Γράφει ο Γιώργος Κ. Γεωργόπουλος
Μια φορά και έναν καιρό, “σε ένα πολύ μακρινό γαλαξία”, συνέβηκαν πράματα και θάματα.
Ήταν η εποχή που ένας διάσημος δικηγόρος έκανε μια δήλωση που έμεινε στην ιστορία. Είπε, “Σήμερα ένοιωσα σαν να μου κατέβασε τα βρακιά το συνδικάτο”.
Την εποχή εκείνη, όταν στην Ιταλία λέγανε “λ' αβοκάτο” (ο δικηγόρος) εννοούσαν ένα είδος σημερινού Γουόρεν Μπάφετ με πολύ περισσότερα όμως σημειολογικά και συχνά προκλητικά και αρπαχτικά ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Ακόμα και το στόμα του, αν ήταν ανοιχτό και το κοίταζες υπό την κατάλληλη γωνία, θύμιζε “τα σαγόνια του καρχαρία”.
Βέβαια, λίγο καιρό αργότερα, γιατί ως γνωστόν ο καιρός έχει γυρίσματα, ο “αβοκάτο” έκανε και μια άλλη δήλωση που επίσης έμεινε στην ιστορία. Είπε “μόνο μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να καταφέρει αυτά που μια δεξιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ποτέ”.
Μιλάμε για τον Τζιάνι Ανιέλι, το σήμα κατατεθέν του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στο 2ο μισό του περασμένου αιώνα, τίτλο που κέρδισε επαξίως με τις αδίστακτες δεξιότητες με τις οποίες ήταν προικισμένος και που φυσικά έθεσε στην υπηρεσία της τάξης του. Όχι τυχαία, μέσα σε 10 χρόνια, κατάφερε να τα φέρει όλα τούμπα, να χειραγωγήσει με μαεστρία την πολιτική και διάφορους εργατοπατέρες και να μετατρέψει το εργατικό κίνημα που του είχε κατεβάσει τα βρακιά, σε μια διαιρεμένη και αποπροσανατολισμένη μάζα από την οποία άρχισε σιγά σιγά να αφαιρεί όλα τα προηγούμενα κεκτημένα.
Σ' εκείνο τον γαλαξία ο καπιταλιστής έπρεπε όμως να το παλέψει, γιατί τότε, σ' εκείνο τον γαλαξία, τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για την ολιγαρχία όπως είναι σήμερα στον δικό μας γαλαξία στον οποίο ο παρασιτικός ολιγάρχης απλά σηκώνει το τηλέφωνο και δίνει εντολές στον πολιτικό του υπηρέτη. Πως να το κάνουμε; Πρέπει να αναγνωρίζεις την αξία του αντιπάλου σου αν θέλεις να έχεις ελπίδες και να μην πετάς στα σύννεφα.
Είχαν προηγηθεί οι “άγριες και όμορφες” εποχές του γαλλικού Μάη 68, του ιταλικού φθινόπωρου 69 κλπ κλπ όταν ο εργάτης όριζε κυριολεκτικά το εργοστάσιο και φυσικά ο φοιτητής το πανεπιστήμιο.
Σε σχέση με τον εργάτη, ο φοιτητής είχε ένα μειονέκτημα και ένα πλεονέκτημα.
Το μειονέκτημα είναι ότι ήταν ξεκομμένος από τον “πραγματικό” κόσμο της δουλειάς, από το μεροκάματο και τις αδυσώπητες καθημερινές ανάγκες της ζωής και των υποχρεώσεων της οικογένειας (ναι, στον γαλαξία εκείνο το βασικό κοινωνικό κύτταρο ήταν η οικογένεια, θυμάστε, αρσενικός πατέρας, θηλυκή μάνα και τα παιδιά τους).
Το πλεονέκτημα είναι ότι ακριβώς για τον προηγούμενο λόγο, ο φοιτητής είχε πολύ περισσότερο χρόνο να διαθέσει στο “ψάξιμο” της κοινωνίας, ψάξιμο που φυσικά διευκολύνεται (όταν δεν βραχυκυκλώνει σε φαντασιακά αδιέξοδα) από την κύρια απασχόληση του, δηλαδή την πνευματική δραστηριότητα.
Έτσι λοιπόν το φοιτητικό κίνημα (αλλά και το εργατικό) εμπλουτίστηκε από μια πλειάδα θεωριών λίγο πολύ παράγωγων της μαρξιστικής σχολής και σε σχεδόν αμέτρητες παραλλαγές. Τα έχει αυτά η διαλεκτική.
Πέσανε “βαριά” ονόματα στο “τραπέζι” της διαλεκτικής διαπάλης τα οποία σύντομα κυκλοφορούσαν στο στόμα του κάθε επαναστάτη ή υποψήφιου τέτοιου που σεβόταν τον εαυτό του: Μαρκούζε, Σαρτρ, Ράιχ, Βανεγκέμ, Ντεμπόρ, Ντελέζ, Φουκώ, Αλτουσέρ κλπ και φυσικά από πίσω και ο 3ος λεγόμενος κόσμος: Τσε, Φιντέλ, Χο Τσι Μιν και βεβαίως ο Μάο Τσε Τουνγκ.
Απ' όλα είχε ο μπαξές και για όλα τα γούστα. Ήταν σαν να άνοιξε η κρυφή πόρτα στη σοφίτα και ανακαλύφτηκαν ξεχασμένοι θησαυροί και παιχνίδια, όχι μόνο για τα παιδιά αλλά για όλα τα μέλη της οικογένειας.
Όλα τα παραπάνω μπήκαν και αναμετρήθηκαν στο χωνευτήρι της κοινωνίας και έτσι προέκυψε η περίφημη συνταγή που είχε το προνόμιο να μπορεί να εφαρμόζεται αδιακρίτως από το επαναστατικό υποκείμενο στο οποίο απευθυνόταν. Βέβαια στην καπιταλιστική μητρόπολη το εν λόγω υποκείμενο ήταν τότε εύκολα εντοπίσιμο μια και βρισκόταν ήδη σε κατάσταση εξέγερσης χωρίς την ανάγκη φιλοσοφικής υποστήριξης. Ήταν η εργατική τάξη.
Υπήρχαν όμως άλλες περιοχές του πλανήτη (όπως η Αφρική ή η Νότια Αμερική) όπου η αναφορά γινόταν στον λαό εν γένει μια και εκεί ο λαός, άμεσα ή έμμεσα, πολεμούσε για την εθνική του ανεξαρτησία.
Η συνταγή είναι η εξής: Επαναστάτης είναι αυτός που διεγείρει τις κοινωνικές εξελίξεις ανταποκρινόμενος και επεξεργαζόμενος τα πρωτογενή και ακατέργαστα αιτήματα του κόσμου, διαμορφώνοντας τα σε πολιτική πρόταση την οποία επιστρέφει στον κόσμο “προς έγκριση”. Αν πάρει την έγκριση τότε η πρόταση γίνεται δράση. Αν δεν την πάρει, επεξεργάζεται νέα πρόταση μέχρι να το πετύχει.
Φυσικά αυτή είναι μια δυναμική και όχι στατική διαδικασία υπό την έννοια ότι οι προτάσεις και οι δράσεις αναπροσαρμόζονται συνεχώς ανάλογα με τις ανάγκες και την πορεία του αγώνα.
Απλό ακούγεται αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι σήμερα, ειδικά για τους “ιδεολογικούς” απογόνους εκείνων των εποχών, έχει καταντήσει ένα μπερδεμένο κουβάρι χωρίς άκρες. Και η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τότε το κουβάρι ήταν αρκετά μπερδεμένο. Απόδειξη ότι ο Ανιέλι μέσα σε λίγα χρόνια πέρασε από την πρώτη του ταπεινωτική δήλωση στη δεύτερη σαρκαστική.
Το θέμα είναι ότι “αυτοί” δουλεύουν με σύστημα και δουλεύουν διαβολικά. Δεν “κολλάνε” σε ιδεοληψίες. Κρίνουν ρεαλιστικά τις ανάγκες του αδυσώπητου συμφέροντος τους και περνάνε στην πράξη. Χωρίς “μα” και χωρίς “εάν”. Δεν θα μπορούσε εξάλλου το 1% να επιβάλλεται στο 99% διαφορετικά. Μόνο με πονηριά και επιδεξιότητα γίνεται αυτό.
Ενώ εμείς; Πχ ποια είναι τα πρωτογενή αιτήματα του κόσμου σήμερα; Όλου του κόσμου, γιατί, μη μου μιλήσει κανείς για εργατική τάξη σε μια Ελλάδα όπου οι μισοί δεν δουλεύουν και όπου ο δευτερογενής τομέας βρίσκεται κάτω του 10% του ΑΕΠ. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα “πρωτογενή αιτήματα”;
Δεν είναι η ανεργία; Θα ήταν παλαβό αν δεν ήταν έτσι. Δουλειά για να φάει ψωμί θέλει ο κόσμος.
Και πως καταπολεμάς την ανεργία; Με χρήμα την καταπολεμάς. Έτσι δημιουργούνται δουλειές και τζιράρεται το χρήμα δημιουργώντας νέες δουλειές.
Που το βρίσκουμε το χρήμα; Από τον Ντράγκι; Αυτός μόνο τα capital controls έχει στο μυαλό του για να ρουφήξει και τα τελευταία ευρώ που έχουν μείνει σε κυκλοφορία.
Δεν είναι αυτονόητο μα τον άγιο Μαρξ, Μπακούνιν, Σαρτρ, Μαρκούζε ή Μάο ότι χρειάζεται να κόψουμε μόνοι μας τζάμπα εθνικό νόμισμα αντί να το αγοράζουμε από τις τράπεζες των ντόπιων Ντράγκι που κρατάμε όρθιες με τα δικά μας λεφτά 6 χρόνια τώρα;
Συνεπώς το ερώτημα μετατίθεται στο πως πηγαίνεις σε εθνικό νόμισμα. Υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από το ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία, δηλαδή από το να ορίζουμε τον τόπο που ζούμε και που τώρα βρίσκεται υπό την κατοχή της ξένης και της ντόπιας ολιγαρχίας;
Και πως παίρνουμε τον τόπο πάλι στα χέρια μας ώστε να κόβουμε και χρήμα και να κάνουμε γενικώς ότι εμείς γουστάρουμε χωρίς τετροϊκανούς υπαλληλίσκους στο κεφάλι μας που το παίζουν και όλο ειρωνεία και περιφρόνηση;
Με επιτροπές. Αυτή είναι η πρόταση που μπορεί και πρέπει να γίνει δράση. Επιτροπές για τη γειτονιά, για τον δήμο, για τους χώρους δουλειάς, για τις δημόσιες υπηρεσίες, για τις εφορίες, για τους εθνικούς δρόμους, για τα μέσα μεταφοράς, για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, για τα νοσοκομεία ακόμα και για τις παραλίες και για ότι άλλο χρειαζόμαστε για να ζήσουμε σαν άνθρωποι.
Τα νούμερα τα έχουμε. Πρέπει να οργανώσουμε επιτροπές ανάλογα με την περίσταση που θα βρίσκονται σε επικοινωνία μεταξύ τους και που θα δρουν σκόρπια. Αν γίνει η αρχή, όπως τότε με τα διόδια για παράδειγμα, ο κόσμος θα αγκαλιάσει τις επιτροπές και θα γίνει μέρος τους. Δεν υπάρχει υπάλληλος ή σεκιουριτάς που μπορεί να τα βάλει με 50 νομάτους. Μπαίνεις μέσα και του λες “κάνε αυτό”. Τέρμα.
Διαλέγουμε άλλο γήπεδο. Ή είναι μήπως προτιμότερο να στριμωχνόμαστε στο Σύνταγμα για το ποιος θα φάει τα περισσότερα χημικά;
Αν το σκεφτεί κανείς, τελικά, είναι απλή αριθμητική. Δεν χρειάζεται να επιλύσουμε ολοκληρώματα από το μείον άπειρο έως το συν άπειρο της ταξικής πάλης του 20ου αιώνα. Είναι απλή αριθμητική. Από δω όλοι εμείς και από την άλλη το κηφηναριό της ολιγαρχίας, ντόπιας και ξένης.
Αυτό το κράτος, αυτές τις υπηρεσίες, τις πληρώνουμε εμείς και μας ανήκουν. Είμαστε οι εργοδότες τους, όχι τα ζώα του στάβλου.
Ή όχι; Ζόρικη η συνταγή, ε; Άσε καλύτερα. Θα τα αναλάβουν όλα οι τράπεζες για χάρη μας. Και θα έχουμε και ευρώ, νόμισμα με αξία, και τα άλλα, πως τα λένε, τα άϊόουγιά. Μεγαλεία ρε παιδί μου.
Όχι δραχμές και γρόσια.
Μια φορά και έναν καιρό, “σε ένα πολύ μακρινό γαλαξία”, συνέβηκαν πράματα και θάματα.
Ήταν η εποχή που ένας διάσημος δικηγόρος έκανε μια δήλωση που έμεινε στην ιστορία. Είπε, “Σήμερα ένοιωσα σαν να μου κατέβασε τα βρακιά το συνδικάτο”.
Την εποχή εκείνη, όταν στην Ιταλία λέγανε “λ' αβοκάτο” (ο δικηγόρος) εννοούσαν ένα είδος σημερινού Γουόρεν Μπάφετ με πολύ περισσότερα όμως σημειολογικά και συχνά προκλητικά και αρπαχτικά ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Ακόμα και το στόμα του, αν ήταν ανοιχτό και το κοίταζες υπό την κατάλληλη γωνία, θύμιζε “τα σαγόνια του καρχαρία”.
Βέβαια, λίγο καιρό αργότερα, γιατί ως γνωστόν ο καιρός έχει γυρίσματα, ο “αβοκάτο” έκανε και μια άλλη δήλωση που επίσης έμεινε στην ιστορία. Είπε “μόνο μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να καταφέρει αυτά που μια δεξιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ποτέ”.
Μιλάμε για τον Τζιάνι Ανιέλι, το σήμα κατατεθέν του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στο 2ο μισό του περασμένου αιώνα, τίτλο που κέρδισε επαξίως με τις αδίστακτες δεξιότητες με τις οποίες ήταν προικισμένος και που φυσικά έθεσε στην υπηρεσία της τάξης του. Όχι τυχαία, μέσα σε 10 χρόνια, κατάφερε να τα φέρει όλα τούμπα, να χειραγωγήσει με μαεστρία την πολιτική και διάφορους εργατοπατέρες και να μετατρέψει το εργατικό κίνημα που του είχε κατεβάσει τα βρακιά, σε μια διαιρεμένη και αποπροσανατολισμένη μάζα από την οποία άρχισε σιγά σιγά να αφαιρεί όλα τα προηγούμενα κεκτημένα.
Σ' εκείνο τον γαλαξία ο καπιταλιστής έπρεπε όμως να το παλέψει, γιατί τότε, σ' εκείνο τον γαλαξία, τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για την ολιγαρχία όπως είναι σήμερα στον δικό μας γαλαξία στον οποίο ο παρασιτικός ολιγάρχης απλά σηκώνει το τηλέφωνο και δίνει εντολές στον πολιτικό του υπηρέτη. Πως να το κάνουμε; Πρέπει να αναγνωρίζεις την αξία του αντιπάλου σου αν θέλεις να έχεις ελπίδες και να μην πετάς στα σύννεφα.
Είχαν προηγηθεί οι “άγριες και όμορφες” εποχές του γαλλικού Μάη 68, του ιταλικού φθινόπωρου 69 κλπ κλπ όταν ο εργάτης όριζε κυριολεκτικά το εργοστάσιο και φυσικά ο φοιτητής το πανεπιστήμιο.
Σε σχέση με τον εργάτη, ο φοιτητής είχε ένα μειονέκτημα και ένα πλεονέκτημα.
Το μειονέκτημα είναι ότι ήταν ξεκομμένος από τον “πραγματικό” κόσμο της δουλειάς, από το μεροκάματο και τις αδυσώπητες καθημερινές ανάγκες της ζωής και των υποχρεώσεων της οικογένειας (ναι, στον γαλαξία εκείνο το βασικό κοινωνικό κύτταρο ήταν η οικογένεια, θυμάστε, αρσενικός πατέρας, θηλυκή μάνα και τα παιδιά τους).
Το πλεονέκτημα είναι ότι ακριβώς για τον προηγούμενο λόγο, ο φοιτητής είχε πολύ περισσότερο χρόνο να διαθέσει στο “ψάξιμο” της κοινωνίας, ψάξιμο που φυσικά διευκολύνεται (όταν δεν βραχυκυκλώνει σε φαντασιακά αδιέξοδα) από την κύρια απασχόληση του, δηλαδή την πνευματική δραστηριότητα.
Έτσι λοιπόν το φοιτητικό κίνημα (αλλά και το εργατικό) εμπλουτίστηκε από μια πλειάδα θεωριών λίγο πολύ παράγωγων της μαρξιστικής σχολής και σε σχεδόν αμέτρητες παραλλαγές. Τα έχει αυτά η διαλεκτική.
Πέσανε “βαριά” ονόματα στο “τραπέζι” της διαλεκτικής διαπάλης τα οποία σύντομα κυκλοφορούσαν στο στόμα του κάθε επαναστάτη ή υποψήφιου τέτοιου που σεβόταν τον εαυτό του: Μαρκούζε, Σαρτρ, Ράιχ, Βανεγκέμ, Ντεμπόρ, Ντελέζ, Φουκώ, Αλτουσέρ κλπ και φυσικά από πίσω και ο 3ος λεγόμενος κόσμος: Τσε, Φιντέλ, Χο Τσι Μιν και βεβαίως ο Μάο Τσε Τουνγκ.
Απ' όλα είχε ο μπαξές και για όλα τα γούστα. Ήταν σαν να άνοιξε η κρυφή πόρτα στη σοφίτα και ανακαλύφτηκαν ξεχασμένοι θησαυροί και παιχνίδια, όχι μόνο για τα παιδιά αλλά για όλα τα μέλη της οικογένειας.
Όλα τα παραπάνω μπήκαν και αναμετρήθηκαν στο χωνευτήρι της κοινωνίας και έτσι προέκυψε η περίφημη συνταγή που είχε το προνόμιο να μπορεί να εφαρμόζεται αδιακρίτως από το επαναστατικό υποκείμενο στο οποίο απευθυνόταν. Βέβαια στην καπιταλιστική μητρόπολη το εν λόγω υποκείμενο ήταν τότε εύκολα εντοπίσιμο μια και βρισκόταν ήδη σε κατάσταση εξέγερσης χωρίς την ανάγκη φιλοσοφικής υποστήριξης. Ήταν η εργατική τάξη.
Υπήρχαν όμως άλλες περιοχές του πλανήτη (όπως η Αφρική ή η Νότια Αμερική) όπου η αναφορά γινόταν στον λαό εν γένει μια και εκεί ο λαός, άμεσα ή έμμεσα, πολεμούσε για την εθνική του ανεξαρτησία.
Η συνταγή είναι η εξής: Επαναστάτης είναι αυτός που διεγείρει τις κοινωνικές εξελίξεις ανταποκρινόμενος και επεξεργαζόμενος τα πρωτογενή και ακατέργαστα αιτήματα του κόσμου, διαμορφώνοντας τα σε πολιτική πρόταση την οποία επιστρέφει στον κόσμο “προς έγκριση”. Αν πάρει την έγκριση τότε η πρόταση γίνεται δράση. Αν δεν την πάρει, επεξεργάζεται νέα πρόταση μέχρι να το πετύχει.
Φυσικά αυτή είναι μια δυναμική και όχι στατική διαδικασία υπό την έννοια ότι οι προτάσεις και οι δράσεις αναπροσαρμόζονται συνεχώς ανάλογα με τις ανάγκες και την πορεία του αγώνα.
Απλό ακούγεται αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι σήμερα, ειδικά για τους “ιδεολογικούς” απογόνους εκείνων των εποχών, έχει καταντήσει ένα μπερδεμένο κουβάρι χωρίς άκρες. Και η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τότε το κουβάρι ήταν αρκετά μπερδεμένο. Απόδειξη ότι ο Ανιέλι μέσα σε λίγα χρόνια πέρασε από την πρώτη του ταπεινωτική δήλωση στη δεύτερη σαρκαστική.
Το θέμα είναι ότι “αυτοί” δουλεύουν με σύστημα και δουλεύουν διαβολικά. Δεν “κολλάνε” σε ιδεοληψίες. Κρίνουν ρεαλιστικά τις ανάγκες του αδυσώπητου συμφέροντος τους και περνάνε στην πράξη. Χωρίς “μα” και χωρίς “εάν”. Δεν θα μπορούσε εξάλλου το 1% να επιβάλλεται στο 99% διαφορετικά. Μόνο με πονηριά και επιδεξιότητα γίνεται αυτό.
Ενώ εμείς; Πχ ποια είναι τα πρωτογενή αιτήματα του κόσμου σήμερα; Όλου του κόσμου, γιατί, μη μου μιλήσει κανείς για εργατική τάξη σε μια Ελλάδα όπου οι μισοί δεν δουλεύουν και όπου ο δευτερογενής τομέας βρίσκεται κάτω του 10% του ΑΕΠ. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα “πρωτογενή αιτήματα”;
Δεν είναι η ανεργία; Θα ήταν παλαβό αν δεν ήταν έτσι. Δουλειά για να φάει ψωμί θέλει ο κόσμος.
Και πως καταπολεμάς την ανεργία; Με χρήμα την καταπολεμάς. Έτσι δημιουργούνται δουλειές και τζιράρεται το χρήμα δημιουργώντας νέες δουλειές.
Που το βρίσκουμε το χρήμα; Από τον Ντράγκι; Αυτός μόνο τα capital controls έχει στο μυαλό του για να ρουφήξει και τα τελευταία ευρώ που έχουν μείνει σε κυκλοφορία.
Δεν είναι αυτονόητο μα τον άγιο Μαρξ, Μπακούνιν, Σαρτρ, Μαρκούζε ή Μάο ότι χρειάζεται να κόψουμε μόνοι μας τζάμπα εθνικό νόμισμα αντί να το αγοράζουμε από τις τράπεζες των ντόπιων Ντράγκι που κρατάμε όρθιες με τα δικά μας λεφτά 6 χρόνια τώρα;
Συνεπώς το ερώτημα μετατίθεται στο πως πηγαίνεις σε εθνικό νόμισμα. Υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από το ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία, δηλαδή από το να ορίζουμε τον τόπο που ζούμε και που τώρα βρίσκεται υπό την κατοχή της ξένης και της ντόπιας ολιγαρχίας;
Και πως παίρνουμε τον τόπο πάλι στα χέρια μας ώστε να κόβουμε και χρήμα και να κάνουμε γενικώς ότι εμείς γουστάρουμε χωρίς τετροϊκανούς υπαλληλίσκους στο κεφάλι μας που το παίζουν και όλο ειρωνεία και περιφρόνηση;
Με επιτροπές. Αυτή είναι η πρόταση που μπορεί και πρέπει να γίνει δράση. Επιτροπές για τη γειτονιά, για τον δήμο, για τους χώρους δουλειάς, για τις δημόσιες υπηρεσίες, για τις εφορίες, για τους εθνικούς δρόμους, για τα μέσα μεταφοράς, για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, για τα νοσοκομεία ακόμα και για τις παραλίες και για ότι άλλο χρειαζόμαστε για να ζήσουμε σαν άνθρωποι.
Τα νούμερα τα έχουμε. Πρέπει να οργανώσουμε επιτροπές ανάλογα με την περίσταση που θα βρίσκονται σε επικοινωνία μεταξύ τους και που θα δρουν σκόρπια. Αν γίνει η αρχή, όπως τότε με τα διόδια για παράδειγμα, ο κόσμος θα αγκαλιάσει τις επιτροπές και θα γίνει μέρος τους. Δεν υπάρχει υπάλληλος ή σεκιουριτάς που μπορεί να τα βάλει με 50 νομάτους. Μπαίνεις μέσα και του λες “κάνε αυτό”. Τέρμα.
Διαλέγουμε άλλο γήπεδο. Ή είναι μήπως προτιμότερο να στριμωχνόμαστε στο Σύνταγμα για το ποιος θα φάει τα περισσότερα χημικά;
Αν το σκεφτεί κανείς, τελικά, είναι απλή αριθμητική. Δεν χρειάζεται να επιλύσουμε ολοκληρώματα από το μείον άπειρο έως το συν άπειρο της ταξικής πάλης του 20ου αιώνα. Είναι απλή αριθμητική. Από δω όλοι εμείς και από την άλλη το κηφηναριό της ολιγαρχίας, ντόπιας και ξένης.
Αυτό το κράτος, αυτές τις υπηρεσίες, τις πληρώνουμε εμείς και μας ανήκουν. Είμαστε οι εργοδότες τους, όχι τα ζώα του στάβλου.
Ή όχι; Ζόρικη η συνταγή, ε; Άσε καλύτερα. Θα τα αναλάβουν όλα οι τράπεζες για χάρη μας. Και θα έχουμε και ευρώ, νόμισμα με αξία, και τα άλλα, πως τα λένε, τα άϊόουγιά. Μεγαλεία ρε παιδί μου.
Όχι δραχμές και γρόσια.
+ σχόλια + 1 σχόλια
Τρία αντιεξουσιαστικά πουλάκια κάθουνταν!
Αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι εκατοντάδες χιλιάδες "αντιεξουσιαστικές" επιτροπές, που έχουν, δια πάσαν νόσον, και με αφορμή πάσαν μαλακίαν, κατά καιρούς συγκροτηθεί, έφαγαν το κεφάλι τους και διαλύθηκαν συνηθέστατα στην "δικαίωση" του εκάστοτε "ΠΑΣΟΚ": "κίνημα καταλήψεων", "γένοβες", "Δεν πληρώνω", "Θεσσαλονίκη 2003", "κούνεβα", "πλατείες", "πρωτοβάθμια", "πατάτες", κρεμμύδια, κ.ο.κ., μέχρι το προχθεσινό "μεγαλειώδες ΟΧΙ" του ευρωλιγούρικου "λαού".
Νάνι, νάνι!
Δημοσίευση σχολίου