Κι έξω στο πεζοδρόμιο, η μπότα του γερμανού κι ο θάνατος κάτω απ’ τη σκάλα και το συνωμοτικό χτύπημα με διπλωμένο δάκτυλο στο παντζούρι
Βασανισμένη πολιτεία δίχως φώτα.
Πληγωμένη πολιτεία με τον πράσινο γλόμπο των καταφυγίων.
Μονάχη μες στη νύχτα.
Αγρυπνισμένη.
Μονάχα o θάνατος περνοδιαβαίνοντας στα πεζοδρόμια, σκυφτός, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του αμπέχονου, με το κασκέτοχωμένο ως τα φρύδια του.
Ο θάνατος - μονάχα τα μάτια του κάτω απ’ το γείσο, ψάχνοντας μ' ένα κλεφτοφάναρο τα νούμερα των σπιτιών - εδώ, ναι, ναι, - σημειώνοντας σ' ένα χαρτί - τί σημειώνοντας; ποιο σπίτι; εδώ -ποιος θάναι; - η πολιτεία δίχως φώτα, παγωμένη, κάνοντας πως κοιμάται, ακούγοντας το βήμα.
Μόνο αυτό το κλεφτοφάναρο καρφωμένο στις πλάκες με τα ονόματα των οδών, και τα μεγάλα βουβά αυτοκίνητα με τις κουραμάνες των ξένων φαντάρων, με τις κουλούρες τ' αγκαθωτό συρματόπλεγμα
Και τα παιδιά πέθαιναν στην πλατεία της Ομόνοιας σφίγγοντας ένα άδειο κονσερβοκούτι κι οι μαυραγορίτες ταξίδευαν στις στέγες των τραίνων κι οι Υπουργοί της κατοχής χόντραιναν κι οι ποιητές μάζευαν αποτσίγαρα στη μέση του δρόμου, - αχ, έπρεπε να ζήσουμε - δεν είταν βολετό ν' αφήσουμε στη μέση τ 'όνειρο μας και το τραγούδι μας.
Κι όλη τη νύχτα το ντουφεκίδι και τα κλεφτοφάναρακι ο μασκοφορεμένος στη συνοικία - «εσύ, κι εσύ, κι εσύ» - κι η ριπή κι η κραυγή ανοίγοντας ένα πηγάδι σιγαλιά στο σκοτάδι κι οι αναποδογυρισμένες καρέκλες και τα ξηλωμένα στρώματα — στο υπόγειο, στο υπόγειο — πίσω απ’ την παλιά ντουλάπα, δυο στυλωμένα μάτια στη νύχτα
******************
Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Έριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο
κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος.
Όπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος.
Τραβάει πιο πάνου να στήσει τοπ ταμπούρι του.
Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Η Αθήνα απόμεινε έρημη.
Κλεισμένα τα γραφεία του κόμματος, κλεισμένα τα γραφεία του ΕΑΜ
Κλεισμένα τα σπίτια, κλεισμένα τα στόματα, κλεισμένες οι καρδιές.
Κατέβηκαν οι σημαίες απ’ τα μπαλκόνια.
Κι η οδός Σταδίου μετονομάστηκε σε οδό Τσώρτσιλ.
…Οι γειτονιές είναι έρημες. Είναι γυμνές οι γειτονιές.
Τα σπίτια είναι καμένα. Κείνο το ηρώο με τις ασβεστωμένες πέτρες
που κουβάλαγαν οι γριούλες έγινε στάχτη τώρα. Τον ξύλινο σταυρό
με τα πολλά ονόματα των λαϊκών ηρώων τον κάψαν στην πλατεία.
Μονάχα το κράνος το ελασίτικο δεν έλιωσε στη φλόγα-
απόμεινε πεταμένο στο δρόμο της έρημης γειτονιάς.
Μα εμείς θυμόμαστε τα ονόματα… Έβαλε ο Λαός τούτα τα ονόματα
στην καρδιά του… Έτσι νικήσαμε, Τομ, τους Γερμανούς-
με τούτα τα χέρια της κυρα- Λένης, με τούτη τη φούστα της κυρα- Καλής
με τούτα τα θλιμμένα αστέρια του Αλέκου, με τούτα τα γαλάζια μάτια του Βάσου
με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτο το χωνί, με τούτο το τραγούδι
με τούτο το χελιδόνι, με τούτα τα αγκάθια, με τούτη την ελπίδα των συντρόφων…
έτσι θα σας νικήσουμε και σας, τους τελευταίους εχθρούς μας
για να ανασάνει ο ήλιος μας μέσα στις γειτονιές του κόσμου…
δεν κάναμε τίποτα κ. Τσώρτσιλ. Τι να σκοτώσεις; Πόσους να σκοτώσεις;
Τούτη η πολιτεία δε χαμπαρίζει το θάνατο…!
Δημοσίευση σχολίου