Συγκλονιστική η –έμμετρη- κατάθεση ψυχής που έκανε ο Κώστας Χατζής στην τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου.
Φωνή παραπονεμένη, μάτια δακρυσμένα, νότες παθιασμένες συνέβαλαν σε ένα σκηνικό που μας μετέφερε σε μια άλλη εποχή. Τότε που οι Τσιγγάνοι –γύφτοι τους ονόμαζαν- ήταν πολίτες –και με νόμους του κράτους μάλιστα- δεύτερης κατηγορίας.
Στο παρακάτω βίντεο ακούμε τον Κώστα Χατζή να μας λέει με σπαρακτική φωνή πώς πέρασε τα παιδικά του χρόνια σαν «περιθωριακός» και να μας εντυπωσιάζει με την πληροφορία ότι το 1956 στο ελληνικό κοινοβούλιο είχε ψηφιστεί νόμος που απαγόρευε στους «γύφτους» να μπαίνουν στα λεωφορεία και στα τραμ!
Ηταν κάτι που δεν το ξέραμε, αλλά γνωρίζαμε όμως ότι όταν το καλοκαίρι του 1983 έγινε μια συναυλία στον λόφο του Λυκαβηττού αφιερωμένη στον Μανώλη Αγγελόπουλο και στην οποία έλαβε μέρος με μια ολόκληρη τσιγγάνικη κομπανία, στην οποία συμμετείχαν η Ελένη Βιτάλη και οι κορυφαίοι σολίστες Γιάννης Βασιλόπουλος στο κλαρίνο και Λευτέρης Ζέρβας στο βιολί, έγινε ένας χαμός από τους υπερασπιστές της «σωστής μουσικής κουλτούρας» με χαρακτηριστική περίπτωση τον πηχυαίο τίτλο με τον οποίο κυκλοφόρησε η εφημερίδα ΝΕΑ: «Ενας γύφτος στον Λυκαβηττό»!.
Υπήρχε μια αντίληψη ακόμα και στους αριστερούς πολιτικούς χώρους, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που θεωρούσε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι κατώτερο προϊόν ενός λούμπεν προλεταριάτου και το δημοτικό φορέα του χουντικού εθνικισμού, όπως γράφει ο μελετητής του ελληνικού τραγουδιού Στέλιος Ελληνιάδης.
Φωνή παραπονεμένη, μάτια δακρυσμένα, νότες παθιασμένες συνέβαλαν σε ένα σκηνικό που μας μετέφερε σε μια άλλη εποχή. Τότε που οι Τσιγγάνοι –γύφτοι τους ονόμαζαν- ήταν πολίτες –και με νόμους του κράτους μάλιστα- δεύτερης κατηγορίας.
Στο παρακάτω βίντεο ακούμε τον Κώστα Χατζή να μας λέει με σπαρακτική φωνή πώς πέρασε τα παιδικά του χρόνια σαν «περιθωριακός» και να μας εντυπωσιάζει με την πληροφορία ότι το 1956 στο ελληνικό κοινοβούλιο είχε ψηφιστεί νόμος που απαγόρευε στους «γύφτους» να μπαίνουν στα λεωφορεία και στα τραμ!
Ηταν κάτι που δεν το ξέραμε, αλλά γνωρίζαμε όμως ότι όταν το καλοκαίρι του 1983 έγινε μια συναυλία στον λόφο του Λυκαβηττού αφιερωμένη στον Μανώλη Αγγελόπουλο και στην οποία έλαβε μέρος με μια ολόκληρη τσιγγάνικη κομπανία, στην οποία συμμετείχαν η Ελένη Βιτάλη και οι κορυφαίοι σολίστες Γιάννης Βασιλόπουλος στο κλαρίνο και Λευτέρης Ζέρβας στο βιολί, έγινε ένας χαμός από τους υπερασπιστές της «σωστής μουσικής κουλτούρας» με χαρακτηριστική περίπτωση τον πηχυαίο τίτλο με τον οποίο κυκλοφόρησε η εφημερίδα ΝΕΑ: «Ενας γύφτος στον Λυκαβηττό»!.
Υπήρχε μια αντίληψη ακόμα και στους αριστερούς πολιτικούς χώρους, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που θεωρούσε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι κατώτερο προϊόν ενός λούμπεν προλεταριάτου και το δημοτικό φορέα του χουντικού εθνικισμού, όπως γράφει ο μελετητής του ελληνικού τραγουδιού Στέλιος Ελληνιάδης.
Όποιος δεν έχει ζωντανές παρτίδες με τους τσιγγάνους, είναι δύσκολο να καταλάβει σε τι απροσμέτρητο κοινωνικό βάθος ζούνε. Σε ποιο περιθώριο είναι καταδικασμένοι, τι περιφρόνηση βιώνουν και πόσο σχεδόν αδύνατο είναι να γίνουν ίσοι με τους «λευκούς» έχοντας να υπερπηδήσουν ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα αποκλεισμών.
Μόνο ο Κώστας Χατζής κατάφερε να ξεφύγει από το γκέτο. Γιατί έπαιζε κιθάρα και όχι κλαρίνο ή τουμπερλέκι, γιατί μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά έχοντας αποβάλει πλήρως την τσιγγάνικη προφορά, γιατί δεν έκανε παρέα με τσιγγάνους, γιατί διάλεξε δυτικό θρήσκευμα, γιατί είχε μεγάλο ταλέντο και επέλεξε ένα είδος ρεπερτορίου που απευθυνόταν όχι στους τσιγγάνους, αλλά στους «λευκούς». Αυτός πέρασε τις Συμπληγάδες και έγινε «sir-. Η Βιτάλη το πάλεψε αλλιώς, αλλά το φορτίο είναι πολύ βαρύ και ο βράχος ράγισε.
Οι άλλοι εξίσου σπουδαίοι τσιγγάνοι μουσικοί, που δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τις πολιτισμικές τους προδιαγραφές, παρ’ όλη τη μεγάλη προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο, παρέμειναν «γύφτοι» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Για ένα μικρό μνήμα για τον εξαίρετο Γιάννη Βασιλόπουλο των χιλιάδων ηχογραφήσεων και παραστάσεων, συνεργάτη του Καζαντζίδη, του Ξαρχάκου, του Κόρου και δεκάδων άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών, χρειάστηκε να παρακαλέσω τους μισούς δημάρχους της δυτικής Αττικής!
Υπήρχε ποτέ περίπτωση να παραχωρήσουν, τιμής ένεκεν, μια γωνίτσα στο Α’ νεκροταφείο δίπλα στους μη τσιγγάνους καλλιτέχνες; Οι τσιγγάνοι, όντας ακραία περιφρονημένοι, (ας σκεφτούμε πότε αναφέρονται στα δελτία ειδήσεων), ήταν ανέκαθεν θύματα των κομμάτων εξουσίας που τους εκμεταλλεύονταν για ψηφοθηρικούς λόγους. Με την ελπίδα ότι θα αποσπάσουν ένα κομματάκι ανοχής και αποδοχής στην κοινωνία των «άλλων», σέρνονταν πίσω από τους πολιτευτές που κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας και μοίραζαν εκδουλεύσεις.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δεν κατάφεραν και πολλά. Κι όσοι προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν ή να αντισταθούν χωρίς να αρνηθούν τη φυλή και τον πολιτισμό τους, έφαγαν τα μούτρα τους.
Στέλιος Ελληνιάδης - "Δρόμος της Αριστεράς"
Μόνο ο Κώστας Χατζής κατάφερε να ξεφύγει από το γκέτο. Γιατί έπαιζε κιθάρα και όχι κλαρίνο ή τουμπερλέκι, γιατί μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά έχοντας αποβάλει πλήρως την τσιγγάνικη προφορά, γιατί δεν έκανε παρέα με τσιγγάνους, γιατί διάλεξε δυτικό θρήσκευμα, γιατί είχε μεγάλο ταλέντο και επέλεξε ένα είδος ρεπερτορίου που απευθυνόταν όχι στους τσιγγάνους, αλλά στους «λευκούς». Αυτός πέρασε τις Συμπληγάδες και έγινε «sir-. Η Βιτάλη το πάλεψε αλλιώς, αλλά το φορτίο είναι πολύ βαρύ και ο βράχος ράγισε.
Οι άλλοι εξίσου σπουδαίοι τσιγγάνοι μουσικοί, που δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τις πολιτισμικές τους προδιαγραφές, παρ’ όλη τη μεγάλη προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο, παρέμειναν «γύφτοι» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Για ένα μικρό μνήμα για τον εξαίρετο Γιάννη Βασιλόπουλο των χιλιάδων ηχογραφήσεων και παραστάσεων, συνεργάτη του Καζαντζίδη, του Ξαρχάκου, του Κόρου και δεκάδων άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών, χρειάστηκε να παρακαλέσω τους μισούς δημάρχους της δυτικής Αττικής!
Υπήρχε ποτέ περίπτωση να παραχωρήσουν, τιμής ένεκεν, μια γωνίτσα στο Α’ νεκροταφείο δίπλα στους μη τσιγγάνους καλλιτέχνες; Οι τσιγγάνοι, όντας ακραία περιφρονημένοι, (ας σκεφτούμε πότε αναφέρονται στα δελτία ειδήσεων), ήταν ανέκαθεν θύματα των κομμάτων εξουσίας που τους εκμεταλλεύονταν για ψηφοθηρικούς λόγους. Με την ελπίδα ότι θα αποσπάσουν ένα κομματάκι ανοχής και αποδοχής στην κοινωνία των «άλλων», σέρνονταν πίσω από τους πολιτευτές που κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας και μοίραζαν εκδουλεύσεις.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δεν κατάφεραν και πολλά. Κι όσοι προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν ή να αντισταθούν χωρίς να αρνηθούν τη φυλή και τον πολιτισμό τους, έφαγαν τα μούτρα τους.
Στέλιος Ελληνιάδης - "Δρόμος της Αριστεράς"
Δημοσίευση σχολίου