Για να προσεγγίσουμε το θέμα, δηλαδή ποια μπορεί να είναι η παρέμβαση του εκπαιδευτικού για να υπάρξει η ουσιαστική ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία ενός παιδιού, άσχετα ποια είναι η φυλετική και οικονομική του προέλευση και ξεπερνώντας τις ιδιαιτερότητες –διάπλασης, ψυχοσύνθεσης, κουλτούρας κ.λ.π- πρέπει να δούμε την φύση και τον προορισμό της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό.
Στις κοινωνίες όπου υπάρχουν ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις, με διαμετρικά αντίθετα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα, η τάξη που κυριαρχεί οικονομικά και πολιτικά, κυριαρχεί και ιδεολογικά, πνευματικά, καθορίζει το περιεχόμενο, τους σκοπούς, τον προσανατολισμό, την οργάνωση της Παιδείας, της Εκπαίδευσης, της Αγωγής, μετατρέπει τα σχολικά και μορφωτικά ιδρύματα σε μέσο για την υπεράσπιση της εξουσίας και των ταξικών της συμφερόντων.
Στον καπιταλισμό, η Παιδεία υποτάσσεται στα συμφέροντα της αστικής τάξης, η διαδικασία της εκπαίδευσης και αγωγής έχει ως κεντρικό σκοπό τη δημιουργία ανθρώπων ικανών για εργασία, αλλά υποταγμένων, που να δέχονται τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Φυσικά η εικόνα που θέλει να παρουσιάσει προς τα έξω το αστικό κράτος είναι εντελώς διαφορετική.
Οσο πιο πολιτισμένο είναι το αστικό κράτος, τόσο πιο καλά περνάει την προπαγάνδα του, ισχυριζόμενο ότι το σχολείο μπορεί να βρίσκεται έξω από την πολιτική και να υπηρετεί την κοινωνία στο σύνολό της.
Στην πραγματικότητα το σχολείο, η εκπαιδευτική διαδικασία γενικά είναι ολοκληρωτικά όργανο ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, είναι πέρα για πέρα διαποτισμένο με το αστικό πνεύμα της κάστας, έχει σκοπό να προσφέρει στους καπιταλιστές πειθήνιους υποψήφιους και επιδέξιους εργάτες. Το σχολείο έξω από τη ζωή, έξω από την πολιτική είναι ψέμα και υποκρισία.
Μια τηλεγραφική ματιά στην δικιά μας ιστορία επιβεβαιώνει απολύτως αυτή την τοποθέτηση.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το παπαδαριό προμήθευε τον κατακτητή με μορφωμένα στελέχη που σπούδαζε στο Φανάρι.
Μετά την απελευθέρωση, στα 1834, υπήρξε ο πρώτος νόμος για την Δημοτική Εκπαίδευση. Αυτός ορίζει τρεις τύπους δασκάλων που αναλογούν σε διαφορετικούς μορφωτικούς τύπους σχολείων. Όπως έγραψαν δύο μελετητές της περιόδου εκείνης: "Οι δάσκαλοι της τελευταίας ποιότητας ήταν προορισμένοι να μορφώνουνε παιδιά του λαού και διορίζονταν στα πιο μακρινά χωριά του Κράτους, οι δε σοφότεροι και καλύτεροι διορίζονταν στις πρωτεύουσες των νομών και διδάσκανε τα παιδιά των εύπορων αστών και της αριστοκρατίας".
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις στις δεκαετίες που ακολούθησαν και σφράγισαν την ταξική φύση της εκπαίδευσης στην χώρα μας αλλά θα ξεφεύγαμε από το θέμα μας.
Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι η τυπικά δωρεάν παιδεία σ' όλες τις βαθμίδες θεσμοθετήθηκε στη χώρα μας μόλις το 1964, και φυσικά από τότε έμεινε στα χαρτιά. Δωρεάν ουσιαστική παιδία δεν υπήρξε ποτέ και ούτε μπορεί στον καπιταλισμό.
Ερχόμαστε τώρα στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο εκπαιδευτικός σ’ αυτή την διαδικασία.
Σίγουρα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι εκπαιδευτική μεγάλωσαν και σπούδασαν στην καπιταλιστική κοινωνία, με πρότυπα και τρόπο ζωής που προβάλλει η αστική τάξη. Λογικό είναι να εμφορούνται οι περισσότεροι με την καθεστηκυία αντίληψη.
Υπήρξαν και υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις με τεράστια προσφορά –Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος, Μανώλης Τριανταφυλλίδης κλπ- αλλά η παρουσία τους είναι για να επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Αλλά ακόμα και να υποθέσουμε ότι ο εκπαιδευτικός είναι εμπνευσμένος, δεν κουβαλάει αντιδραστικές ιδεοληψίες και βαρίδια, ποιες είναι οι δυνατότητες του στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα;
Πώς θα εντάξει τον μαθητή σε μια εκπαιδευτική διαδικασία όπου δεν θα τονίζεται το εγώ, αλλά το εμείς, θα του προσφέρει ολόπλευρη μόρφωση απευθυνόμενος σε μια προσωπικότητα και όχι σε ένα μαθητικό σώμα;
Όταν το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα καλλιεργεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των μαθητών, όταν η δημόσια παιδεία δεν είναι παρά το συμπλήρωμα της παραπαιδείας, όταν ο ίδιος ο εκπαιδευτικός αντιμετωπίζει βιοποριστικά προβλήματα, λόγω των άθλιων αποδοχών που έχει και αναγκάστηκα μπαίνει στην λούμπα των «ιδιαίτερων», ποια είναι η δυνατότητα του, αντικειμενικά να είναι Δάσκαλος και όχι ένας βαριεστημένος δημόσιος υπάλληλος;
Αντε και να υποθέσουμε ότι κάποιος εκπαιδευτικός έχει την δυνατότητα όλους αυτούς τους ανασταλτικούς παράγοντες να τους ξεπερνά.
Μπορεί μέσα στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα να ευδοκιμήσει η έμπνευση του, η αγάπη του για τα παιδιά η συναίσθηση του ρόλου του σαν εκπαιδευτικού;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Και δεν χρειάζεται περισσότερα επιχειρήματα για να τεκμηριώσουμε αυτή μας την εκτίμηση αρκεί να θυμηθούμε την ιστορία με τους εκπαιδευτικούς στο 132 σχολείο της Γκράβας.
Και μέχρι τώρα μιλάμε για την ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία «φυσιολογικών» παιδιών.
Ποιες είναι οι δυνατότητες του εκπαιδευτικού να εντάξει στο μαθητικό σύνολο ένα παιδί που έχει κάποια ιδιαιτερότητα»; Ένα παιδί που πάσχει από σωματική ή ψυχικά αναπηρία π.χ.
Ακόμα και αν διαθέτει την επιστημονική κατάρτιση –πράγμα σπάνιο- ποιες είναι οι υποδομές που έχει το εκπαιδευτικό σύστημα μας για να δώσει την δυνατότητα σ’ αυτά τα παιδιά να νιώσουν ισότητα με τους συμμαθητές τους; Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα παιδιά που προέρχονται από μειονότητες ή έχουν καταγωγή από γονείς οικονομικούς πρόσφυγες.
Με δυο λόγια το σχολείο δεν είναι ξεκομμένο απ’ την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που επικρατεί.
Αυτοί που έχουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους έχουν και την δυνατότητα να καθορίζουν την εκπαίδευση με τέτοιο τρόπο ώστε να διαιωνίζεται η κυριαρχία τους. Ο αγώνας για αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος στην κατεύθυνση να προσφέρει ολόπλευρη μόρφωση στα παιδιά του ελληνικού εργαζόμενου λαού είναι συνυφασμένος με τον αγώνα για αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Δημοσίευση σχολίου