Κυριακή, παραμονή Χριστούγεννα του 1944. Στις εφτά το πρωί, μαθεύτηκε σ' ολόκληρη την πόλη, πως απ' την αυγή άραξαν όξω απ' το λιμάνι έξι καράβια, μεταγωγικά γεμάτα μαύρους και τρία πολεμικά Εγγλέζικα.
Στα "μπλόκια" -περιοχή της Μυτιλήνης- είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Τα φύλαγαν δυο μαύροι. Στο ίδιο μέρος ήταν κι άλλα φορτηγά που από καιρό είχαν φέρει στο νησί οι Άγγλοι.
Η μέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλίσουν και το ηρωικό νησί μας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να μας υποδουλώσουν. Έξι πλοία με αραπάδες βρίσκονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Νιάτα και λαέ! Εμπρός, όλοι άντρες γυναίκες και παιδιά να ζητήσουμε να φύγουν απ' το νησί μας οι μαύροι, θάνατος στο φασισμό - Λευτεριά στο λαό».
Όλοι που βρίσκονταν στην προκυμαία, τριγυρνούσαν ανήσυχοι κι όλοι αναρωτιόνταν για το τι έμελλε να γίνει. Θα βγουν; Είναι περαστικοί; Τί ζητούν από μας; Όσο ψήλωνε η μέρα, πύκνωνε κι ο κόσμος. Όσα μαγαζιά είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Η απεργιακή Επιτροπή που από καιρό βρισκόταν σ' επιφυλακή κήρυξε γενική απεργία. Σ' όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι ο κόσμος όλο και κατέβαινε.
Στις εννιά η ώρα απ' ένα μεταγωγικό άρχισαν να κατεβαίνουν αραπάδες σε τορπιλάκατο. Με γυλιό στον ώμο και πάνοπλοι. Ετοιμαζόταν να βγουν. Τα χωνιά μπήκαν πάλι σ' ενέργεια. Έτσι μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Τώρα όλοι τραβούσαν κατά το ταχυδρομείο, κατά κει είχε τιμόνι και η τορπιλάκατο. Αξιωματικοί του ναυτικού, και ναύτες πολέμησαν να κρατήσουν τον κόσμο στα σύρματα. Το πλήθος έσπασε τη ζώνη κι όλοι φώναζαν «πίσω, δε σας θέλουμε».
Η μέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλίσουν και το ηρωικό νησί μας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να μας υποδουλώσουν. Έξι πλοία με αραπάδες βρίσκονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Νιάτα και λαέ! Εμπρός, όλοι άντρες γυναίκες και παιδιά να ζητήσουμε να φύγουν απ' το νησί μας οι μαύροι, θάνατος στο φασισμό - Λευτεριά στο λαό».
Όλοι που βρίσκονταν στην προκυμαία, τριγυρνούσαν ανήσυχοι κι όλοι αναρωτιόνταν για το τι έμελλε να γίνει. Θα βγουν; Είναι περαστικοί; Τί ζητούν από μας; Όσο ψήλωνε η μέρα, πύκνωνε κι ο κόσμος. Όσα μαγαζιά είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Η απεργιακή Επιτροπή που από καιρό βρισκόταν σ' επιφυλακή κήρυξε γενική απεργία. Σ' όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι ο κόσμος όλο και κατέβαινε.
Στις εννιά η ώρα απ' ένα μεταγωγικό άρχισαν να κατεβαίνουν αραπάδες σε τορπιλάκατο. Με γυλιό στον ώμο και πάνοπλοι. Ετοιμαζόταν να βγουν. Τα χωνιά μπήκαν πάλι σ' ενέργεια. Έτσι μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Τώρα όλοι τραβούσαν κατά το ταχυδρομείο, κατά κει είχε τιμόνι και η τορπιλάκατο. Αξιωματικοί του ναυτικού, και ναύτες πολέμησαν να κρατήσουν τον κόσμο στα σύρματα. Το πλήθος έσπασε τη ζώνη κι όλοι φώναζαν «πίσω, δε σας θέλουμε».
Πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω στο αποβατικό σκάφος και φώναζαν «χτυπάτε». Οι μαύροι κοιτούσαν με απορία τον κόσμο που με κανένα τρόπο δεν τους άφηνε να πατήσουν πόδι στη γη. Ο κόσμος κατεβαίνει, όλο κατεβαίνει. Οι μπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δείλιασε κανένας. Γυναίκες βγάζουν τα τσόκαρα και τα σηκώνουν καταπάνω στους μαύρους που σαστισμένοι συμαζεύουνται μέσα στην τορπιλάκατο. Το πλήθος την αβαρέρνει με αμέτρητα χέρια.
Η απόβαση δε μπορούσε να γίνει εκεί. Η τορπιλάκατο έκανε πίσω κι έβαλε τιμόνι ολοταχώς κατά τα μπλόκια. Όλοι τρέχουν κατά κει. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου