Στη φυλακή οδηγείται ένας σύντροφος ο Κώστας Κ., ο οποίος έχει πολύχρονη παρουσία στο αντιεξουσιαστικό κίνημα λόγω της άρνησής του να πληρώσει την καταδικαστική χρηματική ποινή, που του επιβλήθηκε από δικαστήριο.
Σε δήλωση του πριν την δίκη αναφέρει:
Σε δήλωση του πριν την δίκη αναφέρει:
Τον Ιούνιο του 2011, ο κόσμος του αγώνα έδωσε στην Αθήνα μια μεγάλη μάχη. Μια μάχη ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση που ελλαδικό κεφάλαιο και κράτος, καθ’ υπόδειξη των ευρωπαϊκών και διεθνών αφεντικών τους, εξαπέλυσαν ενάντια στην εργατική τάξη και στα φτωχά στρώματα αυτής της χώρας.
Μια “επιχείρηση καταιγίδα” ενάντια σε κάθε εργασιακό δικαίωμα, σε κάθε δομή “κοινωνικής προστασίας”, σε κάθε τι που εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες κατέκτησαν τον τελευταίο ενάμιση αιώνα και που τώρα, με την εργατική τάξη να φαίνεται πεσμένη στο καναβάτσο, δίχως συλλογικό όραμα και δίχως συνείδηση του ρόλου και της αποστολής της, τα αφεντικά έκριναν πως ήρθε η ώρα να πάρουν τη ρεβάνς τους. Μια “επιχείρηση καταιγίδα” που πήρε το όνομα “Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής” και που αποτέλεσε τον προπομπό της περαιτέρω φτωχοποίησης των ήδη φτωχών.
Παρά τα όσα περίμεναν αυτοί που τότε μας κυβερνούσαν, οι εργαζόμενοι της Αθήνας στάθηκαν στο ύψος των στιγμών, εμποδίζοντας για ώρες την προσέλευση των βουλευτών στο κοινοβούλιο για την ψήφιση αυτού του πλαισίου-εκτρώματος. Και μόνο η πιο ωμή βία των πραιτοριανών του καθεστώτος ήταν που κατάφερε να τους μπάσει τελικά στη ζούλα, μέσω του εθνικού κήπου.
Απέναντι στη βία του καθεστώτος αντιπαρατέθηκε η λαϊκή αντιβία, μετατρέποντας
την πόλη σε ένα πεδίο μάχης. Και, εννοείται, πως η δική μου θέση ήταν εκεί.
Οι ίδιοι εκείνοι που ξεπούλησαν (ή υποβάθμισαν και έκλεισαν) υποδομές που χρησιμεύουν στο κοινό όφελος -λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, νοσοκομεία, παραλίες, δημόσιους χώρους και εν γένει κοινωνικό πλούτο- έχουν το θράσος να με δικάζουν ότι προξένησα “ζημιά σε πράγμα που χρησιμεύει στο κοινό όφελος”, για ένα ξηλωμένο μάρμαρο της πλατείας Συντάγματος το οποίο αμυντικά χρησιμοποιήθηκε για την αναχαίτιση των αφιονισμένων ματατζήδων και δελτάδων που με κλομπς και δακρυγόνα εφορμούσαν στον συγκεντρωμένο κόσμο.
Η οκτάμηνη πρωτόδικη καταδίκη μου ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσα να αναμένω. Στις 30 Απρίλη θα δικαστώ σε δεύτερο βαθμό από το γ’ τριμελές εφετείο, έχοντας τις “επιλογές” τού να καταβάλλω κάποιες χιλιάδες ευρώ για να εξαγοράσω τις βουλές της γκαβής κυρίας με την παλάντζα και το σπαθάκι, ή ως άμισθος σκλάβος να σκουπίζω δρόμους στα πλαίσια της “κοινωφελούς εργασίας” ως εναλλακτική προς την έκτιση της ποινής. Με άλλα λόγια, έτσι ή αλλιώς, να συμβάλλω στο χτίσιμο των “πρωτογενών πλεονασμάτων” τους, στην εμπέδωση της υποταγής, στη νέα βαρβαρότητα. Να πράξω δηλαδή ενάντια σε όσα όλοι μαζί κάναμε σε δρόμους και πλατείες. Τότε και τώρα.
Όχι εγώ.
Σε μια παλιά ελληνική ταινία, όταν μπαίνει ο δισταγμός του φόβου της φυλακής απέναντι σε μια επιλογή που επιτάσσει η τιμή, η απάντηση βγαίνει αυθόρμητα: “Η φυλακή μάς ξέρει και την ξέρουμε”. Δεν πρόκειται λοιπόν να εξαγοράσω την όποια ποινή. Δεν πρόκειται να προβώ σε οτιδήποτε που να αναιρεί το νόημα εκείνων των ημερών αντίστασης.
Σπάζοντας τον φόβο να δώσουμε σε κάθε πεδίο τις μικρές μας μάχες
Κώστας Κ.
Μια “επιχείρηση καταιγίδα” ενάντια σε κάθε εργασιακό δικαίωμα, σε κάθε δομή “κοινωνικής προστασίας”, σε κάθε τι που εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες κατέκτησαν τον τελευταίο ενάμιση αιώνα και που τώρα, με την εργατική τάξη να φαίνεται πεσμένη στο καναβάτσο, δίχως συλλογικό όραμα και δίχως συνείδηση του ρόλου και της αποστολής της, τα αφεντικά έκριναν πως ήρθε η ώρα να πάρουν τη ρεβάνς τους. Μια “επιχείρηση καταιγίδα” που πήρε το όνομα “Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής” και που αποτέλεσε τον προπομπό της περαιτέρω φτωχοποίησης των ήδη φτωχών.
Παρά τα όσα περίμεναν αυτοί που τότε μας κυβερνούσαν, οι εργαζόμενοι της Αθήνας στάθηκαν στο ύψος των στιγμών, εμποδίζοντας για ώρες την προσέλευση των βουλευτών στο κοινοβούλιο για την ψήφιση αυτού του πλαισίου-εκτρώματος. Και μόνο η πιο ωμή βία των πραιτοριανών του καθεστώτος ήταν που κατάφερε να τους μπάσει τελικά στη ζούλα, μέσω του εθνικού κήπου.
Απέναντι στη βία του καθεστώτος αντιπαρατέθηκε η λαϊκή αντιβία, μετατρέποντας
την πόλη σε ένα πεδίο μάχης. Και, εννοείται, πως η δική μου θέση ήταν εκεί.
Οι ίδιοι εκείνοι που ξεπούλησαν (ή υποβάθμισαν και έκλεισαν) υποδομές που χρησιμεύουν στο κοινό όφελος -λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, νοσοκομεία, παραλίες, δημόσιους χώρους και εν γένει κοινωνικό πλούτο- έχουν το θράσος να με δικάζουν ότι προξένησα “ζημιά σε πράγμα που χρησιμεύει στο κοινό όφελος”, για ένα ξηλωμένο μάρμαρο της πλατείας Συντάγματος το οποίο αμυντικά χρησιμοποιήθηκε για την αναχαίτιση των αφιονισμένων ματατζήδων και δελτάδων που με κλομπς και δακρυγόνα εφορμούσαν στον συγκεντρωμένο κόσμο.
Η οκτάμηνη πρωτόδικη καταδίκη μου ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσα να αναμένω. Στις 30 Απρίλη θα δικαστώ σε δεύτερο βαθμό από το γ’ τριμελές εφετείο, έχοντας τις “επιλογές” τού να καταβάλλω κάποιες χιλιάδες ευρώ για να εξαγοράσω τις βουλές της γκαβής κυρίας με την παλάντζα και το σπαθάκι, ή ως άμισθος σκλάβος να σκουπίζω δρόμους στα πλαίσια της “κοινωφελούς εργασίας” ως εναλλακτική προς την έκτιση της ποινής. Με άλλα λόγια, έτσι ή αλλιώς, να συμβάλλω στο χτίσιμο των “πρωτογενών πλεονασμάτων” τους, στην εμπέδωση της υποταγής, στη νέα βαρβαρότητα. Να πράξω δηλαδή ενάντια σε όσα όλοι μαζί κάναμε σε δρόμους και πλατείες. Τότε και τώρα.
Όχι εγώ.
Σε μια παλιά ελληνική ταινία, όταν μπαίνει ο δισταγμός του φόβου της φυλακής απέναντι σε μια επιλογή που επιτάσσει η τιμή, η απάντηση βγαίνει αυθόρμητα: “Η φυλακή μάς ξέρει και την ξέρουμε”. Δεν πρόκειται λοιπόν να εξαγοράσω την όποια ποινή. Δεν πρόκειται να προβώ σε οτιδήποτε που να αναιρεί το νόημα εκείνων των ημερών αντίστασης.
Σπάζοντας τον φόβο να δώσουμε σε κάθε πεδίο τις μικρές μας μάχες
Κώστας Κ.
Δημοσίευση σχολίου