Μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε τη πέτρα. Παραμονή του πανηγυριού και ο Νίκος έβαλε μπροστά το μοτοσακό. Απόθεσε τη λύρα μπροστά του και πίσω κάθισε ο Γιάννης με το λαούτο στο χέρι. Διέσχισαν τη Πλατιά Στράτα και πέρασαν τη Χανιώπορτα. Προχώρησαν στην Εξηνταδύο Μαρτύρων και βγήκαν στα περίχωρα του Ηρακλείου.
Ο Νίκος είχε «τα μάτια του τέσσερα» κι ο Γιάννης μιλούσε για τους μερακλήδες του χωριού. Το γλέντι θα κρατούσε δυο με τρις μέρες. Μπήκαν στους χωματόδρομους για το χωριό και ο μοτοσακός μούγκριζε σε κάθε στροφή και στις πασπάλες του δρόμου φαλτσάριζε.
Ο Νίκος ήταν απασχολημένος με την οδήγηση και μόλις έφερνε το μοτοσακό στα ίσια του αναφωνούσε ενθουσιασμένος. Διέσχιζαν τους τόπους με τα αμπέλια, με τα αγίνωτα σταφύλια και τις ελιές. Στο βάθος τα βουνά κάρφωναν με τα κορφές τους τον ουρανό. Στα δασωμένα πλάγια τα χωριά έλαμπαν ασβεστωμένα στο ήλιο. Τα στρώματα της σκόνης έκαναν όλο και πιο δύσκολη την οδήγηση μα η λαχτάρα του γλεντιού, τους γέμιζε κέφι και όρεξη.
Ο ανηφορικός δρόμος με τις πασπάλες και τους τράφους δυσκόλευε το μηχανάκι. Πίσω τους φαινόταν το Ηράκλειο με τη θάλασσα να απλώνεται γαλάζια. Μικρό φαινόταν από μακριά! Ο ένας έπαιζε το σκοπουλάκι με το στόμα και ο άλλος συνόδευε και που και που πετούσαν κάποια μαντινάδα και σκούσαν στα γέλια. Έτσι πήγαιναν και πήραν αεράτα τη στροφή με τις πασπάλες. Ο μοτοσακός φάλτσαρε και ο Νίκος προσπάθησε να κρατήσει το τιμόνι. Δυστυχώς και παρ’ ελπίδα το τιμόνι στράβωσε και το πέσιμο ήταν άγαρμπο και απότομο. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου