Θάφτηκε αγκαλιά με τον αγαπημένο του μπαγλαμά, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. στο Νεκροταφείο της Αναστάσεως στο Κερατσίνι.
Μπορεί να μην άφησε μεγάλη δισκογραφία (μόνο 17 τραγούδια του έχουν ηχογραφηθεί σε δίσκους 78 στροφών), αλλά θεωρείτε ότι υπήρξε ο πρώτος μουσικός που ξεκίνησε ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα.
Αν και δεν καταγόταν από μουσική οικογένεια, λέγεται ότι το πάθος του για την μουσική το απέκτησε στις συναναστροφές του στα στρατιωτικά πειθαρχεία, όπου λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του, βρέθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της 10χρονης στρατιωτικής θητείας. (Υπηρέτησε τόσο ,μεγάλο διάστημα από το 1909 ως το 1919 γιατί υπήρξε μα ταραγμένη εποχή με Βαλκανικούς πολέμους, για να ακολουθήσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και εσωτερικός διχασμός). Κατά την θητεία του αναφέρεται ότι ήρθε σε επαφή με την μουσική, μαθαίνοντας μπαγλαμά (συνηθιζόταν το συγκεκριμένο όργανο γιατί ήταν βολικό λόγω μεγέθους).
Μετά την αποστράτευση του ασχολήθηκε με μια σειρά δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει - σαν εμπειρικός οδοντογιατρός, πωλητής διαφόρων προϊόντων και αυτοσχέδιων φαρμάκων κ.α-
Στα μέσα της δεκαετίας του '20 άνοιξε το χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν» στο ισόγειο του σπιτιού του. Στο χώρο αυτό, ο Μπάτης δίδασκε «Νότες, μπουζούκι, μπαγλαμάς, ευρωπαϊκοί χοροί, ταγκό, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι κλπ.». Ταυτόχρονα το στέκι αυτό ήταν ένα χασισοποτείο -τότε ήταν νόμιμη η χρήση του χασίς-.
Επίσης ο Μπάτης λειτούργησε κατά καιρούς πλήθος από καφενεδάκια τα οποία άνοιγε και έκλεινε, με πιο γνωστό το «Καφενείον Ζώρζ Μπατέ» το 1931 στα Λεμονάδικα (ακτή Τζελέπη) όπου σύχναζαν όλοι οι γνωστοί ρεμπέτες που ασχολούταν με το τραγούδι. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Ανέστης Δελιάς, ο Μουφλουζέλης, ο γερο-Κερομύτη κ.αΣτην ιστορία έμεινε και η ρεμπέτικη κομπανία «Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», που ίδρυσε ο Γ. Μπάτης μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρης τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή,
Σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937 αρνούμενος να υποβάλλεται στην λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγύριζε στα ταβερνάκια και τα καφενεία του Πειραιά παίζοντας για τις παρέες. Ακόμα και η εμφάνισή του ήταν πάντα άριστη, εις ανάμνηση της παράδοσης των κουτσαβάκηδων του περασμένου αιώνα. Φορούσε πάντα τα μαύρα, γυαλιστερά, ψηλοτάκουνα στιβάλια του, μαύρο κουστούμι, λευκό πουκάμισο, το χειμώνα μακρύ μαύρο παλτό, επιμελημένο μουστάκι και κόμη, και φυσικά μαύρο σκληρό καπέλο. Διατηρούσε συλλογή μουσικών οργάνων στα οποία υπήρχαν 5 μπουζούκια, μια κιθάρα, μια λατέρνα και 17 μπαγλαμάδες (σε άλλες πηγές αναφέρεται μικρότερος αριθμός) με ονόματα γραμμένα στην κεφαλή τους. Είχε δωρίσει μερικούς μπαγλαμάδες σε πρόσωπα που εκτιμούσε, ενώ σε μια φωτογραφία εμφανίζεται κρατώντας ένα ukulele (παραδοσιακό χαβανέζικο κιθαρόνι).
Δημοσίευση σχολίου