Μια μέρα σαν τη σημερινή στις 11 Απριλίου του 1890, φτάνουν οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, στο νησί Έλις. Στο διάστημα 1892 έως 1924, πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες βρέθηκαν στο νησί Ellis. Οι Αμερικανοί δεν τους έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια. Τους φώναζαν «λιγδιάρηδες» («greaseballs») και «βρωμοέλληνες» («dirty Greeks»). Στον Νότο, οι Έλληνες βρέθηκαν στο στόχαστρο της Κου-Κλουξ-Κλαν, ενώ οι νόμοι που ψηφίζονταν για τους μαύρους ίσχυαν και για τους ίδιους, καθώς δεν θεωρούνταν «λευκοί». (Πηγή)
Επειδή ορισμένοι θέλουν να ξεχνάνε ότι και εμείς είμαστε λαός μεταναστών και προσφύγων, καλό είναι να θυμίσουμε την απάνθρωπη αντιμετώπιση που είχαν οι πρώτοι Ελληνες μετανάστες στην Αμερική.
«Ομολογώ ότι μπροστά στο θέαμα των διερχόμενων (μεταναστών) Ελλήνων η συνείδησή μου εξανίσταται. Οι μετανάστες, στους οποίους κάποιοι υπόσχονται τον επίγειο παράδεισο, παύουν να θεωρούνται ανθρώπινα όντα από τη στιγμή του απόπλου του ατμόπλοιου για Μασσαλία ή για άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια. Ο μετανάστης μεταβάλλεται σε εμπόρευμα, σε είδος. Είναι θύματα των μεγάλων ατμοπλοϊκών εταιρειών. Υποθηκεύουν ή πουλάνε ό,τι κι αν έχουν, παραδίδοντας τα πάντα στους πράκτορες αυτών των εταιρειών».
Συγκλονίζει η έκθεση του Γενικού Πρόξενου της Ελλάδας στη Μασσαλία (1901-1902), για την κατάσταση των Ελλήνων μεταναστών, που μαζί με χιλιάδες Ιταλούς, Ιρλανδούς και άλλους Ευρωπαίους γεμίζανε τα πλοία για την Αμερική.
«Όσες φορές απευθύνθηκα σε ατμοπλοϊκές εταιρείες», γράφει ο πρόξενος, «για την προστασία Ελλήνων που δεν τους επέτρεψαν να αποβιβαστούν στην Αμερική, για διάφορους λόγους, οι πράκτορες αποποιούνται την επιστροφή των χρημάτων με επιχείρημα ότι αυτοί οι δυστυχείς υπέγραψαν συμφωνητικό προς του απόπλου από τον Πειραιά.
[…] Αυτή τη στιγμή που γράφω, μπροστά στο προξενικό κατάστημα βρίσκονται περί τους 800 μετανάστες που ζητούν τη συνδρομή μου για να φύγουν στις ΗΠΑ και άλλοι για να συλληφθούν αυτοί που τους αφαίρεσαν με απάτη τα χρήματά τους. Άλλοι ζητούν την παρέμβασή μου ώστε να εισαχθούν σε φρενοκομείο της πόλης ως ψυχικά πάσχοντες από τις κακουχίες και τις στερήσεις του διάπλου».
«Πόντισον!»
Τραγική η πορεία στη ξενιτιά των ΗΠΑ για τους μετανάστες από την Ελλάδα και από τις άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα. Πολλοί ήταν αυτοί που έχαναν τα λογικά τους κατά τον εικοσαήμερο διάπλου του Ατλαντικού και άλλοι που δεν άντεχαν τις κακουχίες της ζωής μακριά από την πατρίδα. Ακόμη πιο σκληρές όμως ήταν οι σκηνές που διαδραματίζονταν με τους ανθρώπους που έχαναν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Οι ναυτικοί κανονισμοί προέβλεπαν τη ρίψη του πτώματος στη θάλασσα μέσα σε ασφαλτωμένο φέρετρο, για να μη γίνει ο νεκρός τροφή για τα ψάρια. Όμως τις πιο πολλές φορές ο πλοίαρχος, προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις από τους συγγενείς, τους συνοδούς και τους υπόλοιπους μετανάστες, διέταζε το πλήρωμα να ρίξει τους νεκρούς στη θάλασσα μέσα στη νύχτα.
«Πόντισον!» έδινε τη διαταγή ο καπετάνιος και το πτώμα κυλούσε πάνω στο σανίδι, δεμένο με ένα βαρίδι στα πόδια κι έπεφτε στον ωκεανό μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Το όνειρο του Νέου Κόσμου τελείωνε με την υπογραφή του καπετάνιου, του ιατρού του πλοίου και δύο ακόμα μαρτύρων σε μία ληξιαρχική πράξη θανάτου, ενώ τα πράγματα του νεκρού παραδίδονταν στην αρμόδια προξενική αρχή.
Η ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Θερμοπύλες» έγραφε στις 10 Απριλίου του 1903:
«Και μαρμάρινη καρδιά να έχει κάποιος θα συντριβεί βλέποντας πολλούς Έλληνες μετανάστες να αποπέμπονται και να βρίσκονται μέσα στην απόγνωση. Πολλοί υποθηκεύσανε τα κτήματά τους στην Ελλάδα για να πληρώσουν τα εισιτήρια. Άλλοι μόλις άκουσαν ότι δεν γίνονται δεκτοί (από το Αμερικανικό Γραφείο Μετανάστευσης) αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στη θάλασσα. Σε όλα τα πρόσωπα ήταν διακριτή η συντριβή της καρδιάς και η απόγνωση». Διαβάστε περισσότερα
Δημοσίευση σχολίου