Αρκετά κείμενα έχουν γραφτεί για τον Αθανάσιο Διάκο.
Για την ηρωική του συμβολή στην επανάσταση του 1821 καθώς και για τραγικό τέλος που είχε σαν σήμερα 24 Απρίλη του 1821.
Σύμφωνα με την ιστοριογραφία, ο Αθ. Διάκος συνελήφθη τραυματισμένος, από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη μετά την μάχη της Αλαμάνας.
Μεταφέρεται σιδηροδέσμιος στη Λαμία και οι Τούρκοι του προτείνουν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Ο Διάκος φέρεται να αρνείται και να απαντάει με το γνωστό: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ να πεθάνω».
Οι Τούρκοι αποφασίζουν να θανατωθεί δια ανασκολοπισμού, ενώ πριν ξεψυχήσει ο Αθ. Διάκος, παρουσιάζεται ότι λέει το παρακάτω το αυτοσχέδιο τετράστιχο:
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι.
Αυτά από την επίσημη ιστορία, που διδάσκεται στα σχολεία. Εμείς θα μιλήσουμε για μια άγνωστη σελίδα από το βιογραφικό του Αθ. Διάκου που έχει εξαφανιστεί από τα σχολικά εγχειρίδια.
Και δεν εννοούμε την αναφορά στα χρόνια που υπηρετούσε στην σωματοφυλακή του Αλη Πασά στα Γιάννενα κάτω από τις διαταγές του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Θα σταθούμε στην προσωπική ζωή του Α. Διάκου. Και θα μιλήσουμε από την εποχή που ήταν 17 χρονών, όταν πέταξε τα ράσα, σαν διάκος που ήταν στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, και εντάχθηκε σαν πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά.
Ο λόγος ήταν γιατί είχε σκοτώσει έναν Τούρκο αγά ο οποίος τον είχε βιάσει θαμπωμένος από την ομορφιά του. Από κει και πέρα οι επιτυχίες που είχε όχι μόνο στις μάχες με τους Τούρκους, αλλά και στις κατακτήσεις του στον γυναικόκοσμο, έγραψαν ιστορία.
Σ' αυτές θα αναφερθούμε χρησιμοποιώντας απόσπασμα από ένα κείμενο του Κυριάκου Δ. Σκιαθά, το οποίο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Αιρετικά".
Τα χρόνια εκείνα τους απατημένους συζύγους τους αντιμετώπιζαν με μέγιστη δόση ειρωνείας, τις δε μοιχαλίδες τις αποδοκίμαζαν με τρόπο που πολλές φορές απειλούσε τη ζωή τους.
Οι ιστοριογράφοι ύμνησαν τις αρετές και το θάρρος του ανασκολοπισμένου μάρτυρα του ’21 Αθανάσιου Διάκου.
Με λουλούδι σπάνιο τον παρομοιάζει ο Σπ. Μελάς στα «Ματωμένα ράσα»: «Στον Κόρακα, στη βορεινή πλαγιά των Βαρδουσιών φύτρωσε ένα λουλούδι σπάνιο της ελληνικής ομορφιάς, της παλληκαριάς και της αρετής, ο Αθανάσιος Διάκος».
Ολοι σχεδόν που ασχολήθηκαν με τον βίο του συμφωνούν ότι η αιτία για να αφήσει το μοναχικό σχήμα ο ήρωας και να ακολουθήσει τον κλέφτικο βίο ήταν οι ασέλγειες κάποιου Τούρκου αγά που θαμπώθηκε από τη θρυλική ομορφιά του.
Από την άλλη, υπάρχουν κείμενα, προφορικές παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τις επιτυχίες του ήρωα στον γυναικόκοσμο.
Ο έρωτας της όμορφης Κρυστάλλως, της μικρότερης κόρης του ισχυρού κοτζαμπάση της Κωσταρίτσας Αναγνώστη Μπάμπαλη, με τον Διάκο περί το 1812 είχε αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού Σκαλτσοδήμου με τον ήρωα.
Εκείνα τα χρόνια ένα άλλο ερωτικό περιστατικό με πρωταγωνιστές τον Διάκο, μια πανέμορφη γυναίκα, την Κατερίνη, και το άλλο πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσοδήμου, Γούλα, τάραξε τη Ρούμελη.
Ηταν μια αισθηματική ιστορία που άγγιξε τα όρια του σκανδάλου, ένας δεσμός που μας παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο τον ερωτισμό του ήρωα της Αλαμάνας και ταυτόχρονα μας πληροφορεί για τα ερωτικά ήθη των χρόνων εκείνων.
Η Κατερίνη ήταν νέα, 18 Μαΐων, ξακουστή για την ομορφιά και τη σεμνότητά της σε όλη την περιοχή. Το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνη Σπύρου ή Ξυστρή και καταγόταν από τη Σέλιανη (τα σημερινά Μάρμαρα), χωριό της δυτικής Φθιώτιδας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Κατερίνη είχε ξετρελάνει τα παλικάρια της περιοχής. Μεταξύ αυτών που θαμπώθηκαν από την ομορφιά της ήταν ο Γούλας και ο Διάκος, τα πρωτοπαλίκαρα του Σκαλτσοδήμου.
Ο Γούλας της ζήτησε να τον παντρευτεί αλλά στάθηκε άτυχος, γιατί είχε για αντίζηλο το ομορφόπαιδο της περιοχής, τον Αθανάσιο Διάκο.
Η Κατερίνη προτίμησε τον Διάκο και σύντομα έγινε ο αρραβώνας τους. Ο Γούλας δεν συγχώρεσε τους δυο ερωτευμένους και περισσότερο την Κατερίνη που τον πρόσβαλε με την απόρριψη.
Στο θολωμένο του μυαλό έκανε τη σκέψη να εκδικηθεί το ζευγάρι. Κάποια μέρα που λημέριαζαν οι ερωτικοί αντίζηλοι στη θέση Κούτσουρο έξω από τη Σέλιανη έπιασαν κουβέντα και η συζήτηση έφτασε στις γυναίκες. Ο Γούλας υποστήριζε ότι καμιά γυναίκα δεν είναι πιστή.
Ο Διάκος είχε αντίθετη άποψη και την αιτιολογούσε φέρνοντας παράδειγμα την αρραβωνιαστικιά του Κατερίνη.
Ο Γούλας άρπαξε την ευκαιρία και αμφισβήτησε τα λεγάμενα του Διάκου. Τον προκάλεσε ότι μπορεί να ξελογιάσει την Κατερίνη.
«Κι' αυτή είν’ σαν τις άλλες. Αν θες μπορώ να στ’ αποδείξω και να την φέρω δω στο λημέρι μας» του είπε. Ζήτησε μόνο από τον Διάκο να του δώσει το αργυρομάνικο λάζο του (σουγιά με αργυρή λαβή), να της το δείξει σαν σημάδι ότι έρχεται από τον αρραβωνιαστικό της.
Ο Διάκος δέχτηκε την πρόκληση γιατί είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην Κατερίνη του. Ο Γούλας τελικά κατάφερε τον στόχο του. Η Κατερίνη, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον ακολούθησε.
Ο Διάκος βλέποντάς τη να ’ρχεται στο λημέρι με τον Γούλα του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η Κατερίνη προσπάθησε να τον ηρεμήσει λέγοντάς του ότι ο Γούλας την ξεγέλασε. Της είπε ότι ο αρραβωνιαστικός της είναι άρρωστος και πως θέλει να τη δει. Για να την πείσει ότι λέει την αλήθεια της έδειξε το λάζο του ήρωα.
Ο Διάκος δεν την πίστεψε, της ξέσκισε τα ρούχα, της έκοψε τα μαλλιά και την έδιωξε σχεδόν ολόγυμνη.
Η Κατερίνη ντροπιασμένη και χωρίς να έχει ελπίδα να ξαναδεί τον άνθρωπό της γύρισε στο χωριό της. Οταν έφτασε εκεί έζησε τη σκληράδα των συγχωριανών της. Την κάθισαν ανάποδα στον γάιδαρο γυμνή, της φόρεσαν στο κεφάλι για στεφάνι σπλάχνα και έντερα ζώων και την περιέφεραν σε όλο το χωριό.
Η όμορφη Κατερίνη από τον καημό της τρελάθηκε.
Οι συγχωριανοί της, «τιμητές» των ηθικών νόμων, της έδωσαν το παρατσούκλι «παλιοκατερίνη».
Ο Διάκος στις αρχές του 1821 αρραβωνιάστηκε με τη Ρωξάνη, κόρη του κοτζαμπάση της Λιβαδειάς Γιαννάκη Φίλωνα.
Το 1824, μετά τον θάνατό του, η αρραβωνιαστικιά του παντρεύτηκε τον πλούσιο Αθηναίο Σπύρο Ζαχαρίτσα.
Κι άλλους έρωτες αποδίδουν στον όμορφο Θανάση. Ο σύγχρονός του ποιητής Ιωάννης Ζαμπέλιος αποκαλύπτει ότι λίγο πριν από τον χαμό του στην Αλαμάνα παράλληλα με τη Ρωξάνη «είχε και ερωμένην την ωραιοτέραν της πόλεως Λεβαδειάς» που την έλεγαν Βενετσάνα.
Για την ηρωική του συμβολή στην επανάσταση του 1821 καθώς και για τραγικό τέλος που είχε σαν σήμερα 24 Απρίλη του 1821.
Σύμφωνα με την ιστοριογραφία, ο Αθ. Διάκος συνελήφθη τραυματισμένος, από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη μετά την μάχη της Αλαμάνας.
Μεταφέρεται σιδηροδέσμιος στη Λαμία και οι Τούρκοι του προτείνουν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Ο Διάκος φέρεται να αρνείται και να απαντάει με το γνωστό: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ να πεθάνω».
Οι Τούρκοι αποφασίζουν να θανατωθεί δια ανασκολοπισμού, ενώ πριν ξεψυχήσει ο Αθ. Διάκος, παρουσιάζεται ότι λέει το παρακάτω το αυτοσχέδιο τετράστιχο:
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι.
Αυτά από την επίσημη ιστορία, που διδάσκεται στα σχολεία. Εμείς θα μιλήσουμε για μια άγνωστη σελίδα από το βιογραφικό του Αθ. Διάκου που έχει εξαφανιστεί από τα σχολικά εγχειρίδια.
Και δεν εννοούμε την αναφορά στα χρόνια που υπηρετούσε στην σωματοφυλακή του Αλη Πασά στα Γιάννενα κάτω από τις διαταγές του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Θα σταθούμε στην προσωπική ζωή του Α. Διάκου. Και θα μιλήσουμε από την εποχή που ήταν 17 χρονών, όταν πέταξε τα ράσα, σαν διάκος που ήταν στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, και εντάχθηκε σαν πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά.
Ο λόγος ήταν γιατί είχε σκοτώσει έναν Τούρκο αγά ο οποίος τον είχε βιάσει θαμπωμένος από την ομορφιά του. Από κει και πέρα οι επιτυχίες που είχε όχι μόνο στις μάχες με τους Τούρκους, αλλά και στις κατακτήσεις του στον γυναικόκοσμο, έγραψαν ιστορία.
Σ' αυτές θα αναφερθούμε χρησιμοποιώντας απόσπασμα από ένα κείμενο του Κυριάκου Δ. Σκιαθά, το οποίο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Αιρετικά".
Μια πικρή ιστορία ηθικής παραζάλης
Τα χρόνια εκείνα τους απατημένους συζύγους τους αντιμετώπιζαν με μέγιστη δόση ειρωνείας, τις δε μοιχαλίδες τις αποδοκίμαζαν με τρόπο που πολλές φορές απειλούσε τη ζωή τους.
Οι ιστοριογράφοι ύμνησαν τις αρετές και το θάρρος του ανασκολοπισμένου μάρτυρα του ’21 Αθανάσιου Διάκου.
Με λουλούδι σπάνιο τον παρομοιάζει ο Σπ. Μελάς στα «Ματωμένα ράσα»: «Στον Κόρακα, στη βορεινή πλαγιά των Βαρδουσιών φύτρωσε ένα λουλούδι σπάνιο της ελληνικής ομορφιάς, της παλληκαριάς και της αρετής, ο Αθανάσιος Διάκος».
Ολοι σχεδόν που ασχολήθηκαν με τον βίο του συμφωνούν ότι η αιτία για να αφήσει το μοναχικό σχήμα ο ήρωας και να ακολουθήσει τον κλέφτικο βίο ήταν οι ασέλγειες κάποιου Τούρκου αγά που θαμπώθηκε από τη θρυλική ομορφιά του.
Από την άλλη, υπάρχουν κείμενα, προφορικές παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τις επιτυχίες του ήρωα στον γυναικόκοσμο.
Ο έρωτας της όμορφης Κρυστάλλως, της μικρότερης κόρης του ισχυρού κοτζαμπάση της Κωσταρίτσας Αναγνώστη Μπάμπαλη, με τον Διάκο περί το 1812 είχε αποτέλεσμα να ψυχρανθούν οι σχέσεις του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού Σκαλτσοδήμου με τον ήρωα.
Εκείνα τα χρόνια ένα άλλο ερωτικό περιστατικό με πρωταγωνιστές τον Διάκο, μια πανέμορφη γυναίκα, την Κατερίνη, και το άλλο πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσοδήμου, Γούλα, τάραξε τη Ρούμελη.
Ηταν μια αισθηματική ιστορία που άγγιξε τα όρια του σκανδάλου, ένας δεσμός που μας παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο τον ερωτισμό του ήρωα της Αλαμάνας και ταυτόχρονα μας πληροφορεί για τα ερωτικά ήθη των χρόνων εκείνων.
Η Κατερίνη ήταν νέα, 18 Μαΐων, ξακουστή για την ομορφιά και τη σεμνότητά της σε όλη την περιοχή. Το πραγματικό της όνομα ήταν Κατερίνη Σπύρου ή Ξυστρή και καταγόταν από τη Σέλιανη (τα σημερινά Μάρμαρα), χωριό της δυτικής Φθιώτιδας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Κατερίνη είχε ξετρελάνει τα παλικάρια της περιοχής. Μεταξύ αυτών που θαμπώθηκαν από την ομορφιά της ήταν ο Γούλας και ο Διάκος, τα πρωτοπαλίκαρα του Σκαλτσοδήμου.
Ο Γούλας της ζήτησε να τον παντρευτεί αλλά στάθηκε άτυχος, γιατί είχε για αντίζηλο το ομορφόπαιδο της περιοχής, τον Αθανάσιο Διάκο.
Η Κατερίνη προτίμησε τον Διάκο και σύντομα έγινε ο αρραβώνας τους. Ο Γούλας δεν συγχώρεσε τους δυο ερωτευμένους και περισσότερο την Κατερίνη που τον πρόσβαλε με την απόρριψη.
Στο θολωμένο του μυαλό έκανε τη σκέψη να εκδικηθεί το ζευγάρι. Κάποια μέρα που λημέριαζαν οι ερωτικοί αντίζηλοι στη θέση Κούτσουρο έξω από τη Σέλιανη έπιασαν κουβέντα και η συζήτηση έφτασε στις γυναίκες. Ο Γούλας υποστήριζε ότι καμιά γυναίκα δεν είναι πιστή.
Ο Διάκος είχε αντίθετη άποψη και την αιτιολογούσε φέρνοντας παράδειγμα την αρραβωνιαστικιά του Κατερίνη.
Ο Γούλας άρπαξε την ευκαιρία και αμφισβήτησε τα λεγάμενα του Διάκου. Τον προκάλεσε ότι μπορεί να ξελογιάσει την Κατερίνη.
«Κι' αυτή είν’ σαν τις άλλες. Αν θες μπορώ να στ’ αποδείξω και να την φέρω δω στο λημέρι μας» του είπε. Ζήτησε μόνο από τον Διάκο να του δώσει το αργυρομάνικο λάζο του (σουγιά με αργυρή λαβή), να της το δείξει σαν σημάδι ότι έρχεται από τον αρραβωνιαστικό της.
Ο Διάκος δέχτηκε την πρόκληση γιατί είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην Κατερίνη του. Ο Γούλας τελικά κατάφερε τον στόχο του. Η Κατερίνη, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον ακολούθησε.
Ο Διάκος βλέποντάς τη να ’ρχεται στο λημέρι με τον Γούλα του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Η Κατερίνη προσπάθησε να τον ηρεμήσει λέγοντάς του ότι ο Γούλας την ξεγέλασε. Της είπε ότι ο αρραβωνιαστικός της είναι άρρωστος και πως θέλει να τη δει. Για να την πείσει ότι λέει την αλήθεια της έδειξε το λάζο του ήρωα.
Ο Διάκος δεν την πίστεψε, της ξέσκισε τα ρούχα, της έκοψε τα μαλλιά και την έδιωξε σχεδόν ολόγυμνη.
Η Κατερίνη ντροπιασμένη και χωρίς να έχει ελπίδα να ξαναδεί τον άνθρωπό της γύρισε στο χωριό της. Οταν έφτασε εκεί έζησε τη σκληράδα των συγχωριανών της. Την κάθισαν ανάποδα στον γάιδαρο γυμνή, της φόρεσαν στο κεφάλι για στεφάνι σπλάχνα και έντερα ζώων και την περιέφεραν σε όλο το χωριό.
Η όμορφη Κατερίνη από τον καημό της τρελάθηκε.
Οι συγχωριανοί της, «τιμητές» των ηθικών νόμων, της έδωσαν το παρατσούκλι «παλιοκατερίνη».
Ο Διάκος στις αρχές του 1821 αρραβωνιάστηκε με τη Ρωξάνη, κόρη του κοτζαμπάση της Λιβαδειάς Γιαννάκη Φίλωνα.
Το 1824, μετά τον θάνατό του, η αρραβωνιαστικιά του παντρεύτηκε τον πλούσιο Αθηναίο Σπύρο Ζαχαρίτσα.
Κι άλλους έρωτες αποδίδουν στον όμορφο Θανάση. Ο σύγχρονός του ποιητής Ιωάννης Ζαμπέλιος αποκαλύπτει ότι λίγο πριν από τον χαμό του στην Αλαμάνα παράλληλα με τη Ρωξάνη «είχε και ερωμένην την ωραιοτέραν της πόλεως Λεβαδειάς» που την έλεγαν Βενετσάνα.
Δημοσίευση σχολίου