Του Γ. Γ.
Όταν ήμουνα πιτσιρικάς Κνίτης, πάντα μου άρεσε να ακούω από μεγαλύτερους συντρόφους μου ιστορίες για τον εμφύλιο πόλεμο, για το «πέτρινα χρόνια» που ακολούθησαν για τους αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης και του ΔΣΕ,
Ενας απ’ τους αγαπημένους μου συνομιλητές ήταν ο «φαρμακοτρίφτης», διανοούμενος Πάνος Ευαγγελινός. Μιλάμε για μεγάλη μορφή.
Ξεφυλλίζοντας σήμερα ένα βιβλίο του –το «Σοβαρά και γελοία» έπεσα σε μια αναφορά που κάνει σε ένα πολύ αγαπημένο μου λαϊκό κομμουνιστή ποιητή, και συγγραφέα τον Γιώργο Κοτζιούλα* με τον οποίο βρέθηκε συγκρατούμενος μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το συγκεκριμένο απόσπασμα απ’ το βιβλίο που ανάφερα.
Τον γνώρισα τότες που ή «Καθημερινή» δημοσίευε επεφυλλίδα τη «Δασκάλα» του Μυριβήλη. Αντιγράφαμε μαζί που και που τα χερογραφα του συγγραφέα με τα οποία δυσκολεύονταν οι στοιχειοθέτες της εφημερίδας.
Τον ξαναντάμωσα τον Αύγουστο του 48 στα φοβερά μπουντρούμια του Τμήματος Μεταγωγών Αθηνών. Προχτές στην «Έλευθερία», απ' τον Κ. Μεραναίο έμαθα το θάνατο του.
Τότες πού τον πρωτογνώρισα στο ξενοδοχείο «Κύπρος» της Αθήνας, νόμισα πώς δεν είχαμε μεγάλες διαφορές, ή πιο καλά πώς είχαμε μια μονάχα διαφορά. Το ντύσιμο. Καλοντυμένος εγώ επαρχιώτης άπ' το νησί της Λέσβος, φτωχοντυμένος κείνος με την τραγιάσκα και τα χοντρά του παπούτσια, άπ' τα βουνά της Ηπειρος. Υστερα είδα πώς δεν είχαμε τίποτα κοινό. Ποιητής αυτός, Φαρμακοτρύφτης εγώ. Χωρίσαμε για χρόνια πολλά.
Ενα αποπνιχτικό και θλιβερό βράδυ του Αυγούστου του 48, βρόντιξαν πάλι οι αλυσίδες του κελλιού 8 του Μεταγωγού Αθηνών. Στή στιβαγμένη μέσα ανθρώπινη μάζα έπεσε με μια κλωτσά ένας καλοντυμένος άνθρωπος. Ό καλοντυμένος άνθρωπος στάθηκε εκεί πού τον έρριξαν, ίσως πάνω σ' ένα πόδι, ίσως γερμένος πάνω σ' ένα πλευρό. Εμείς οι μέσα τον περιεργαζόμασταν δύσπιστα κι' ερευνητικά, κείνος με βλέμμα έντρομο, χαμένο, ερωτηματικό.
Σε λίγο, ο κέρβερος δεσμοφύλακας, άπ' τη στενή τρύπα της πόρτας μας απειλούσε με κραυγές : Κότζιλας, Κίτζιλος, Κατζουλάς, βρε βούλγαροι θα μπω μέσα με τον βούρδουλα, βρέ, ένας δάσκαλος, βρε άτιμοι, μιλάτε...
Κανείς δεν ήταν σε θέση ν' άποκριθή. Ό φυματικός του κελλιού πεσμένος στη γωνιά ξέρασε μια χούφτα αίμα κι' ο καλοντυμένος νιόφερτος «άγρόν αγόραζε» μέσα στην αντάρα του. Σύρθηκα με κόπο και τον πλησίασα. Άπ' οξω ο άλλος ούρλιαζε.
— Πώς λέγεσαι ; Δεν ακούς τι γίνεται ;
Δεν απάντησε και κατάλαβα πώς ήταν κουφός ή πώς τάχε εντελώς χαμένα.
— Πώς λέγεσαι ; του λέγω μέσ' τ' αυτί του.
— Κοτζιούλας, Γιώργος Κοτζιούλας, μου λέει φοβισμένα και σιγά.
Ό δεσμοφύλακας κλωτσούσε την πόρτα και σαλαγούσε τις κλειδαριές να την ανοίξει. Τούπαν το όνομα, έβρισε και χάθηκε απάνω στον ήλιο και στο φως.
Εμεινα και τον κοίταζα. Κείνος το ίδιο, με τρόμο κι' αναμονή : Ναι, Κοτζιούλας, να, είμαι στο χέρια σου.
Μεσολάβησε μια ανείπωτη για μένα στιγμή, ξανακοιταχτήκαμε και τούπα τ' όνομα μου. Το τρεμούλιασαν τα χίλια του και ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Μούπε τα καθέκαστα. Ηρέμησε. Το βλέμμα του έγινε πράο, όλο θλίψη κι' έγκαρτέρηση σαν του Ίησού. «Ναι εκείνος. Μουκανε επίθεση άπ' τον Ραδιοφωνικό Σταθμό. Δεν πειράζει. "Ισως νάκανε λάθος, ίσως άλλοι...» Τον ζητούσαν απ' το Στρατοδικείο Λάρισσας ή Λαμίας
Πρωΐ - πρωΐ, μαζί μ' άλλους μας δέσανε μαζί. Εγώ έμεινα στα Βούρλα και κείνον τον πήρανε μακρυά στη Θεσσαλία, στον Γολγοθά του.
Αυτά γράφει στο βιβλίο του ο Πάνος Ευαγγελινός και εμείς κλείνοντας την ανάρτησή μας προσθέτουμε ένα απ' τα πιο κλασικά ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θάβγουμε κι’ εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου τούχατε χαλκά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούστος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ’ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απ’ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».
Που θα πάτε, που θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απ’ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ’ ο καθένας, να φλομώνεται μ’ αυτά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Παίρνατ’ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ’ αυτές που τόχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός
* Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στο χωριό Πλατανούσα Aρτας και πέθανε το 1956 στην Αθήνα.
Από τα πιο γνωστά και πηγαία ποιητικά ταλέντα της χώρας μας, αλλά κι απ' τους πιο βασανισμένους Νεοέλληνες λογοτέχνες, ο Γιώργος Κοτζιούλας ξεκαθάρισε εξαρχής το στόχο της δημιουργίας του κι έμεινε αταλάντευτα πιστός σ' αυτόν ως το τέλος της ζωής του. Μοναδική πηγή έμπνευσης για τον Κοτζιούλα είναι ο λαός, η φτωχολογιά, κάτι που φαίνεται και από τα ποιήματά του αλλά και από την στράτευση του στις γραμμές του ΕΛΑΣ όπου πολέμησε τότε τον κατακτητή.
Όταν ήμουνα πιτσιρικάς Κνίτης, πάντα μου άρεσε να ακούω από μεγαλύτερους συντρόφους μου ιστορίες για τον εμφύλιο πόλεμο, για το «πέτρινα χρόνια» που ακολούθησαν για τους αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης και του ΔΣΕ,
Ενας απ’ τους αγαπημένους μου συνομιλητές ήταν ο «φαρμακοτρίφτης», διανοούμενος Πάνος Ευαγγελινός. Μιλάμε για μεγάλη μορφή.
Ξεφυλλίζοντας σήμερα ένα βιβλίο του –το «Σοβαρά και γελοία» έπεσα σε μια αναφορά που κάνει σε ένα πολύ αγαπημένο μου λαϊκό κομμουνιστή ποιητή, και συγγραφέα τον Γιώργο Κοτζιούλα* με τον οποίο βρέθηκε συγκρατούμενος μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το συγκεκριμένο απόσπασμα απ’ το βιβλίο που ανάφερα.
Γιώργος Κοτζιούλας
Ο ποιητής που δεν ήταν "καν φτωχός"Τον γνώρισα τότες που ή «Καθημερινή» δημοσίευε επεφυλλίδα τη «Δασκάλα» του Μυριβήλη. Αντιγράφαμε μαζί που και που τα χερογραφα του συγγραφέα με τα οποία δυσκολεύονταν οι στοιχειοθέτες της εφημερίδας.
Τον ξαναντάμωσα τον Αύγουστο του 48 στα φοβερά μπουντρούμια του Τμήματος Μεταγωγών Αθηνών. Προχτές στην «Έλευθερία», απ' τον Κ. Μεραναίο έμαθα το θάνατο του.
Τότες πού τον πρωτογνώρισα στο ξενοδοχείο «Κύπρος» της Αθήνας, νόμισα πώς δεν είχαμε μεγάλες διαφορές, ή πιο καλά πώς είχαμε μια μονάχα διαφορά. Το ντύσιμο. Καλοντυμένος εγώ επαρχιώτης άπ' το νησί της Λέσβος, φτωχοντυμένος κείνος με την τραγιάσκα και τα χοντρά του παπούτσια, άπ' τα βουνά της Ηπειρος. Υστερα είδα πώς δεν είχαμε τίποτα κοινό. Ποιητής αυτός, Φαρμακοτρύφτης εγώ. Χωρίσαμε για χρόνια πολλά.
Ενα αποπνιχτικό και θλιβερό βράδυ του Αυγούστου του 48, βρόντιξαν πάλι οι αλυσίδες του κελλιού 8 του Μεταγωγού Αθηνών. Στή στιβαγμένη μέσα ανθρώπινη μάζα έπεσε με μια κλωτσά ένας καλοντυμένος άνθρωπος. Ό καλοντυμένος άνθρωπος στάθηκε εκεί πού τον έρριξαν, ίσως πάνω σ' ένα πόδι, ίσως γερμένος πάνω σ' ένα πλευρό. Εμείς οι μέσα τον περιεργαζόμασταν δύσπιστα κι' ερευνητικά, κείνος με βλέμμα έντρομο, χαμένο, ερωτηματικό.
Σε λίγο, ο κέρβερος δεσμοφύλακας, άπ' τη στενή τρύπα της πόρτας μας απειλούσε με κραυγές : Κότζιλας, Κίτζιλος, Κατζουλάς, βρε βούλγαροι θα μπω μέσα με τον βούρδουλα, βρέ, ένας δάσκαλος, βρε άτιμοι, μιλάτε...
Κανείς δεν ήταν σε θέση ν' άποκριθή. Ό φυματικός του κελλιού πεσμένος στη γωνιά ξέρασε μια χούφτα αίμα κι' ο καλοντυμένος νιόφερτος «άγρόν αγόραζε» μέσα στην αντάρα του. Σύρθηκα με κόπο και τον πλησίασα. Άπ' οξω ο άλλος ούρλιαζε.
— Πώς λέγεσαι ; Δεν ακούς τι γίνεται ;
Δεν απάντησε και κατάλαβα πώς ήταν κουφός ή πώς τάχε εντελώς χαμένα.
— Πώς λέγεσαι ; του λέγω μέσ' τ' αυτί του.
— Κοτζιούλας, Γιώργος Κοτζιούλας, μου λέει φοβισμένα και σιγά.
Ό δεσμοφύλακας κλωτσούσε την πόρτα και σαλαγούσε τις κλειδαριές να την ανοίξει. Τούπαν το όνομα, έβρισε και χάθηκε απάνω στον ήλιο και στο φως.
Εμεινα και τον κοίταζα. Κείνος το ίδιο, με τρόμο κι' αναμονή : Ναι, Κοτζιούλας, να, είμαι στο χέρια σου.
Μεσολάβησε μια ανείπωτη για μένα στιγμή, ξανακοιταχτήκαμε και τούπα τ' όνομα μου. Το τρεμούλιασαν τα χίλια του και ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Μούπε τα καθέκαστα. Ηρέμησε. Το βλέμμα του έγινε πράο, όλο θλίψη κι' έγκαρτέρηση σαν του Ίησού. «Ναι εκείνος. Μουκανε επίθεση άπ' τον Ραδιοφωνικό Σταθμό. Δεν πειράζει. "Ισως νάκανε λάθος, ίσως άλλοι...» Τον ζητούσαν απ' το Στρατοδικείο Λάρισσας ή Λαμίας
Πρωΐ - πρωΐ, μαζί μ' άλλους μας δέσανε μαζί. Εγώ έμεινα στα Βούρλα και κείνον τον πήρανε μακρυά στη Θεσσαλία, στον Γολγοθά του.
Αυτά γράφει στο βιβλίο του ο Πάνος Ευαγγελινός και εμείς κλείνοντας την ανάρτησή μας προσθέτουμε ένα απ' τα πιο κλασικά ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θάβγουμε κι’ εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου τούχατε χαλκά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούστος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ’ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απ’ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».
Που θα πάτε, που θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απ’ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ’ ο καθένας, να φλομώνεται μ’ αυτά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Παίρνατ’ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ’ αυτές που τόχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός
* Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στο χωριό Πλατανούσα Aρτας και πέθανε το 1956 στην Αθήνα.
Από τα πιο γνωστά και πηγαία ποιητικά ταλέντα της χώρας μας, αλλά κι απ' τους πιο βασανισμένους Νεοέλληνες λογοτέχνες, ο Γιώργος Κοτζιούλας ξεκαθάρισε εξαρχής το στόχο της δημιουργίας του κι έμεινε αταλάντευτα πιστός σ' αυτόν ως το τέλος της ζωής του. Μοναδική πηγή έμπνευσης για τον Κοτζιούλα είναι ο λαός, η φτωχολογιά, κάτι που φαίνεται και από τα ποιήματά του αλλά και από την στράτευση του στις γραμμές του ΕΛΑΣ όπου πολέμησε τότε τον κατακτητή.
Δημοσίευση σχολίου