Της Αλεκας Ζορμαλά
«Η ελευθερία, ο έρωτας και η ποίηση σημαίνουν ότι το αδύνατο μας έλκει»,
«Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη, κάθε στιγμή φανερώνεται το απόλυτο μυστήριο του παρόντος (...). Για μένα ο κόσμος είναι η αμφισβήτηση της κοινής γνώμης», έλεγε ο Ρενέ Μαγρίττ (Rene Magritte), Βέλγος υπερρεαλιστής ζωγράφος, και αυτές φαίνεται να είναι οι βασικές φιλοσοφικές αρχές, ενός από τους πιο αντικομφορμιστές και πνευματώδεις δημιουργούς του αιώνα μας, ενός γοητευτικού και γεμάτου αντιφάσεις ζωγράφου, που αγαπούσε τις λέξεις όσο και τις εικόνες, ενός γνήσιου σουρεαλιστή (21 Νοεμβρίου 1898- 15 Αυγούστου 1967) .
Ο Μαγρίτ υπήρξε φιλήσυχος αστός στην προσωπική του ζωή, αλλά ένας πραγματικός επαναστάτης στο πνεύμα και στη τέχνη του.
Δέχτηκε επιρροές από τη μεταφυσική ζωγραφική του Τζόρτζιο ντε Κίρικο (Giorgio de Chirico). Τα αντικείμενα των θεμάτων του είναι απλά και καθημερινά. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του έργου του όμως είναι οι σχέσεις του χώρου με τα αντικείμενα, οι οποίες ήταν ασαφείς, αμφισβητούμενες και παράλογες. Χρησιμοποιούσε ως θέμα τον πίνακα μέσα στον πίνακα και το κοίταγμα μέσα από το παράθυρο με ονειρικά, μη λογικά αποτελέσματα,
Στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε, προσχώρησε στην ομάδα του Αντρέ Μπρετόν, αλλά απόλυτα ελευθεριακό πνεύμα, όπως ήταν, αποχώρησε και επέστρεψε στους φίλους του στο Βέλγιο.
Μετά τον πόλεμο εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά λόγω της ατίθασης, ελεύθερης και αντιδογματικής του προσωπικότητας αποχώρησε και από εκεί παραμένοντας όμως κομμουνιστής.
Ο μεγάλος βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφιζε φορώντας πάντα ένα παλιό κοστούμι με γιλέκο, σαν τους κοστουμαρισμένους άντρες με τα μελόν καπέλα που εμφανίζονται στους πίνακές του.
«Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο Κος Μέσος Όρος σε όλη την ανωνυμία του […] Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίσω από το πλήθος.»
Αντίθετα από την μικροαστική, κονφορμιστική του εμφάνισή του, η κριτική του στρεφόταν κατά των κλισέ και προκαταλήψεων, που κάνουν αφόρητο τον καθημερινό μικροαστικό βίο.
«Αν ο κόσμος μάς ενδιαφέρει βαθιά, είναι εξαιτίας του μυστηρίου του. (...) Το μυστήριο δεν είναι μία από τις δυνατότητες της πραγματικότητας, το μυστήριο είναι αυτό που είναι απόλυτα αναγκαίο για να υπάρξει η πραγματικότητα» του αρέσει να αναφέρει.
Η ριζοσπαστική θεώρησή του για τον κόσμο αναδεικνύεται και από την εισαγωγή μιας διάλεξης του στην Αμβέρσα το 1938 , όπου τόνιζε:
«Κυρίες, κύριοι, σύντροφοι, εκείνη η παλιά ερώτηση, "ποιοι είμαστε;" βρίσκει απογοητευτική απάντηση σε αυτόν εδώ τον κόσμο όπου αναγκαστικά ζούμε. Πράγματι, δεν είμαστε παρά οι υπήκοοι αυτού του κόσμου, του τάχα πολιτισμένου, όπου η ευφυΐα και η χαμέρπεια, ο ηρωισμός και η βλακεία, βολεύοντάς τα μια χαρά μεταξύ τους, βρίσκονται εναλλάξ στο προσκήνιο. Είμαστε οι υπήκοοι αυτού του ασυνάρτητου και παράλογου κόσμου, που κατασκευάζει όπλα για να εμποδίσει τον πόλεμο, όπου η επιστήμη χρησιμοποιείται για να καταστρέφει και να οικοδομεί, για να σκοτώνει και να παρατείνει τη ζωή των μελλοθανάτων, όπου η πιο παρανοϊκή δραστηριότητα έχει τα πιο αντίθετα αποτελέσματα: ζούμε σε έναν κόσμο όπου παντρεύονται για τα λεφτά, όπου χτίζουν παλάτια που σαπίζουν εγκαταλειμμένα στις ακτές. Αυτός ο κόσμος στέκεται ακόμη κακήν κακώς όρθιος, αλλά ήδη βλέπουμε να λάμπουν μες στη νύχτα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής».
φώτο: Οι εραστές,1928
«Η ελευθερία, ο έρωτας και η ποίηση σημαίνουν ότι το αδύνατο μας έλκει»,
«Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη, κάθε στιγμή φανερώνεται το απόλυτο μυστήριο του παρόντος (...). Για μένα ο κόσμος είναι η αμφισβήτηση της κοινής γνώμης», έλεγε ο Ρενέ Μαγρίττ (Rene Magritte), Βέλγος υπερρεαλιστής ζωγράφος, και αυτές φαίνεται να είναι οι βασικές φιλοσοφικές αρχές, ενός από τους πιο αντικομφορμιστές και πνευματώδεις δημιουργούς του αιώνα μας, ενός γοητευτικού και γεμάτου αντιφάσεις ζωγράφου, που αγαπούσε τις λέξεις όσο και τις εικόνες, ενός γνήσιου σουρεαλιστή (21 Νοεμβρίου 1898- 15 Αυγούστου 1967) .
Ο Μαγρίτ υπήρξε φιλήσυχος αστός στην προσωπική του ζωή, αλλά ένας πραγματικός επαναστάτης στο πνεύμα και στη τέχνη του.
Δέχτηκε επιρροές από τη μεταφυσική ζωγραφική του Τζόρτζιο ντε Κίρικο (Giorgio de Chirico). Τα αντικείμενα των θεμάτων του είναι απλά και καθημερινά. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του έργου του όμως είναι οι σχέσεις του χώρου με τα αντικείμενα, οι οποίες ήταν ασαφείς, αμφισβητούμενες και παράλογες. Χρησιμοποιούσε ως θέμα τον πίνακα μέσα στον πίνακα και το κοίταγμα μέσα από το παράθυρο με ονειρικά, μη λογικά αποτελέσματα,
Στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε, προσχώρησε στην ομάδα του Αντρέ Μπρετόν, αλλά απόλυτα ελευθεριακό πνεύμα, όπως ήταν, αποχώρησε και επέστρεψε στους φίλους του στο Βέλγιο.
Μετά τον πόλεμο εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά λόγω της ατίθασης, ελεύθερης και αντιδογματικής του προσωπικότητας αποχώρησε και από εκεί παραμένοντας όμως κομμουνιστής.
Ο μεγάλος βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφιζε φορώντας πάντα ένα παλιό κοστούμι με γιλέκο, σαν τους κοστουμαρισμένους άντρες με τα μελόν καπέλα που εμφανίζονται στους πίνακές του.
«Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο Κος Μέσος Όρος σε όλη την ανωνυμία του […] Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίσω από το πλήθος.»
Αντίθετα από την μικροαστική, κονφορμιστική του εμφάνισή του, η κριτική του στρεφόταν κατά των κλισέ και προκαταλήψεων, που κάνουν αφόρητο τον καθημερινό μικροαστικό βίο.
«Αν ο κόσμος μάς ενδιαφέρει βαθιά, είναι εξαιτίας του μυστηρίου του. (...) Το μυστήριο δεν είναι μία από τις δυνατότητες της πραγματικότητας, το μυστήριο είναι αυτό που είναι απόλυτα αναγκαίο για να υπάρξει η πραγματικότητα» του αρέσει να αναφέρει.
Η ριζοσπαστική θεώρησή του για τον κόσμο αναδεικνύεται και από την εισαγωγή μιας διάλεξης του στην Αμβέρσα το 1938 , όπου τόνιζε:
«Κυρίες, κύριοι, σύντροφοι, εκείνη η παλιά ερώτηση, "ποιοι είμαστε;" βρίσκει απογοητευτική απάντηση σε αυτόν εδώ τον κόσμο όπου αναγκαστικά ζούμε. Πράγματι, δεν είμαστε παρά οι υπήκοοι αυτού του κόσμου, του τάχα πολιτισμένου, όπου η ευφυΐα και η χαμέρπεια, ο ηρωισμός και η βλακεία, βολεύοντάς τα μια χαρά μεταξύ τους, βρίσκονται εναλλάξ στο προσκήνιο. Είμαστε οι υπήκοοι αυτού του ασυνάρτητου και παράλογου κόσμου, που κατασκευάζει όπλα για να εμποδίσει τον πόλεμο, όπου η επιστήμη χρησιμοποιείται για να καταστρέφει και να οικοδομεί, για να σκοτώνει και να παρατείνει τη ζωή των μελλοθανάτων, όπου η πιο παρανοϊκή δραστηριότητα έχει τα πιο αντίθετα αποτελέσματα: ζούμε σε έναν κόσμο όπου παντρεύονται για τα λεφτά, όπου χτίζουν παλάτια που σαπίζουν εγκαταλειμμένα στις ακτές. Αυτός ο κόσμος στέκεται ακόμη κακήν κακώς όρθιος, αλλά ήδη βλέπουμε να λάμπουν μες στη νύχτα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής».
φώτο: Οι εραστές,1928
Δημοσίευση σχολίου