πενήντα περίπου συγκρατουμένων του, οι περισσότεροι από τους οποίος ήταν υπόδικοι ή κατάδικοι για αγροζημίες, χρέη και μικροπαραβάσεις του ποινικού κώδικα. Περιβαλλόταν φυσικά με αληθινή «αυλή» μπράβων.

Η πρώτη ενέργεια των καινούργιων κρατουμένων, που αμέσως συγκρότησαν «επιτροπή διαβίωσης», ήταν ο γενικός καθαρισμός των κελιών και των θαλάμων, που ως τότε ήταν σε άθλια κατάσταση από πλευράς καθαριότητας. Οι κατάστικτοι από λειωμένους κοριούς και άλλες ακαθαρσίες τοίχοι ασβεστώθηκαν, τα πατώματα πλύθηκαν και τα αποχωρητήρια απολυμάνθηκαν.

Η δεύτερη ενέργεια της επιτροπής διαβίωσης ήταν η καθιέρωση μαθημάτων για τους αναλφάβητους, επιμορφωτικών διαλέξεων, πολιτιστικών εκδηλώσεων και γυμναστικής, ενώ παράλληλα απαγορεύτηκε η χαρτοπαιξία στους ΕΑΜίτες.
Φυσικά για το χασίς δε γινόταν λόγος. Οι αντιστασιακές οργανώσεις αμέσως μετά την απελευθέρωση είχαν κηρύξει πόλεμο κατά των ναρκωτικών, που σύμφωνα με επίμονες φήμες διακινούσαν οι Άγγλοι και Ινδοί στρατιώτες.

Οι ενέργειες αυτές της επιτροπής διαβίωσης μείωσαν δραματικά τα έσοδα του Στρατή, γιατί κοντά στους ΕΑΜίτες άρχισαν να παρακολουθούν μαθήματα, ομιλίες και εκδηλώσεις και οι ποινικοί κρατούμενοι, παύοντας να χαρτοπαίζουν και να καπνίζουν χασίς.
Ταυτόχρονα άρχισε να κλονίζεται η αδιαφιλονίκητη ως τότε εξουσία του νταή. Γιατί δεν ήταν άλλος ένας νταής που αμφισβητούσε το κύρος του, αλλά ολόκληρη επιτροπή και πίσω της εξακόσιοι πολιτικοί κρατούμενοι και στο πλευρό τους ολόκληρη πολιτική οργάνωση, με μεγάλο κύρος στην πόλη. Πού να τα βάλει μαζί της.

Επεσήμανε πάντως πως στις πολιτιστικές εκδηλώσεις και τις ομιλίες πρωτοστατούσε ένας κρατούμενος (υπόδικος για στάση), Νίκος Σ. ονόματι. 

Ο Στρατής υπέθεσε πως αυτός ο Νίκος έκανε γενικό κουμάντο και αποφάσισε να «ξηγηθεί» μαζί του. Την ώρα του «προαυλισμού» κατά την οποία οι κρατούμενοι περπατούσαν κατά μήκος και κατά πλάτος της αυλής της φυλακής, τον πλησίασε και βαδίζοντας δίπλα του, του είπε χαμηλόφωνα: «Άκου να δεις παλληκάρι, εμένα που με βλέπεις έχω δυο φόνους στην πλάτη μου και τρίτος δε θα μου κακοφανεί. Σταμάτα λοιπόν αυτές τις σαχλαμάρες κι άσε τον κόσμο να παίζει και να φουμάρει μαύρη, γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα.»

Ο Νίκος τον άκουσε με προσοχή κι ύστερα του είπε το ίδιο χαμηλόφωνα, δείχνοντάς του δυο μεγαλόσωμους και γεροδεμένους κρατούμενους, παλιούς ΕΛΑΣίτες: «Τους βλέπεις αυτούς του δύο; Λοιπόν αν δεν κάτσεις φρόνιμα θα τους βάλω να σου ρίξουν τόσο ξύλο, που θα μείνεις δυο βδομάδες στο νοσοκομείο κι όταν γυρίσεις θα σε ξαναδείρουν και θα σε ξαναστείλουν πίσω. Κι αυτό θα γίνεται συνέχεια, ώσπου να βάλεις μυαλό.»

Ο νταής άλλαξε αμέσως ύφος: «Και πώς θα ζήσω εγώ, κυρ Νίκο; Τι θαρρείς, έχω έξω κανένανε να μου στέλνει τίποτα; Ό,τι κονομήσω εδώ μέσα. Κι έρχεστε εσείς και μου σφαλάτε όλες τις πόρτες.»

«Άκου, λοιπόν, να δεις τι θα γίνει. Μια φορά χαρτί και μαύρη, κομμένα. Πάνω σ’ αυτό δε σηκώνουμε κουβέντα. Θα ανοίξεις όμως μια καντίνα και θα πουλάς τσιγάρα, σπίρτα, χαρτοφάκελα, καφέ, ζάχαρη, ό,τι γουστάρεις κι εμείς θα πούμε στους δικούς μας να ψωνίζουν από σένα».

Τελικά κλείστηκε συμφωνία κι ο Στρατής άνοιξε καντίνα. Άρχισε μάλιστα, μη έχοντας τι να κάνει, να παρακολουθεί μαθήματα και τα Χριστούγεννα του ‘45, σε μια γιορταστική εκδήλωση των πολιτικών κρατουμένων, σήκωσε ο Στρατής το χέρι του και ζήτησε να μιλήσει: «Ακούστε δω, ρε παιδιά», είπε στο ακροατήριο. «Εγώ τόσα χρόνια στη φυλακή τέτοιους ανθρώπους σαν και σας δεν ξανάδα. Εγώ πολλές κουβέντες δεν έχω. Αλλά για να δείτε πως είμαι ξηγημένος άνθρωπος, από σήμερα κόβω τη μαύρη», και βγάζοντας την πίπα του την έσπασε τελετουργικά.

Σε μια από τις περιορισμένες αμνηστίες, «προς αποσυμφόρησιν των φυλακών» που έγινε στις αρχές του ‘46, βγήκε κι ο Στρατής. Τον ξεπροβόδησαν όλοι με ευχές για μια καινούργια ζωή.

Δυο μήνες μετά, πάλι μέσα ο Στρατής! Με μάτια κόκκινα από το χασίς και με πεσμένο το ηθικό. Δεν ήταν πια ο παλιός νταής.

«Ρε συ Στρατή, πάλι τα ίδια; Τι μας είχες υποσχεθεί;»

«Τι να κάνω ρε παιδιά; Κανείς δε μ’ έπαιρνε σε δουλειά. Ξανάπεσα στο ίδιο λούκι. Μπορντέλο, τεκές, έπεσα σε σφάλμα και να ‘μαι. Δε βαριέσαι, δε γίνεται τίποτα. Κοιτάξτε μόνο σεις να φτιάξετε αυτή τη λαϊκή δημοκρατία, που λέτε, μπας και δούμε κι εμείς άσπρη μέρα».

*O Δημήτρης Σαραντάκος γεννήθηκε στη Mυτιλήνη, σπούδασε χημικός μηχανικός και μετά τη συνταξιοδότησή του εκδίδει το σατιρικό περιοδικό «το Φιστίκι» και κάνει τον συγγραφέα. Το τελευταίο (ενδέκατο στη σειρά) βιβλίο του «Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους» - Αθήνα 2008 - κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γνώση».

Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger