Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - "Unfollow"
Σύμβολο μιας άλλης εποχής ως γέννημα του αντιφασιστικού αγώνα και της καθοριστικής παρουσίας του κομμουνιστικού κινήματος, το Ιταλικό Σύνταγμα ξεχώριζε (κανένα άλλο σύνταγμα στην Ευρώπη δεν ξεκινά με τη φράση «Η Ιταλία είναι μια Δημοκρατική Πολιτεία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία»). Παρότι η σύνταξη και έγκρισή του το 1948 σηματοδοτούσε την επιλογή της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος να διαλέξει τον κοινοβουλευτικό δρόμο, εντούτοις αποτύπωνε έστω και έμμεσα και τις δυναμικές του λαϊκού κινήματος. Μπορεί να μην κατάφερε να αποτρέψει να κυβερνήσουν την Ιταλία για πολλά χρόνια διεφθαρμένες και μαφιόζικες χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά σίγουρα δεν τους έκανε τη ζωή ευκολότερη.
Οι βασικές αρχές του ήταν η έμφαση στην κεντρικότητα της εργασίας ως θεμελίου του πολιτεύματος, η ύπαρξη Βουλής και Γερουσίας εκλεγμένων με καθολική ψηφοφορία, η έμφαση στην αποκέντρωση και την απόδοση μεγάλων αρμοδιοτήτων στις περιφέρειες. Για μεγάλο διάστημα συνδυάστηκε και με ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα που με τα χρόνια έγινε λιγότερο αναλογικό, κύρια μετά το 1993.
Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση Ρέντσι επεδίωξε μια μείζονος κλίμακας συνταγματική αναθεώρηση που άγγιζε τον πυρήνα ουσιαστικά του συντάγματος: αλλαγή του τρόπου εκλογής της Γερουσίας και περιορισμός των αρμοδιοτήτων της, για να διευκολύνεται η ψήφιση fast-track νομοθετημάτων στη Βουλή. Ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του κεντρικού κράτους και περιορισμός των αρμοδιοτήτων των περιφερειών. Επικύρωση με συνταγματική ισχύ του νέου εκλογικού νόμου που είχε περάσει από τη Βουλή ο Ρέντσι αλλά εκκρεμούσε η εξέταση της νομιμότητάς του έναντι του Συνταγματικού Δικαστηρίου, νόμου που πρακτικά έδινε πολύ μεγάλη πλειοψηφία στο πρώτο κόμμα.
Ενάντια σε αυτή την αναθεώρηση εμφανίστηκε πολύ νωρίς ένα μεγάλο φάσμα από αντιδράσεις. Το κίνημα των 5 Αστεριών των Μπέπε Γκρίλο, τα διάφορα κομμάτια της ιδιαιτέρως κατακερματισμένης ιταλικής Αριστεράς, τμήματα ακόμη και του Δημοκρατικού Κόμματος του Ρέντσι αλλά και η ακροδεξιά και ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά, ενώ αντιρρήσεις είχε ακόμη και ο Μπερλουσκόνι, παρότι είχε στηρίξει την αναθεώρηση στα πρώτα βήματα της σύνταξης και συζήτησής της.
Το ηχηρό όχι στο Δημοψήφισμα, που είχε ήδη καταγραφεί στις δημοσκοπήσεις, δεν προέκυψε απλώς από κάποια προσκόλληση των Ιταλών σε ένα συνταγματικό κείμενο, που σε πλευρές του μπορεί να είχε καταστεί και κενό γράμμα. Πάνω από όλα μέτρησε μια συνολικότερη αντίθεση και δυσπιστία απέναντι σε ένα ιταλικό πολιτικό σύστημα στο οποίο επαγγελματίες της πολιτικής εναλλάσσονται στην εξουσία προσφέροντας λίγο πολύ παρόμοιες πολιτικές, είτε πρόκειται για την «κεντροαριστερά» είτε πρόκειται για την «κεντροδεξιά» και την ίδια διαπλοκή με επιχειρηματικά συμφέροντα σε όλα τα επίπεδα, ένα σύστημα βαθιά πεπαλαιωμένο και εχθρικό για τους πολίτες. Η φιγούρα του Ρέντσι, που στην πραγματικότητα, παρά τις κατά καιρούς ρητορικές εκρήξεις του κατά της Γερμανίας, εφάρμοζε προκαταβολικά πολιτικές μνημονίων πριν αυτές επιβληθούν από την ΕΕ, είχε καταφέρει στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας να συμβολίζει όλα τα προβλήματα του πολιτικού συστήματος. Βάζοντας ο ίδιος το δικό του πολιτικό μέλλον και της κυβέρνησής του στην πλάστιγγα του Δημοψηφίσματος, με την από καιρό πριν δήλωσή του ότι σε περίπτωση ήττας θα παραιτηθεί, στην πραγματικότητα έδωσε ένα παραπάνω κίνητρο να μετατραπεί το δημοψήφισμα και σε δημοψήφισμα για την κυβέρνησή του. Και φυσικά να εισπράξει μια μεγαλοπρεπή απόρριψη, υπογραμμίζοντας, λίγο μετά την ταπεινωτική απόσυρση Ολάντ, ότι δεν είναι και η καλύτερη περίοδος για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Και αυτό μπορεί να εξηγήσει τόσο τη διεθνή συστράτευση υπέρ του ΝΑΙ πριν τις εκλογές αλλά και την ανησυχία για το από εδώ και πέρα. Λίγο μετά το ηχηρό αποτέλεσμα του Brexit, έρχεται άλλη μια ηχηρή αποδοκιμασία των κυρίαρχων πολιτικών στην Ευρώπη. Η προσπάθεια να δυσφημιστεί ουσιαστικά αυτή η δυναμική διαμαρτυρίας μέσα από την διαρκή επίκληση του «λαϊκισμού», του κύριου τρέχοντος ιδεολογικού μπαμπούλα, ή την ενορχηστρωμένη ταύτιση με τη φιγούρα του Τράμπ, δεν αναιρεί την ουσία: μια βαθιά πολιτική κρίση που δεν αφορά απλώς την καταδίκη πολιτικών ελίτ πλήρως αποκομμένων από τις αγωνίες των κοινωνιών αλλά και τον πυρήνα του «Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος».
Στην ιταλική περίπτωση πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις οικονομικές πλευρές. Η Ιταλία εξελίσσεται σε μια ιδιότυπη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης. Η μεγάλη κρίση του Ιταλικού τραπεζικού συστήματος με τα μεγάλα ανοίγματα σε κομβικές τράπεζες και τις σημαντικές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης μπορεί μέχρι τώρα να έχει αντιμετωπιστεί τόσο από την Ιταλική κυβέρνηση, που θέλει προφανώς να αποφύγει λύσει τύπου μνημονίων, όσο και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως εσωτερική ιταλική υπόθεση, όμως είναι σαφές ότι είμαστε σε ένα οριακό σημείο και εάν η τραπεζική κρίση περάσει ένα κρίσιμο κατώφλι η κρίση θα αφορά το σύνολο της ευρωζώνης. Ιδίως εάν αναλογιστούμε το μέγεθος του ιταλικού δημόσιου χρέους. Και δεν μιλάμε μόνο για το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ που στο 132,5%, πάνω δηλ. από το όριο που στην Ελλάδα είχε χαρακτηριστεί «μη εξυπηρετήσιμο» αλλά και για τον όγκο του, μια που μιλάμε για μια χώρα του G7, που ξεπερνά τα 2,2 τρισεκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Ιταλία είναι η Ευρωπαϊκή χώρα όπου η λογική της εξόδου από ευρώ δεν περιορίζεται μόνο σε κινήματα όπως του Μπεπε Γκρίλο, αλλά αφορά και μερίδες του κεφαλαίου που βλέπουν στο «κοινό νόμισμα» μια απώλεια ανταγωνιστικότητας για την ιταλική βιομηχανία.
Μένει να δούμε ποιες θα είναι οι εξελίξεις. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι θα έχουμε για άλλη μια φορά το… γνωστής αποτελεσματικότητας ευρωπαϊκό damage control, που μέχρι τώρα συνήθως φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ωστόσο, το ρήγμα είναι πια πραγματικό. Για να παραφράσουμε τον Σαίξπηρ, «υπάρχει κάτι σάπιο στην καρδιά της Ευρώπης» και οι πολίτες το απορρίπτουν με κάθε δυνατή ευκαιρία.
Σύμβολο μιας άλλης εποχής ως γέννημα του αντιφασιστικού αγώνα και της καθοριστικής παρουσίας του κομμουνιστικού κινήματος, το Ιταλικό Σύνταγμα ξεχώριζε (κανένα άλλο σύνταγμα στην Ευρώπη δεν ξεκινά με τη φράση «Η Ιταλία είναι μια Δημοκρατική Πολιτεία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία»). Παρότι η σύνταξη και έγκρισή του το 1948 σηματοδοτούσε την επιλογή της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος να διαλέξει τον κοινοβουλευτικό δρόμο, εντούτοις αποτύπωνε έστω και έμμεσα και τις δυναμικές του λαϊκού κινήματος. Μπορεί να μην κατάφερε να αποτρέψει να κυβερνήσουν την Ιταλία για πολλά χρόνια διεφθαρμένες και μαφιόζικες χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά σίγουρα δεν τους έκανε τη ζωή ευκολότερη.
Οι βασικές αρχές του ήταν η έμφαση στην κεντρικότητα της εργασίας ως θεμελίου του πολιτεύματος, η ύπαρξη Βουλής και Γερουσίας εκλεγμένων με καθολική ψηφοφορία, η έμφαση στην αποκέντρωση και την απόδοση μεγάλων αρμοδιοτήτων στις περιφέρειες. Για μεγάλο διάστημα συνδυάστηκε και με ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα που με τα χρόνια έγινε λιγότερο αναλογικό, κύρια μετά το 1993.
Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση Ρέντσι επεδίωξε μια μείζονος κλίμακας συνταγματική αναθεώρηση που άγγιζε τον πυρήνα ουσιαστικά του συντάγματος: αλλαγή του τρόπου εκλογής της Γερουσίας και περιορισμός των αρμοδιοτήτων της, για να διευκολύνεται η ψήφιση fast-track νομοθετημάτων στη Βουλή. Ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του κεντρικού κράτους και περιορισμός των αρμοδιοτήτων των περιφερειών. Επικύρωση με συνταγματική ισχύ του νέου εκλογικού νόμου που είχε περάσει από τη Βουλή ο Ρέντσι αλλά εκκρεμούσε η εξέταση της νομιμότητάς του έναντι του Συνταγματικού Δικαστηρίου, νόμου που πρακτικά έδινε πολύ μεγάλη πλειοψηφία στο πρώτο κόμμα.
Ενάντια σε αυτή την αναθεώρηση εμφανίστηκε πολύ νωρίς ένα μεγάλο φάσμα από αντιδράσεις. Το κίνημα των 5 Αστεριών των Μπέπε Γκρίλο, τα διάφορα κομμάτια της ιδιαιτέρως κατακερματισμένης ιταλικής Αριστεράς, τμήματα ακόμη και του Δημοκρατικού Κόμματος του Ρέντσι αλλά και η ακροδεξιά και ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά, ενώ αντιρρήσεις είχε ακόμη και ο Μπερλουσκόνι, παρότι είχε στηρίξει την αναθεώρηση στα πρώτα βήματα της σύνταξης και συζήτησής της.
Το ηχηρό όχι στο Δημοψήφισμα, που είχε ήδη καταγραφεί στις δημοσκοπήσεις, δεν προέκυψε απλώς από κάποια προσκόλληση των Ιταλών σε ένα συνταγματικό κείμενο, που σε πλευρές του μπορεί να είχε καταστεί και κενό γράμμα. Πάνω από όλα μέτρησε μια συνολικότερη αντίθεση και δυσπιστία απέναντι σε ένα ιταλικό πολιτικό σύστημα στο οποίο επαγγελματίες της πολιτικής εναλλάσσονται στην εξουσία προσφέροντας λίγο πολύ παρόμοιες πολιτικές, είτε πρόκειται για την «κεντροαριστερά» είτε πρόκειται για την «κεντροδεξιά» και την ίδια διαπλοκή με επιχειρηματικά συμφέροντα σε όλα τα επίπεδα, ένα σύστημα βαθιά πεπαλαιωμένο και εχθρικό για τους πολίτες. Η φιγούρα του Ρέντσι, που στην πραγματικότητα, παρά τις κατά καιρούς ρητορικές εκρήξεις του κατά της Γερμανίας, εφάρμοζε προκαταβολικά πολιτικές μνημονίων πριν αυτές επιβληθούν από την ΕΕ, είχε καταφέρει στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας να συμβολίζει όλα τα προβλήματα του πολιτικού συστήματος. Βάζοντας ο ίδιος το δικό του πολιτικό μέλλον και της κυβέρνησής του στην πλάστιγγα του Δημοψηφίσματος, με την από καιρό πριν δήλωσή του ότι σε περίπτωση ήττας θα παραιτηθεί, στην πραγματικότητα έδωσε ένα παραπάνω κίνητρο να μετατραπεί το δημοψήφισμα και σε δημοψήφισμα για την κυβέρνησή του. Και φυσικά να εισπράξει μια μεγαλοπρεπή απόρριψη, υπογραμμίζοντας, λίγο μετά την ταπεινωτική απόσυρση Ολάντ, ότι δεν είναι και η καλύτερη περίοδος για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Και αυτό μπορεί να εξηγήσει τόσο τη διεθνή συστράτευση υπέρ του ΝΑΙ πριν τις εκλογές αλλά και την ανησυχία για το από εδώ και πέρα. Λίγο μετά το ηχηρό αποτέλεσμα του Brexit, έρχεται άλλη μια ηχηρή αποδοκιμασία των κυρίαρχων πολιτικών στην Ευρώπη. Η προσπάθεια να δυσφημιστεί ουσιαστικά αυτή η δυναμική διαμαρτυρίας μέσα από την διαρκή επίκληση του «λαϊκισμού», του κύριου τρέχοντος ιδεολογικού μπαμπούλα, ή την ενορχηστρωμένη ταύτιση με τη φιγούρα του Τράμπ, δεν αναιρεί την ουσία: μια βαθιά πολιτική κρίση που δεν αφορά απλώς την καταδίκη πολιτικών ελίτ πλήρως αποκομμένων από τις αγωνίες των κοινωνιών αλλά και τον πυρήνα του «Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος».
Στην ιταλική περίπτωση πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις οικονομικές πλευρές. Η Ιταλία εξελίσσεται σε μια ιδιότυπη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης. Η μεγάλη κρίση του Ιταλικού τραπεζικού συστήματος με τα μεγάλα ανοίγματα σε κομβικές τράπεζες και τις σημαντικές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης μπορεί μέχρι τώρα να έχει αντιμετωπιστεί τόσο από την Ιταλική κυβέρνηση, που θέλει προφανώς να αποφύγει λύσει τύπου μνημονίων, όσο και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως εσωτερική ιταλική υπόθεση, όμως είναι σαφές ότι είμαστε σε ένα οριακό σημείο και εάν η τραπεζική κρίση περάσει ένα κρίσιμο κατώφλι η κρίση θα αφορά το σύνολο της ευρωζώνης. Ιδίως εάν αναλογιστούμε το μέγεθος του ιταλικού δημόσιου χρέους. Και δεν μιλάμε μόνο για το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ που στο 132,5%, πάνω δηλ. από το όριο που στην Ελλάδα είχε χαρακτηριστεί «μη εξυπηρετήσιμο» αλλά και για τον όγκο του, μια που μιλάμε για μια χώρα του G7, που ξεπερνά τα 2,2 τρισεκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Ιταλία είναι η Ευρωπαϊκή χώρα όπου η λογική της εξόδου από ευρώ δεν περιορίζεται μόνο σε κινήματα όπως του Μπεπε Γκρίλο, αλλά αφορά και μερίδες του κεφαλαίου που βλέπουν στο «κοινό νόμισμα» μια απώλεια ανταγωνιστικότητας για την ιταλική βιομηχανία.
Μένει να δούμε ποιες θα είναι οι εξελίξεις. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι θα έχουμε για άλλη μια φορά το… γνωστής αποτελεσματικότητας ευρωπαϊκό damage control, που μέχρι τώρα συνήθως φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Ωστόσο, το ρήγμα είναι πια πραγματικό. Για να παραφράσουμε τον Σαίξπηρ, «υπάρχει κάτι σάπιο στην καρδιά της Ευρώπης» και οι πολίτες το απορρίπτουν με κάθε δυνατή ευκαιρία.
Δημοσίευση σχολίου