Πηγή: Παναγιώτης Μαυροειδής* - Αριστερό μπλόκ
Το κλασικό ερώτημα σε ένα συνέδριο κομμουνιστικής οργάνωσης είναι ‘’Σε τι εποχή βρισκόμαστε;’’
Τη δεκαετία του 70, ένας κομμουνιστής θα απαντούσε ‘’είμαστε σε εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό’’. Και μόνο η ταπείνωση των αμερικανών από το λαό του Βιετνάμ θα αρκούσε για αυτή την πεποίθηση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι αγώνας για εθνική αξιοπρέπεια ενάντια στον ιμπεριαλισμό, κάθε άλλο παρά ταυτιζόταν με τον κομμουνισμό.
Στη δεκαετία του 90, θα προλάβαινε να απαντήσει πρώτος ο …Φουκογιάμα, κηρύσσοντας το ‘’τέλος της ιστορίας’’, των μεγάλων αφηγήσεων και των κοινωνικών μετασχηματισμών.
Ο καπιταλισμός ανακηρυσσόταν περίπου ως αιώνιο σύστημα και αυτός ο ισχυρισμός είχε τότε ένα θορυβώδη αντικειμενικό τόνο. Περίπου σα να είχε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα ως σύμμαχό του τους νόμους της φύσης. Μα και την ίδια την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, η οποία ήταν –δήθεν- συμβατή μόνο με τον ανταγωνισμό και το κυνηγητό του κέρδους.
Σήμερα λοιπόν ‘’σε ποια εποχή είμαστε;’’
Σε ‘’εποχή των μεγάλων κινδύνων αλλά και νέων επαναστατικών δυνατοτήτων’’, αναφέρεται στις Θέσεις για το Τρίτο Συνέδριο του ΝΑΡ.
Τι είναι αυτό τώρα; Παρηγοριά ή σκόπιμη ασάφεια;
Και όμως υπάρχουν και οι δύο όψεις στην εποχή μας.
Απο τη μια είναι αυτή η κοινωνική και πολιτική αντεπανάσταση που είναι σε εξέλιξη γύρω μας.
Δεν είναι ανάγκη να δούμε το παράνομο κράτος και το φασισμό για να το συνειδητοποιήσουμε. Είναι που βλέπουμε το ίδιο το κράτος, το κύριο και βασικό κόμμα της αστικής τάξης σε κάθε εποχή, να κηρύσσει ένα ανελέητο κοινωνικό πόλεμο.
Αυτή η υπεραντιδραστική στροφή είναι η φυσική κατάληξη σε πολιτικό επίπεδο ενός νέου κοινωνικού εργασιακού μοντέλου, όπου ο εργαζόμενος δεν έχει κοινωνικά δικαιώματα, δεν έχει κανένα σημείο αφετηρίας. Και αυτό είναι μια ευρωπαϊκή και διεθνής εικόνα, ειδικά για τον υπερ-αναπτυγμένο καπιταλισμό.
Δεν αμφισβητούνται μόνο τα δικαιώματα, αλλά και το ‘’δικαίωμα να έχεις δικαιώματα’’, δηλαδή να παλεύεις για αυτά.
Πράγμα που σημαίνει, όχι μόνο επίθεση για να κλαπεί ο μισθός, αλλά και για να τεθεί εκτός νόμου ο αγώνας, η απεργία, το έξω από την ΕΕ, ο άλλος δρόμος, η αντίσταση και φυσικά η επανάσταση για ένα άλλο κόσμο.
Από την άλλη, είναι τα επαναστατικά κύματα. Αυτά που ξεσπούν αδιάκοπα και ελπιδοφόρα, χωρίς να νικούν. Αυτά που καθηλώνονται χωρίς να ηττώνται. Σε όλο τον κόσμο, από την Αραβία, έως τη νότια Ευρώπη. Από τις εργατικές απεργίες στην Κίνα, έως τα πειράματα της Λατινικής Αμερικής.
Μη μας φαίνεται παράξενο. Ειδικά σε εποχές κρίσης, αναπτύσσονται με ασύλληπτη ταχύτητα δύο αντίρροπες τάσεις. Τόσο η επαναστατική όσο και η αντεπαναστατική όψη των πραγμάτων.
Ο Λένιν λίγους μήνες πριν την επανάσταση του Φλεβάρη στη Ρωσία, έγραφε πως ‘’εμείς επανάσταση δε θα ζήσουμε, αλλά θα ζήσουν τα παιδιά μας’’, που σημαίνει ότι υπήρχαν πολλά μαύρα σύννεφα και σε εκείνη την εποχή που εμείς ίσως τη θεωρούμε ανέφελη επαναστατική άνοιξη. Μα και ο Τρότσκι 20 σχεδόν χρόνια αργότερα, γράφοντας για το φασισμό, αναφέρει πως κάλλιστα, χωρίς τη νίκη των μπολσεβίκων, θα μπορούσε να είχε παιχτεί το δράμα του φασισμού, ακριβώς τότε στη Ρωσία και όχι στη Γερμανία αργότερα.
Αλλά γιατί πάμε πίσω και μακριά;
Μήπως δεν έχουμε και το δικό μας 4χρονο πλέον κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, όπου αναπτύχτηκαν παράλληλα τόσο μια αριστερόστροφη λαϊκή δυναμική όσο και η ανάδυση του ναζισμού; Καθόλου φυσικά δεν υιοθετούμε τη συλλογιστική του ΚΚΕ πως εκείνο που γέννησαν οι πλατείες ήταν αποκλειστικά η Χρυσή Αυγή.
Ας θυμηθούμε τα λόγια του Μπρεχτ.
‘’Δεν θα έπρεπε η ανθρωπότητα, μπροστά στις τόσες μηχανές και τεχνικές προόδους που της ευκολύνουν τη ζωή, να νιώθει το ρόδινο φως, το δροσερό πρωινό αγέρι να σημαίνει τον ερχομό ευλογημένων εποχών; Γιατί, λοιπόν, είναι όλα τριγύρω τόσο γκρίζα, γιατί τούτη η κολασμένη θύελλα που σκοτώνει, καθώς λένε, και νεκρούς;’’
Ευθύς αμέσως θα δώσει την δική του απάντηση:
‘’Όταν η κυρίαρχη τάξη σαπίζει, τότε η σαπίλα κυριαρχεί.’’
Είμαστε σε τέτοια εποχή ακριβώς!
Το έδαφος αυτής της σφοδρής αναμέτρησης που μας υπερβαίνει, είναι η δομική, συστημική κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο την έξαρση του 2007-2013. Αλλά και στη μετάβαση της γενικής ιστορικής κρίσης σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, όπου συνενώνονται, η οικονομική κρίση με την οικολογική απειλή, την εξάντληση των φυσικών πόρων, μα και με τη νέα γεω-στρατηγική ανισορροπία και ανταγωνισμό που ξαναφέρνουν και πάλι στο προσκήνιο τον εφιάλτη του πολέμου.
Ναι είμαστε και σε μια νέα εποχή, μιας νέας μετάβασης.
Στην εποχή του τέλους των θεωριών για το ‘’τέλος της ιστορίας’’. Η ιστορία είναι ξανά ανοιχτή σε προτάσεις.
Στις Θέσεις διατυπώνεται ένας σημαντικός ισχυρισμός: Η κατάληξη αυτής της διαπάλης δεν μπορεί να είναι μια επιστροφή στον καπιταλισμό του ‘’χτες’’ και δε μπορεί να είναι αυτός ο στόχος μας.
Βρισκόμαστε σε μια ιστορική διχάλα. Είτε μετάβαση σε ένα υπεραντιδραστικό καπιταλισμό του ‘’προχθές’’, είτε μετάβαση σε μια ολότελα νέα εποχή, που εμείς θέλουμε να είναι σύγχρονα κομμουνιστική.
Γράφει κάπου ο Μαρξ, ότι ‘’η σημαία που σηκώνει μια επανάσταση τη μέρα της νίκης της, είναι πολύ διαφορετική από αυτή που σηκώθηκε τη στιγμή της αφετηρίας της’’.
Χρειαζόμαστε επομένως μια ενιαία αφήγηση.
Πρέπει να φανταστούμε τη ‘’σημαία τη στιγμή της νίκης’’. Να συζητήσουμε για τον κομμουνισμό και την κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς αυτό να έχει καμία λογική ‘’τέλους’’.
Είναι ανάγκη, ταυτόχρονα, να στοχαστούμε σχετικά με τη ‘’σημαία τη στιγμή της αφετηρίας’’. Να αναζητήσουμε τους δρόμους που οδηγούν στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για κατάργηση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.
Αλλά –και αυτό είναι ίσως το πιο υποτιμημένο- πρέπει να συζητήσουμε για την ίδια την μετάβαση, τις τομές, αλλά και την τομή όλων των τομών, την επανάσταση. Διαφορετικά θα είμαστε σε ένα διαρκές βάδισμα προς ένα ορίζοντα που διαρκώς θα απομακρύνεται.
Στο σημείωμα αυτό παρουσιάζονται ορισμένες σκέψεις σχετικές με τον πρώτο άξονα των παραπάνω ερωτημάτων.
Στην Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης για το Τρίτο Συνέδριο του ΝΑΡ, τίθεται η ανάγκη για ένα νέο κομμουνιστικό πρόταγμα. Ως καθολική, γενική, ιστορική απάντηση στον καπιταλισμό της εποχής μας
Μήπως δεν είναι του παρόντος;
Μήπως το ζητούμενο είναι η άρνηση, η αντίσταση στη λαίλαπα;
Πως είναι δυνατόν να μιλάμε για κομμουνισμό, με τόσο βεβαρημένο παρελθόν του κομμουνισμού; Αλλά και ένα τόσο δυσφημιστικό παρόν, καθώς ο πιο φονικός καπιταλισμός όλων των εποχών αναγεννιέται στην δήθεν κομμουνιστική Κίνα;
Είναι βάσιμες οι ενστάσεις.
Ασφαλώς δεν εννοούμε την προσπάθεια για επαναθεμελίωση του κομμουνισμού, σε αντίθεση με την ανάγκη της αντίστασης. Ούτε σαν αντι-ιστορική κάθαρση του παρελθόντος.
Αλλά δεν ταιριάζει μια τέτοια αμυντική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα.
Αν αφήσουμε το πεδίο της προοπτικής, δεν μπορεί να κερδηθεί καμία μάχη στο σήμερα, στον παροντικό χρόνο. Και σήμερα θα παιχτούν πολλά.
Πριν την κατάρρευση του 1989 φαινόταν σα να γινόταν μια συζήτηση μεταξύ πολλών αγωνιστών, ‘’ποιον από τους εφικτούς δρόμους για τον κομμουνισμό να διαλέξουμε;’’
Όχι απλά υπήρχε η ελπίδα ενός άλλου μέλλοντος, αλλά υπήρχε και η αίσθηση ότι μπορεί να διαλέξεις εκδοχές αυτού του προοδευτικού μέλλοντος. Και ευρύτερα όμως γινόταν αυτή η συζήτηση και έμπαινε το ερώτημα: ‘’είναι άραγε ο κομμουνισμός μια καλύτερη λύση έναντι του καπιταλισμού και υπό ποιες προϋποθέσεις;’’
Για να μπαίνει όμως αυτό το ερώτημα έπρεπε η κομμουνιστική πρόταση να υπάρχει, να είναι διατυπωμένη. Αλλά και να είναι υπαρκτή, μέσα από τη δράση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Και ήταν, μέσα σε όλα τα λάθη, τις αμφισημίες, τις τραγωδίες.
Μετά την κατάρρευση, που έγινε ορατή το 1989, αλλά ήταν μια διαδικασία που είχε εκκινήσει πολύ νωρίτερα, άλλαξαν πολλά πράγματα.
Απο την ελπίδα για ένα άλλο μέλλον, πήγαμε στο φόβο για μετάβαση στο παρελθόν.
Η αποδόμηση του κομμουνισμού ως μιας εναλλακτικής απάντησης, έγινε στοιχείο άμεσης πολιτικής αντιπαράθεσης, τροφοδότησε την αστική αντεπανάσταση. Η αστική ιδεολογία αναστηλώθηκε ισχυρά με βεβαιότητες αιωνιότητας του καπιταλισμού, έχοντας απέναντί της μόνο αμυντικούς τόνους του τύπου ‘’ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός’’ ή ξεθυμασμένα λάβαρα ενός αποτυχημένου στην συνείδηση των μαζών ‘’σοσιαλισμού που γνωρίσαμε’’.
Σήμερα, αυτός ο κατηγορηματικός τόνος των απολογητών του καπιταλισμού έχει ατονήσει. Με μια έννοια ζούμε το 1989 του ‘’υπαρκτού καπιταλισμού’’. Τουλάχιστον σε ότι αφορά την κατάρρευση των βεβαιοτήτων του.
Μπορούμε λοιπόν, αλλά και είμαστε υποχρεωμένοι, να διατυπώσουμε ξανά την πρότασή μας σε αυτή την ιστορική εποχή.
Για να μπορέσει να γίνει εκ νέου ο κομμουνισμός ζωντανό ερώτημα και άξονας συζήτησης και πριν απαντηθεί το ερώτημα της εφικτότητας, ο κομμουνισμός πρέπει να συγκροτηθεί ξανά ως αφήγηση, ως εικόνα.
Η ιδέα αυτή τρομάζει αρκετούς. Και είναι εύλογα τα επιχειρήματα. ‘’Θα προδιαγράψουμε το μέλλον;’’. ‘’Μήπως απεικονίσουμε απλά ένα καλύτερο καπιταλισμό ή ένα ηπιότερο σταλινισμό;’’
Στεκόμαστε με σεβασμό σε αυτές τις αιτιάσεις.
Πιστεύουμε όμως πως αν δε φανταστούμε μια άλλη πραγματικότητα, αποκλείεται να την προσεγγίσουμε.
Δε μπορούμε βέβαια να δράσουμε με βάση τις επιθυμίες μας
Το να επιθυμείς κάτι δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται και να υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις, αλλά και πολύ σκληρή δουλειά.
Αν όμως δε στοχεύεις σε κάτι, τότε είναι βέβαιο ότι δε θα το φτάσεις ποτέ, όσες ‘’ώριμες’’ αντικειμενικές συνθήκες και αν υπάρχουν, ακόμη και με τριπλή δουλειά.
Χρειάζεται λοιπόν μια σύγχρονη κομμουνιστική αφήγηση σε τρόπο ώστε να αποτελεί πυξίδα, αλλά και μέτρο της ταξικής πολιτικής διαπάλης.
Πρόκειται για άμεση πολιτική ανάγκη και όχι γενική ιδεολογική υποχρέωση. Ας θυμηθούμε λίγο την εμπειρία της τετραετίας αυτής, ειδικότερα την σφοδρή αντιπαράθεση στις διπλές εκλογές του 2012. Όταν η αστική τάξη μειονεκτούσε στο πεδίο της μνημονιακής συγκυρίας και της τακτικής, κατέφευγε στο πεδίο της στρατηγικής για να βρει υπεροχή. Και δυστυχώς εύρισκε, καθώς η αριστερά κάθε άλλο ήταν έτοιμη να σηκώσει ένα ερώτημα του τύπου ‘’έξω από την ΕΕ τι;’’ και πολύ περισσότερο ‘’έξω από τον καπιταλισμό τι;’’.
Δεν προσεγγίζουμε ωστόσο τον κομμουνισμό ως μια ‘’ιδέα’’, αλλά ως ένα συνδυασμό θεωρητικών αναλύσεων, αντικαπιταλιστικής κριτικής, πολιτικών πρακτικών, τρόπων οργάνωσης και κοινωνικής δράσης, ώστε να συγκροτείται ως ‘’κίνημα κατάργησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων’’.
Μιλάμε για μια κομμουνιστική πολιτική πάντοτε αγκυρωμένη σε κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής, αλλά που θα αναζητά όχι μόνο τη χαραμάδα, αλλά και το ανοιχτό πεδίο, θα αξιώνει τη διαφορετική ζωή.
Ο κομμουνισμός εκκινεί ως κριτική και ως απάντηση στον καπιταλισμό για να βαδίσει και παραπέρα. Ο καπιταλισμός όμως διαρκώς αλλάζει. Και μαζί του αλλάζει και η κομμουνιστική πρόταση. Δεν έχει ένα υπερ-ιστορικό και αμετάβλητο χαρακτήρα. Για αυτό ακριβώς μιλάμε για κομμουνιστική επαναθεμελίωση και όχι από γενική διάθεση μοντερνισμού.
Ας θυμηθούμε τι ήταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: Μοντέρνα κριτική του καπιταλισμού της εποχής του, αλλά και ‘’κριτική των κριτικών’’ των άλλων σοσιαλιστικών ρευμάτων.
Προτείνουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε με τον ίδιο τρόπο. Μια σύγχρονη κομμουνιστική πρόταση νοηματοδοτείται ξανά μέσα από τη αναγνώριση των βασικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αλλά απαιτείται και η διαρκής επαναθεμελίωση του εαυτού της, η κριτική και αυτοκριτική στην ιστορική της πορεία.
Ο κομμουνισμός έχει ψηλά το αίτημα της ισότητας και της δικαιοσύνης, αλλά δεν περιορίζεται στην ολοκλήρωση μιας ξεχασμένης αστικής διακήρυξης, πολύ περισσότερο όταν αυτή κατανοείται κυρίως στο επίπεδο της ‘’κοινωνίας των πολιτών’’, της κυκλοφορίας και της διανομής του πλούτου.
Ο κομμουνισμός, ναι, δίνει έμφαση όχι στον πλούτο γενικά, αλλά στη δίκαιη μοιρασιά του, στην γενικευμένη κοινοκτημοσύνη, αλλά δεν περιορίζεται ούτε σε αυτό.
Διεκδικούμε την ίδια την αλλαγή του χαρακτήρα, του σκοπού της εργασίας. Αυτό απαιτεί κάτι περισσότερο από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, που αποτελεί όντως ένα από τα βάθρα των στοχεύσεων μας.
Διεκδικούμε την διπλή απελευθέρωση του χρόνου, τόσο με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου προς όφελος του χρόνου της πολιτιστικής δραστηριότητας, αλλά και την αλλαγή του εργάσιμου χρόνου, με πλήρη εργατική δημοκρατία στην παραγωγή, αλλά και στην κοινωνική ζωή γενικά.
Το σπουδαιότερο είναι ότι υπάρχουν ασύγκριτες δυνατότητες για όλα αυτά σήμερα (τεχνολογία, παραγωγικότητα της εργασίας, συνεργατικότητα παραγωγής, επικοινωνία κλπ). Δυνατότητες που καταπνίγονται ή διαστρέφονται στο βωμό του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Αρκεί να δούμε το ζήτημα της απασχόλησης που είναι η μεγάλη μάστιγα της εποχής μας για να συγκρίνουμε τους δύο δρόμους. Από τη μια η δυνατότητα να δουλεύουν όλοι και με λιγότερο και ανετότερο χρόνο εργασίας. Από την άλλη η πραγματικότητα, να δουλεύουν οι μισοί ως δούλοι και οι άλλοι να απορρίπτονται ως απόβλητα.
Οι αντίπαλοι μας ισχυρίζονται ότι ‘’κομμουνισμός σημαίνει όλοι ίδιοι, ισοπεδωμένοι, εργάτες, άνθρωποι οκνηροί χωρίς κίνητρο. Με άλλα λόγια, ο θάνατος για τους εργατικούς, δημιουργικούς καινοτομικούς ανθρώπους’’.
Ο κομμουνισμός ωστόσο δεν έχει τίποτα το κοινό με τον τυπικό εξισωτισμό. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η βασική αρχή του κομμουνισμού είναι ‘’από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του’’. Καμία ισοπέδωση λοιπόν, τόσο στο σκέλος της προσφοράς, όσο και της απόλαυσης. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια γενικότερη πολιτιστική επανάσταση που θα καταργεί τον άνθρωπο ιδιώτη και καταναλωτή και θα αναδιατάσσει την έννοια της προσφοράς και της απόλαυσης με συλλογικό τρόπο, αλλά και σε νέα σχέση με τη φύση και το περιβάλλον. Πράγμα βέβαια καθόλου εύκολο. Μα ποιος είπε ότι ο κομμουνισμός θα είναι μια κοινωνία χωρίς αντιθέσεις;
Ούτε φυσικά ισχυριζόμαστε ότι ο κομμουνισμός θα είναι γλυκό ξύπνημα σε μια τέλεια κοινωνία μετά την οδύνη της επανάστασης.
Αντίθετα, μετά την συντριβή της αστικής εξουσίας με την αντικαπιταλιστική επανάσταση, ακολουθεί μια μακρά μεταβατική περίοδος. Με ισχύ και επιβίωση του αστικού δικαίου. Με τον καπιταλιστικό περίγυρο παρόντα, απειλητικό και διαβρωτικό. Το ερώτημα της κομμουνιστικής επικράτησης, του καθολικού κοινωνικού μετασχηματισμού και μαζί με αυτό της διεθνοποίησής του, απαντιέται μόνο με μια στρατηγική διαρκούς επανάστασης. Αλλά, δεν θα πρόκειται για μια πορεία στα τυφλά. Θα υπάρχει η πείρα της επανάστασης. Το όπλο της εργατικής εξουσίας και δημοκρατίας. Η απελευθέρωση της δημιουργικότητας της εργατικής τάξης και της κοινωνικής πλειονότητας. Και αυτό ακριβώς θα είναι το ‘’κλειδί’’ για τη στερέωση των βημάτων και την εμβάθυνση των καταχτήσεων.
* το κείμενο βασίζεται σε ομιλία σε εκδήλωση της οργάνωσης Σπουδάζουσας Ηρακλείου της νεολαίας ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ (21/10/2013) για το Τρίτο Συνέδριο του ΝΑΡ
Το κλασικό ερώτημα σε ένα συνέδριο κομμουνιστικής οργάνωσης είναι ‘’Σε τι εποχή βρισκόμαστε;’’
Τη δεκαετία του 70, ένας κομμουνιστής θα απαντούσε ‘’είμαστε σε εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό’’. Και μόνο η ταπείνωση των αμερικανών από το λαό του Βιετνάμ θα αρκούσε για αυτή την πεποίθηση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι αγώνας για εθνική αξιοπρέπεια ενάντια στον ιμπεριαλισμό, κάθε άλλο παρά ταυτιζόταν με τον κομμουνισμό.
Στη δεκαετία του 90, θα προλάβαινε να απαντήσει πρώτος ο …Φουκογιάμα, κηρύσσοντας το ‘’τέλος της ιστορίας’’, των μεγάλων αφηγήσεων και των κοινωνικών μετασχηματισμών.
Ο καπιταλισμός ανακηρυσσόταν περίπου ως αιώνιο σύστημα και αυτός ο ισχυρισμός είχε τότε ένα θορυβώδη αντικειμενικό τόνο. Περίπου σα να είχε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα ως σύμμαχό του τους νόμους της φύσης. Μα και την ίδια την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, η οποία ήταν –δήθεν- συμβατή μόνο με τον ανταγωνισμό και το κυνηγητό του κέρδους.
Σήμερα λοιπόν ‘’σε ποια εποχή είμαστε;’’
Σε ‘’εποχή των μεγάλων κινδύνων αλλά και νέων επαναστατικών δυνατοτήτων’’, αναφέρεται στις Θέσεις για το Τρίτο Συνέδριο του ΝΑΡ.
Τι είναι αυτό τώρα; Παρηγοριά ή σκόπιμη ασάφεια;
Και όμως υπάρχουν και οι δύο όψεις στην εποχή μας.
Απο τη μια είναι αυτή η κοινωνική και πολιτική αντεπανάσταση που είναι σε εξέλιξη γύρω μας.
Δεν είναι ανάγκη να δούμε το παράνομο κράτος και το φασισμό για να το συνειδητοποιήσουμε. Είναι που βλέπουμε το ίδιο το κράτος, το κύριο και βασικό κόμμα της αστικής τάξης σε κάθε εποχή, να κηρύσσει ένα ανελέητο κοινωνικό πόλεμο.
Αυτή η υπεραντιδραστική στροφή είναι η φυσική κατάληξη σε πολιτικό επίπεδο ενός νέου κοινωνικού εργασιακού μοντέλου, όπου ο εργαζόμενος δεν έχει κοινωνικά δικαιώματα, δεν έχει κανένα σημείο αφετηρίας. Και αυτό είναι μια ευρωπαϊκή και διεθνής εικόνα, ειδικά για τον υπερ-αναπτυγμένο καπιταλισμό.
Δεν αμφισβητούνται μόνο τα δικαιώματα, αλλά και το ‘’δικαίωμα να έχεις δικαιώματα’’, δηλαδή να παλεύεις για αυτά.
Πράγμα που σημαίνει, όχι μόνο επίθεση για να κλαπεί ο μισθός, αλλά και για να τεθεί εκτός νόμου ο αγώνας, η απεργία, το έξω από την ΕΕ, ο άλλος δρόμος, η αντίσταση και φυσικά η επανάσταση για ένα άλλο κόσμο.
Από την άλλη, είναι τα επαναστατικά κύματα. Αυτά που ξεσπούν αδιάκοπα και ελπιδοφόρα, χωρίς να νικούν. Αυτά που καθηλώνονται χωρίς να ηττώνται. Σε όλο τον κόσμο, από την Αραβία, έως τη νότια Ευρώπη. Από τις εργατικές απεργίες στην Κίνα, έως τα πειράματα της Λατινικής Αμερικής.
Μη μας φαίνεται παράξενο. Ειδικά σε εποχές κρίσης, αναπτύσσονται με ασύλληπτη ταχύτητα δύο αντίρροπες τάσεις. Τόσο η επαναστατική όσο και η αντεπαναστατική όψη των πραγμάτων.
Ο Λένιν λίγους μήνες πριν την επανάσταση του Φλεβάρη στη Ρωσία, έγραφε πως ‘’εμείς επανάσταση δε θα ζήσουμε, αλλά θα ζήσουν τα παιδιά μας’’, που σημαίνει ότι υπήρχαν πολλά μαύρα σύννεφα και σε εκείνη την εποχή που εμείς ίσως τη θεωρούμε ανέφελη επαναστατική άνοιξη. Μα και ο Τρότσκι 20 σχεδόν χρόνια αργότερα, γράφοντας για το φασισμό, αναφέρει πως κάλλιστα, χωρίς τη νίκη των μπολσεβίκων, θα μπορούσε να είχε παιχτεί το δράμα του φασισμού, ακριβώς τότε στη Ρωσία και όχι στη Γερμανία αργότερα.
Αλλά γιατί πάμε πίσω και μακριά;
Μήπως δεν έχουμε και το δικό μας 4χρονο πλέον κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, όπου αναπτύχτηκαν παράλληλα τόσο μια αριστερόστροφη λαϊκή δυναμική όσο και η ανάδυση του ναζισμού; Καθόλου φυσικά δεν υιοθετούμε τη συλλογιστική του ΚΚΕ πως εκείνο που γέννησαν οι πλατείες ήταν αποκλειστικά η Χρυσή Αυγή.
Ας θυμηθούμε τα λόγια του Μπρεχτ.
‘’Δεν θα έπρεπε η ανθρωπότητα, μπροστά στις τόσες μηχανές και τεχνικές προόδους που της ευκολύνουν τη ζωή, να νιώθει το ρόδινο φως, το δροσερό πρωινό αγέρι να σημαίνει τον ερχομό ευλογημένων εποχών; Γιατί, λοιπόν, είναι όλα τριγύρω τόσο γκρίζα, γιατί τούτη η κολασμένη θύελλα που σκοτώνει, καθώς λένε, και νεκρούς;’’
Ευθύς αμέσως θα δώσει την δική του απάντηση:
‘’Όταν η κυρίαρχη τάξη σαπίζει, τότε η σαπίλα κυριαρχεί.’’
Είμαστε σε τέτοια εποχή ακριβώς!
Το έδαφος αυτής της σφοδρής αναμέτρησης που μας υπερβαίνει, είναι η δομική, συστημική κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο την έξαρση του 2007-2013. Αλλά και στη μετάβαση της γενικής ιστορικής κρίσης σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, όπου συνενώνονται, η οικονομική κρίση με την οικολογική απειλή, την εξάντληση των φυσικών πόρων, μα και με τη νέα γεω-στρατηγική ανισορροπία και ανταγωνισμό που ξαναφέρνουν και πάλι στο προσκήνιο τον εφιάλτη του πολέμου.
Ναι είμαστε και σε μια νέα εποχή, μιας νέας μετάβασης.
Στην εποχή του τέλους των θεωριών για το ‘’τέλος της ιστορίας’’. Η ιστορία είναι ξανά ανοιχτή σε προτάσεις.
Στις Θέσεις διατυπώνεται ένας σημαντικός ισχυρισμός: Η κατάληξη αυτής της διαπάλης δεν μπορεί να είναι μια επιστροφή στον καπιταλισμό του ‘’χτες’’ και δε μπορεί να είναι αυτός ο στόχος μας.
Βρισκόμαστε σε μια ιστορική διχάλα. Είτε μετάβαση σε ένα υπεραντιδραστικό καπιταλισμό του ‘’προχθές’’, είτε μετάβαση σε μια ολότελα νέα εποχή, που εμείς θέλουμε να είναι σύγχρονα κομμουνιστική.
Γράφει κάπου ο Μαρξ, ότι ‘’η σημαία που σηκώνει μια επανάσταση τη μέρα της νίκης της, είναι πολύ διαφορετική από αυτή που σηκώθηκε τη στιγμή της αφετηρίας της’’.
Χρειαζόμαστε επομένως μια ενιαία αφήγηση.
Πρέπει να φανταστούμε τη ‘’σημαία τη στιγμή της νίκης’’. Να συζητήσουμε για τον κομμουνισμό και την κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς αυτό να έχει καμία λογική ‘’τέλους’’.
Είναι ανάγκη, ταυτόχρονα, να στοχαστούμε σχετικά με τη ‘’σημαία τη στιγμή της αφετηρίας’’. Να αναζητήσουμε τους δρόμους που οδηγούν στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για κατάργηση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.
Αλλά –και αυτό είναι ίσως το πιο υποτιμημένο- πρέπει να συζητήσουμε για την ίδια την μετάβαση, τις τομές, αλλά και την τομή όλων των τομών, την επανάσταση. Διαφορετικά θα είμαστε σε ένα διαρκές βάδισμα προς ένα ορίζοντα που διαρκώς θα απομακρύνεται.
Στο σημείωμα αυτό παρουσιάζονται ορισμένες σκέψεις σχετικές με τον πρώτο άξονα των παραπάνω ερωτημάτων.
Στην Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης για το Τρίτο Συνέδριο του ΝΑΡ, τίθεται η ανάγκη για ένα νέο κομμουνιστικό πρόταγμα. Ως καθολική, γενική, ιστορική απάντηση στον καπιταλισμό της εποχής μας
Μήπως δεν είναι του παρόντος;
Μήπως το ζητούμενο είναι η άρνηση, η αντίσταση στη λαίλαπα;
Πως είναι δυνατόν να μιλάμε για κομμουνισμό, με τόσο βεβαρημένο παρελθόν του κομμουνισμού; Αλλά και ένα τόσο δυσφημιστικό παρόν, καθώς ο πιο φονικός καπιταλισμός όλων των εποχών αναγεννιέται στην δήθεν κομμουνιστική Κίνα;
Είναι βάσιμες οι ενστάσεις.
Ασφαλώς δεν εννοούμε την προσπάθεια για επαναθεμελίωση του κομμουνισμού, σε αντίθεση με την ανάγκη της αντίστασης. Ούτε σαν αντι-ιστορική κάθαρση του παρελθόντος.
Αλλά δεν ταιριάζει μια τέτοια αμυντική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα.
Αν αφήσουμε το πεδίο της προοπτικής, δεν μπορεί να κερδηθεί καμία μάχη στο σήμερα, στον παροντικό χρόνο. Και σήμερα θα παιχτούν πολλά.
Πριν την κατάρρευση του 1989 φαινόταν σα να γινόταν μια συζήτηση μεταξύ πολλών αγωνιστών, ‘’ποιον από τους εφικτούς δρόμους για τον κομμουνισμό να διαλέξουμε;’’
Όχι απλά υπήρχε η ελπίδα ενός άλλου μέλλοντος, αλλά υπήρχε και η αίσθηση ότι μπορεί να διαλέξεις εκδοχές αυτού του προοδευτικού μέλλοντος. Και ευρύτερα όμως γινόταν αυτή η συζήτηση και έμπαινε το ερώτημα: ‘’είναι άραγε ο κομμουνισμός μια καλύτερη λύση έναντι του καπιταλισμού και υπό ποιες προϋποθέσεις;’’
Για να μπαίνει όμως αυτό το ερώτημα έπρεπε η κομμουνιστική πρόταση να υπάρχει, να είναι διατυπωμένη. Αλλά και να είναι υπαρκτή, μέσα από τη δράση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Και ήταν, μέσα σε όλα τα λάθη, τις αμφισημίες, τις τραγωδίες.
Μετά την κατάρρευση, που έγινε ορατή το 1989, αλλά ήταν μια διαδικασία που είχε εκκινήσει πολύ νωρίτερα, άλλαξαν πολλά πράγματα.
Απο την ελπίδα για ένα άλλο μέλλον, πήγαμε στο φόβο για μετάβαση στο παρελθόν.
Η αποδόμηση του κομμουνισμού ως μιας εναλλακτικής απάντησης, έγινε στοιχείο άμεσης πολιτικής αντιπαράθεσης, τροφοδότησε την αστική αντεπανάσταση. Η αστική ιδεολογία αναστηλώθηκε ισχυρά με βεβαιότητες αιωνιότητας του καπιταλισμού, έχοντας απέναντί της μόνο αμυντικούς τόνους του τύπου ‘’ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός’’ ή ξεθυμασμένα λάβαρα ενός αποτυχημένου στην συνείδηση των μαζών ‘’σοσιαλισμού που γνωρίσαμε’’.
Σήμερα, αυτός ο κατηγορηματικός τόνος των απολογητών του καπιταλισμού έχει ατονήσει. Με μια έννοια ζούμε το 1989 του ‘’υπαρκτού καπιταλισμού’’. Τουλάχιστον σε ότι αφορά την κατάρρευση των βεβαιοτήτων του.
Μπορούμε λοιπόν, αλλά και είμαστε υποχρεωμένοι, να διατυπώσουμε ξανά την πρότασή μας σε αυτή την ιστορική εποχή.
Για να μπορέσει να γίνει εκ νέου ο κομμουνισμός ζωντανό ερώτημα και άξονας συζήτησης και πριν απαντηθεί το ερώτημα της εφικτότητας, ο κομμουνισμός πρέπει να συγκροτηθεί ξανά ως αφήγηση, ως εικόνα.
Η ιδέα αυτή τρομάζει αρκετούς. Και είναι εύλογα τα επιχειρήματα. ‘’Θα προδιαγράψουμε το μέλλον;’’. ‘’Μήπως απεικονίσουμε απλά ένα καλύτερο καπιταλισμό ή ένα ηπιότερο σταλινισμό;’’
Στεκόμαστε με σεβασμό σε αυτές τις αιτιάσεις.
Πιστεύουμε όμως πως αν δε φανταστούμε μια άλλη πραγματικότητα, αποκλείεται να την προσεγγίσουμε.
Δε μπορούμε βέβαια να δράσουμε με βάση τις επιθυμίες μας
Το να επιθυμείς κάτι δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται και να υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις, αλλά και πολύ σκληρή δουλειά.
Αν όμως δε στοχεύεις σε κάτι, τότε είναι βέβαιο ότι δε θα το φτάσεις ποτέ, όσες ‘’ώριμες’’ αντικειμενικές συνθήκες και αν υπάρχουν, ακόμη και με τριπλή δουλειά.
Χρειάζεται λοιπόν μια σύγχρονη κομμουνιστική αφήγηση σε τρόπο ώστε να αποτελεί πυξίδα, αλλά και μέτρο της ταξικής πολιτικής διαπάλης.
Πρόκειται για άμεση πολιτική ανάγκη και όχι γενική ιδεολογική υποχρέωση. Ας θυμηθούμε λίγο την εμπειρία της τετραετίας αυτής, ειδικότερα την σφοδρή αντιπαράθεση στις διπλές εκλογές του 2012. Όταν η αστική τάξη μειονεκτούσε στο πεδίο της μνημονιακής συγκυρίας και της τακτικής, κατέφευγε στο πεδίο της στρατηγικής για να βρει υπεροχή. Και δυστυχώς εύρισκε, καθώς η αριστερά κάθε άλλο ήταν έτοιμη να σηκώσει ένα ερώτημα του τύπου ‘’έξω από την ΕΕ τι;’’ και πολύ περισσότερο ‘’έξω από τον καπιταλισμό τι;’’.
Δεν προσεγγίζουμε ωστόσο τον κομμουνισμό ως μια ‘’ιδέα’’, αλλά ως ένα συνδυασμό θεωρητικών αναλύσεων, αντικαπιταλιστικής κριτικής, πολιτικών πρακτικών, τρόπων οργάνωσης και κοινωνικής δράσης, ώστε να συγκροτείται ως ‘’κίνημα κατάργησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων’’.
Μιλάμε για μια κομμουνιστική πολιτική πάντοτε αγκυρωμένη σε κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής, αλλά που θα αναζητά όχι μόνο τη χαραμάδα, αλλά και το ανοιχτό πεδίο, θα αξιώνει τη διαφορετική ζωή.
Ο κομμουνισμός εκκινεί ως κριτική και ως απάντηση στον καπιταλισμό για να βαδίσει και παραπέρα. Ο καπιταλισμός όμως διαρκώς αλλάζει. Και μαζί του αλλάζει και η κομμουνιστική πρόταση. Δεν έχει ένα υπερ-ιστορικό και αμετάβλητο χαρακτήρα. Για αυτό ακριβώς μιλάμε για κομμουνιστική επαναθεμελίωση και όχι από γενική διάθεση μοντερνισμού.
Ας θυμηθούμε τι ήταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: Μοντέρνα κριτική του καπιταλισμού της εποχής του, αλλά και ‘’κριτική των κριτικών’’ των άλλων σοσιαλιστικών ρευμάτων.
Προτείνουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε με τον ίδιο τρόπο. Μια σύγχρονη κομμουνιστική πρόταση νοηματοδοτείται ξανά μέσα από τη αναγνώριση των βασικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αλλά απαιτείται και η διαρκής επαναθεμελίωση του εαυτού της, η κριτική και αυτοκριτική στην ιστορική της πορεία.
Ο κομμουνισμός έχει ψηλά το αίτημα της ισότητας και της δικαιοσύνης, αλλά δεν περιορίζεται στην ολοκλήρωση μιας ξεχασμένης αστικής διακήρυξης, πολύ περισσότερο όταν αυτή κατανοείται κυρίως στο επίπεδο της ‘’κοινωνίας των πολιτών’’, της κυκλοφορίας και της διανομής του πλούτου.
Ο κομμουνισμός, ναι, δίνει έμφαση όχι στον πλούτο γενικά, αλλά στη δίκαιη μοιρασιά του, στην γενικευμένη κοινοκτημοσύνη, αλλά δεν περιορίζεται ούτε σε αυτό.
Διεκδικούμε την ίδια την αλλαγή του χαρακτήρα, του σκοπού της εργασίας. Αυτό απαιτεί κάτι περισσότερο από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, που αποτελεί όντως ένα από τα βάθρα των στοχεύσεων μας.
Διεκδικούμε την διπλή απελευθέρωση του χρόνου, τόσο με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου προς όφελος του χρόνου της πολιτιστικής δραστηριότητας, αλλά και την αλλαγή του εργάσιμου χρόνου, με πλήρη εργατική δημοκρατία στην παραγωγή, αλλά και στην κοινωνική ζωή γενικά.
Το σπουδαιότερο είναι ότι υπάρχουν ασύγκριτες δυνατότητες για όλα αυτά σήμερα (τεχνολογία, παραγωγικότητα της εργασίας, συνεργατικότητα παραγωγής, επικοινωνία κλπ). Δυνατότητες που καταπνίγονται ή διαστρέφονται στο βωμό του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Αρκεί να δούμε το ζήτημα της απασχόλησης που είναι η μεγάλη μάστιγα της εποχής μας για να συγκρίνουμε τους δύο δρόμους. Από τη μια η δυνατότητα να δουλεύουν όλοι και με λιγότερο και ανετότερο χρόνο εργασίας. Από την άλλη η πραγματικότητα, να δουλεύουν οι μισοί ως δούλοι και οι άλλοι να απορρίπτονται ως απόβλητα.
Οι αντίπαλοι μας ισχυρίζονται ότι ‘’κομμουνισμός σημαίνει όλοι ίδιοι, ισοπεδωμένοι, εργάτες, άνθρωποι οκνηροί χωρίς κίνητρο. Με άλλα λόγια, ο θάνατος για τους εργατικούς, δημιουργικούς καινοτομικούς ανθρώπους’’.
Ο κομμουνισμός ωστόσο δεν έχει τίποτα το κοινό με τον τυπικό εξισωτισμό. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η βασική αρχή του κομμουνισμού είναι ‘’από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του’’. Καμία ισοπέδωση λοιπόν, τόσο στο σκέλος της προσφοράς, όσο και της απόλαυσης. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια γενικότερη πολιτιστική επανάσταση που θα καταργεί τον άνθρωπο ιδιώτη και καταναλωτή και θα αναδιατάσσει την έννοια της προσφοράς και της απόλαυσης με συλλογικό τρόπο, αλλά και σε νέα σχέση με τη φύση και το περιβάλλον. Πράγμα βέβαια καθόλου εύκολο. Μα ποιος είπε ότι ο κομμουνισμός θα είναι μια κοινωνία χωρίς αντιθέσεις;
Ούτε φυσικά ισχυριζόμαστε ότι ο κομμουνισμός θα είναι γλυκό ξύπνημα σε μια τέλεια κοινωνία μετά την οδύνη της επανάστασης.
Αντίθετα, μετά την συντριβή της αστικής εξουσίας με την αντικαπιταλιστική επανάσταση, ακολουθεί μια μακρά μεταβατική περίοδος. Με ισχύ και επιβίωση του αστικού δικαίου. Με τον καπιταλιστικό περίγυρο παρόντα, απειλητικό και διαβρωτικό. Το ερώτημα της κομμουνιστικής επικράτησης, του καθολικού κοινωνικού μετασχηματισμού και μαζί με αυτό της διεθνοποίησής του, απαντιέται μόνο με μια στρατηγική διαρκούς επανάστασης. Αλλά, δεν θα πρόκειται για μια πορεία στα τυφλά. Θα υπάρχει η πείρα της επανάστασης. Το όπλο της εργατικής εξουσίας και δημοκρατίας. Η απελευθέρωση της δημιουργικότητας της εργατικής τάξης και της κοινωνικής πλειονότητας. Και αυτό ακριβώς θα είναι το ‘’κλειδί’’ για τη στερέωση των βημάτων και την εμβάθυνση των καταχτήσεων.
* το κείμενο βασίζεται σε ομιλία σε εκδήλωση της οργάνωσης Σπουδάζουσας Ηρακλείου της νεολαίας ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ (21/10/2013) για το Τρίτο Συνέδριο του ΝΑΡ
+ σχόλια + 1 σχόλια
Πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση, όπως συνηθίζουν να κάνουν μέλη του NAΡ. Όσον αφορά τα πλεονεκτήματα του καπιταλισμού που αναφέρονται αποσπασματικά στο κείμενο, δεν μπορεί να βασίζονται απλά και αορίστως σε «ένα κεφαλαιοκρατικό σύστημα που έχει ως σύμμαχό του τους νόμους της φύσης», αλλά είναι πολλά περισσότερα.
Είναι οι προϋποθέσεις και η προοπτική που δίδεται σε κάθε ιδιώτη να ενεργήσει ανάλογα, υπό τους νόμους (και παρα-νόμους) της αγοράς, εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις και το ένστικτο του. Ο καπιταλισμός δεν θέτει όρια στην επιχειρηματικότητα αντίθετα την προμοτάρει και την επιβραβεύει. Η ελπίδα, το όραμα για μια καλλίτερη και πλουσιότερη ζωή είναι εκείνα τα στοιχεία που τρέφουν τους ικανούς και φιλόδοξους φτωχούς, κινητοποιώντας τους και κάνοντας τους να δράσουν για να ξεχωρίσουν, σε αντίθεση με το σύστημα που φιλοδωρεί και συντηρεί τα κατώτερα στρώματα, οδηγώντας τα νομοτελειακά στην νωχελικότητα, στη νοοτροπία κακού «δημόσιου υπαλλήλου» ,την έλλειψη και το θάψιμο κινήτρων για ανάπτυξη.
Επίσης, ο καπιταλισμός, ένα σύστημα που λατρεύει σαν θεό το κέρδος, στέκεται αδιάφορο στις ιδεολογίες και τις καταβολές των πιστών του, διακηρύσσοντας ότι ο πλούτος ανήκει σε οποιονδήποτε θέλει και είναι ικανός να τον διεκδικήσει. Δεν υπάρχει ράτσα, φυλή ή κοινωνική ομάδα που απαγορεύει ή απορρίπτει ο καπιταλισμός στο κυνήγι του πλούτου, διαμορφώνοντας έναν ιδιότυπο «διεθνισμό», κατά πολύ μαζικότερο και πιο πολυσυλλεκτικό από τον εργατικό διεθνισμό που επικαλείται ο Μαρξισμός.
Ακόμα πιο σημαντική έλλειψη για την κομμουνιστική θεωρία είναι η απουσία του ανθρώπινου ψυχολογικού παράγοντα από τον Μαρξ, που μιλούσε πάντα με όρους μάζας, καταπνίγοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία. Η αντιμετώπιση της εργατικής τάξης ως μια αδικημένη μάζα που απλά αναζητά καλύτερες συνθήκες δουλειάς για εκείνη και την τάξη του, χωρίς ποτέ να ειπωθεί ότι ο εργάτης (όπως άλλοι υγιείς σκεπτόμενοι άνθρωποι με ανάγκες, φιλοδοξίες, όνειρα) δεν θέλουν απλά να εργάζονται σε καλύτερες συνθήκες σαν εργάτες, αλλά θέλουν να σταματήσουν να είναι πια εργάτες, θέλουν δηλαδή να ξεπεράσουν την τάξη τους. Όλη η ιστορία και η πραγματικότητα βρίθει τέτοιων αναρριχητικών συμπεριφορών και παραδειγμάτων, ακόμα και σε πορείες πρώην φανατικών Μαρξιστών. Αυτή την προοπτική την καλλιεργεί και την προωθεί ο καπιταλισμός, όπου άνθρωποι φτωχοί, αποκλεισμένοι, με σκληρή δουλειά και σωστό επιχειρηματικό ένστικτο, απέκτησαν οικονομική ανεξαρτησία ή ακόμα έγιναν εκατομμυριούχοι, σε αντίθεση με τη κομμουνιστική λογική που προωθεί και επιβραβεύει ανθρώπους ανάλογα με κομματικά κριτήρια και μαρξιστική κατήχηση , αδιαφορώντας για τις ποιοτικές ικανότητες κάτι που ήταν φανερό και στη διοίκηση της ΕΣΣΔ αλλά και τώρα, σαν μικρογραφία, στο ΚΚΕ .
Γενικότερα, ο κομμουνισμός αναφέρεται στον άνθρωπο «όπως θα έπρεπε να είναι» ενώ ο καπιταλισμός προσφέρει τις συνθήκες για να δράσει ο άνθρωπος «όπως ακριβώς είναι». Η αντίθεση αυτή στην ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης είναι και το συστατικό εκείνο που κάνει ένα πολιτικό σύστημα να μακροημερεύει και το άλλο να βαδίζει στο κενό και να καταρρέει. Αν λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθεί ένας «νέος κομμουνισμός», θα πρέπει να συγκροτηθεί μέσα σε ένα πλαίσιο ρεαλιστικών κοινωνικών και κυρίως οικονομικών παραμέτρων, απαλλασσόμενοι επιτέλους από την βαριά σκιά και την πολυερμηνευμένη αυθεντία των «ιερών» μαρξιστικών κείμενων του 19 αιώνα, που περισσότερο σήμερα οι αντικειμενικές συνθήκες επιτάσσουν την προσέγγιση και την ανασύνταξη τους σε ένα νέο περιβάλλον δράσης και λειτουργικής τους απόδοσης .
Δημοσίευση σχολίου