Πηγή: Τάσος Παππάς - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Λίγο πριν ξεκινήσει η δίκη για τη «17 Νοέμβρη», αλλά και κατά τη διάρκειά της έγινε μεγάλη συζήτηση, εκτός και εντός δικαστικής αιθούσης, για τον χαρακτήρα των αδικημάτων της. Ηταν πολιτικά τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει ή ποινικά; Στη συζήτηση πήραν μέρος στελέχη κομμάτων, νομικοί, συνταγματολόγοι και ΜΜΕ.
Οσοι υποστήριξαν την πρώτη εκδοχή έλεγαν ότι ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχεις για την οργάνωση και τη δράση της, δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις ποινικό ένα έγκλημα που δεν έχει οικονομικό ή άλλο όφελος για τον δράστη.
Πολιτικούς στόχους έθετε η «17 Νοέμβρη» και είχε επιλέξει ως μέσο για να τους υπηρετήσει την ένοπλη βία.
Ακόμη και οι ληστείες τραπεζών και οι κλοπές αυτοκινήτων ήταν πράξεις ενταγμένες στη συγκεκριμένη λογική. Τα χρήματα από τις ληστείες και τα απαλλοτριωμένα αυτοκίνητα χρησιμοποιήθηκαν όχι για να ζήσουν τα μέλη της μέσα στη χλιδή και να κάνουν βόλτες στα τουριστικά θέρετρα, αλλά για να καλυφθούν οι ανάγκες της οργάνωσης.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που διατύπωσαν αυτή την άποψη δεν αθώωναν τη «17 Νοέμβρη».
Την αποδοκίμαζαν και στο ηθικό πεδίο (ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα) και στο πολιτικό (αναποτελεσματικός τρόπος αντίδρασης) και δεν ζητούσαν να κριθεί με επιείκεια.
Η άλλη πλευρά υποστήριξε ότι σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όσοι παραβιάζουν τους νόμους και το Σύνταγμα δεν μπορούν να διεκδικήσουν τον «τιμητικό» τίτλο του πολιτικού εγκληματία.
Οι παράνομες πράξεις τους ανήκουν στην περιοχή του κοινού ποινικού δικαίου και ως τέτοιες πρέπει να δικαστούν.
Καταλαβαίνοντας όμως ότι δεν είχαν να κάνουν με κλασικού τύπου ποινικά εγκλήματα προσπάθησαν, για να δικαιολογήσουν την προσέγγισή τους, να παρουσιάσουν τη «17 Νοέμβρη» εκτός όλων των άλλων και ως μια συμμορία κλεφτών, ληστών και πλιατσικολόγων.
Κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε στο δικαστήριο. Ακόμη ψάχνουν οι διωκτικές αρχές να βρουν τα λεφτά τα οποία υποτίθεται πως είναι κάπου κρυμμένα.
Αντιθέτως, όποιος παρακολούθησε την ακροαματική διαδικασία σχημάτισε αβίαστα την εντύπωση- από τις ερωτήσεις και τις παρεμβάσεις δικαστών, εισαγγελέων, συνηγόρων και κατηγόρων- ότι ήταν μια ιστορία βαθιά πολιτική.
Πάντως η θέση που κυριάρχησε και στον δημόσιο διάλογο και στους δικαστές όλων των βαθμών που εξέτασαν την υπόθεση ήταν αυτή περί ποινικών εγκλημάτων.
Με βάση λοιπόν αυτή την αντίληψη το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να δεχθεί ότι οι καταδικασθέντες είναι πολιτικοί κρατούμενοι.
Ερχεται όμως το αρμόδιο για τη χορήγηση ολιγοήμερων αδειών συμβούλιο των φυλακών και απαιτεί από τον Δ. Κουφοντίνα να αποκηρύξει τις πολιτικές θέσεις του, αλλιώς δεν θα πάρει την άδεια που σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο δικαιούται από το 2011.
Αν όμως ο Κουφοντίνας δεν είναι πολιτικός κρατούμενος γιατί του ζητούν πολιτική δήλωση μετανοίας;
Το έχουν κάνει με τους ποινικούς κρατουμένους; Το συμβούλιο των φυλακών με σαθρά επιχειρήματα και διαδικαστικά τερτίπια χλευάζει τον νόμο του κράτους.
Λίγο πριν ξεκινήσει η δίκη για τη «17 Νοέμβρη», αλλά και κατά τη διάρκειά της έγινε μεγάλη συζήτηση, εκτός και εντός δικαστικής αιθούσης, για τον χαρακτήρα των αδικημάτων της. Ηταν πολιτικά τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει ή ποινικά; Στη συζήτηση πήραν μέρος στελέχη κομμάτων, νομικοί, συνταγματολόγοι και ΜΜΕ.
Οσοι υποστήριξαν την πρώτη εκδοχή έλεγαν ότι ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχεις για την οργάνωση και τη δράση της, δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις ποινικό ένα έγκλημα που δεν έχει οικονομικό ή άλλο όφελος για τον δράστη.
Πολιτικούς στόχους έθετε η «17 Νοέμβρη» και είχε επιλέξει ως μέσο για να τους υπηρετήσει την ένοπλη βία.
Ακόμη και οι ληστείες τραπεζών και οι κλοπές αυτοκινήτων ήταν πράξεις ενταγμένες στη συγκεκριμένη λογική. Τα χρήματα από τις ληστείες και τα απαλλοτριωμένα αυτοκίνητα χρησιμοποιήθηκαν όχι για να ζήσουν τα μέλη της μέσα στη χλιδή και να κάνουν βόλτες στα τουριστικά θέρετρα, αλλά για να καλυφθούν οι ανάγκες της οργάνωσης.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που διατύπωσαν αυτή την άποψη δεν αθώωναν τη «17 Νοέμβρη».
Την αποδοκίμαζαν και στο ηθικό πεδίο (ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα) και στο πολιτικό (αναποτελεσματικός τρόπος αντίδρασης) και δεν ζητούσαν να κριθεί με επιείκεια.
Η άλλη πλευρά υποστήριξε ότι σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όσοι παραβιάζουν τους νόμους και το Σύνταγμα δεν μπορούν να διεκδικήσουν τον «τιμητικό» τίτλο του πολιτικού εγκληματία.
Οι παράνομες πράξεις τους ανήκουν στην περιοχή του κοινού ποινικού δικαίου και ως τέτοιες πρέπει να δικαστούν.
Καταλαβαίνοντας όμως ότι δεν είχαν να κάνουν με κλασικού τύπου ποινικά εγκλήματα προσπάθησαν, για να δικαιολογήσουν την προσέγγισή τους, να παρουσιάσουν τη «17 Νοέμβρη» εκτός όλων των άλλων και ως μια συμμορία κλεφτών, ληστών και πλιατσικολόγων.
Κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε στο δικαστήριο. Ακόμη ψάχνουν οι διωκτικές αρχές να βρουν τα λεφτά τα οποία υποτίθεται πως είναι κάπου κρυμμένα.
Αντιθέτως, όποιος παρακολούθησε την ακροαματική διαδικασία σχημάτισε αβίαστα την εντύπωση- από τις ερωτήσεις και τις παρεμβάσεις δικαστών, εισαγγελέων, συνηγόρων και κατηγόρων- ότι ήταν μια ιστορία βαθιά πολιτική.
Πάντως η θέση που κυριάρχησε και στον δημόσιο διάλογο και στους δικαστές όλων των βαθμών που εξέτασαν την υπόθεση ήταν αυτή περί ποινικών εγκλημάτων.
Με βάση λοιπόν αυτή την αντίληψη το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να δεχθεί ότι οι καταδικασθέντες είναι πολιτικοί κρατούμενοι.
Ερχεται όμως το αρμόδιο για τη χορήγηση ολιγοήμερων αδειών συμβούλιο των φυλακών και απαιτεί από τον Δ. Κουφοντίνα να αποκηρύξει τις πολιτικές θέσεις του, αλλιώς δεν θα πάρει την άδεια που σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο δικαιούται από το 2011.
Αν όμως ο Κουφοντίνας δεν είναι πολιτικός κρατούμενος γιατί του ζητούν πολιτική δήλωση μετανοίας;
Το έχουν κάνει με τους ποινικούς κρατουμένους; Το συμβούλιο των φυλακών με σαθρά επιχειρήματα και διαδικαστικά τερτίπια χλευάζει τον νόμο του κράτους.
Δημοσίευση σχολίου