Βροντούν κι αστράφτουν, πέρα ως πέρα,
τα δοξασμένα μας βουνά
και μια φωνή αντηχεί στη σφαίρα
το “Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά.”
Κι εκεί ψηλά στα σύνορά μας,
αθάνατος μένει φρουρός,
κρατάει στο χέρι αστροπελέκι,
ο Λαϊκός μας ο Στρατός.
Για αθάνατα έχει παλάτια
τα τιμημένα μας βουνά,
ελπίδα έχει το ντουφέκι
και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά.
Για ‘κείνο πάντα ξεσπαθώνει,
για ‘κείνο πάντα αψηφά,
με δάφνες πάντα το στολίζει
και μας χαρίζει λευτεριά.
Με τίτλο “Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά!”, το τραγούδι αυτό γράφτηκε από τον Δημήτρη Γκόγκο, τον “Μπαγιαντέρα”, το 1943. Ήταν ένα από τα αντιστασιακά ρεμπέτικα τραγούδια που έγραψε στα χρόνια της Κατοχής ο λαϊκός συνθέτης που έφυγε από τη ζωή στις 18 Νοεμβρίου 1985.
Ο Δημήτρης Γκόγκος είχε γεννηθεί σε εργατογειτονιά του Πειραιά το 1903 και δούλευε ως εργάτης, ακόμη και τότε που είχε γίνει γνωστός ως καλλιτέχνης. Μπουζούκι έμαθε από μικρός και το 1925 έπαιξε διασκευασμένη την ιταλική οπερέτα “Μπαγιαντέρα”, παίρνοντας απ΄ αυτήν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο.
Έγραφε περισσότερα από εκατό τραγούδια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα “Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη”, “Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια” κ.ά.
Παντρεμένος με την κομμουνίστρια και συνδικαλιστικά δραστήρια καπνεργάτρια Δέσποινα Αραμπαζόγλου, εντάχθηκε και ο ίδιος στο ΚΚΕ. Ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 έγραψε τα τραγούδια “Τους Κενταύρους δε φοβάμαι” και “Στης Πίνδου τα βουνά”.
Με τη μεγάλη πείνα του πρώτου χειμώνα της Κατοχής ο Μπαγιαντέρας τυφλώθηκε λόγω αβιταμίνωσης.
Ενταγμένος στο ΕΑΜ, πιάστηκε και βασανίστηκε από συνεργάτες των κατακτητών, ενώ έγραψε και μερικά από τα σημαντικότερα αντιστασιακά ρεμπέτικα, όπως αυτό που παραθέσαμε, και τα “Σου στέλνω χαιρετίσματα”, “Να ‘ναι γλυκό το βόλι” (“Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα”), “Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας” και “Αρχηγό έχω τον Άρη”.
Εγκατεστημένος στο Περιστέρι, έζησε πολύ δύσκολα τις επόμενες δεκαετίες, εξαιτίας της αναπηρίας του, των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του, αλλά και της περιορισμένης απήχησης του παλιού ρεμπέτικου.
Εντούτοις, τα τραγούδια του άρχισαν και πάλι να ακούγονται κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση του 1974.
τα δοξασμένα μας βουνά
και μια φωνή αντηχεί στη σφαίρα
το “Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά.”
Κι εκεί ψηλά στα σύνορά μας,
αθάνατος μένει φρουρός,
κρατάει στο χέρι αστροπελέκι,
ο Λαϊκός μας ο Στρατός.
Για αθάνατα έχει παλάτια
τα τιμημένα μας βουνά,
ελπίδα έχει το ντουφέκι
και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά.
Για ‘κείνο πάντα ξεσπαθώνει,
για ‘κείνο πάντα αψηφά,
με δάφνες πάντα το στολίζει
και μας χαρίζει λευτεριά.
Με τίτλο “Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά!”, το τραγούδι αυτό γράφτηκε από τον Δημήτρη Γκόγκο, τον “Μπαγιαντέρα”, το 1943. Ήταν ένα από τα αντιστασιακά ρεμπέτικα τραγούδια που έγραψε στα χρόνια της Κατοχής ο λαϊκός συνθέτης που έφυγε από τη ζωή στις 18 Νοεμβρίου 1985.
Ο Δημήτρης Γκόγκος είχε γεννηθεί σε εργατογειτονιά του Πειραιά το 1903 και δούλευε ως εργάτης, ακόμη και τότε που είχε γίνει γνωστός ως καλλιτέχνης. Μπουζούκι έμαθε από μικρός και το 1925 έπαιξε διασκευασμένη την ιταλική οπερέτα “Μπαγιαντέρα”, παίρνοντας απ΄ αυτήν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο.
Έγραφε περισσότερα από εκατό τραγούδια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα “Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη”, “Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια” κ.ά.
Παντρεμένος με την κομμουνίστρια και συνδικαλιστικά δραστήρια καπνεργάτρια Δέσποινα Αραμπαζόγλου, εντάχθηκε και ο ίδιος στο ΚΚΕ. Ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 έγραψε τα τραγούδια “Τους Κενταύρους δε φοβάμαι” και “Στης Πίνδου τα βουνά”.
Με τη μεγάλη πείνα του πρώτου χειμώνα της Κατοχής ο Μπαγιαντέρας τυφλώθηκε λόγω αβιταμίνωσης.
Ενταγμένος στο ΕΑΜ, πιάστηκε και βασανίστηκε από συνεργάτες των κατακτητών, ενώ έγραψε και μερικά από τα σημαντικότερα αντιστασιακά ρεμπέτικα, όπως αυτό που παραθέσαμε, και τα “Σου στέλνω χαιρετίσματα”, “Να ‘ναι γλυκό το βόλι” (“Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα”), “Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας” και “Αρχηγό έχω τον Άρη”.
Εγκατεστημένος στο Περιστέρι, έζησε πολύ δύσκολα τις επόμενες δεκαετίες, εξαιτίας της αναπηρίας του, των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του, αλλά και της περιορισμένης απήχησης του παλιού ρεμπέτικου.
Εντούτοις, τα τραγούδια του άρχισαν και πάλι να ακούγονται κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση του 1974.
Δημοσίευση σχολίου